JUDAS PRIEST – “British steel” – Worst to best

0
534
Judas Priest












Judas Priest

«To British Steel είναι το πιο σημαντικό thrash metal, αυτό που όλοι πρέπει να ακούσουν. Για ρωτήστε τους METALLICA… αν δεν υπήρχε το “British Steel”, δε θα ήταν εδώ!». Και μπορεί ο Max Cavalera (ο γνωστός, των SEPULTURA) να μην έδωσε σωστά τον ορισμό της μουσικής του “British Steel”, αλλά έπεσε 100% μέσα ως προς την σημασία του. Κόσμος και ντουνιάς δεν θα ήταν εδώ, αν δεν υπήρχε τούτο το album, όχι μόνον το thrash, όχι μόνον οι METALLICA. Πρόκειται για το σημείο που οι JUDAS PRIEST γυρίζουν για δεύτερη φορά το τιμόνι μέσα σε έξι μόλις δισκογραφικά χρόνια. Η στιγμή που αλλάζουν εκ νέου ύφος, ανοίγουν νέους δρόμους, ορίζουν το 80s heavy metal.

Αφήνουν πίσω τους το σκοτεινό, σοφιστικέ, τεχνικό heavy metal των 70s και ολοκληρώνουν τη φόρμουλα που είχαν αρχίσει να εξελίσσουν στο “Killing machine”, δίνοντας ένα γερό λάκτισμα στο heavy metal, για να αποκτήσει πιο εμπορική «χροιά» και να ξεκινήσει τη ξέφρενη πορεία του στα 80s. Με τον τεράστιο Tom Allom να έχει πάρει ήδη το «χρίσμα» στο “Unleashed in the East”, το τιμόνι της παραγωγής ήταν σε σίγουρα χέρια και το αποτέλεσμα, εκπληκτικό. Ο μονολιθικός και πεντακάθαρος ήχος του “British Steel” ακούγεται αψεγάδιαστος ως και σήμερα, μολονότι τα όσο γίνεται πιο σύγχρονα μέσα, έχουν αλλάξει εντελώς τα δεδομένα από τότε.

Το απίστευτης σύλληψης και δημιουργίας εξώφυλλο του Rosław Szaybo, σε συνδυασμό με τον τίτλο του δίσκου, συνθέτει τον πιο HEAVY METAL συνδυασμό artwork-τίτλου έχει υπάρξει ως τα τώρα, από καταβολής αυτής της μουσικής. Δεν υπάρχει περίπτωση να εμφανιστεί κάτι άλλο που να ξεπεράσει αυτό το concept, στον αιώνα των άπαντα. Το υπογράφω αυτό, με χέρια και με πόδια. Όταν λοιπόν όλο αυτό, από το χέρι που κρατά το θρυλικό ξυράφι μέχρι την τελευταία νότα του “Steeler”, «ζωντάνεψε», ήταν σαν να αποκαλύφθηκε μπροστά στο κοινό ένας καινούργιος, παραπάνω από απλά «γενναίος», κόσμος.

Στην περιοδεία που ακολούθησε, ρόλο support είχαν μπάντες και καλλιτέχνες όπως οι DEF LEPPARD, SCORPIONS, SAXON, RIOT, MOLLY HATCHET, WISHBONE ASH, Ian Gillan, Joe Perry και φυσικά οι IRON MAIDEN, σε ολόκληρο το βρετανικό σκέλος, με τον Paul Di Anno να δηλώνει πριν την εκκίνηση, πως οι νεαροί Βρετανοί, θα «σβήνουν» τους JUDAS PRIEST σε κάθε show. Παυλάκη, μάλλον έπεσες εντελώς έξω, αν λάβουμε υπόψη μας και τις δηλώσεις του Harris περί του πόσο απίστευτοι ήταν τότε οι «Ιερείς». Και για να καταλάβουμε το μέγεθος της άνεσης και της αυτοπεποίθησης των πραγματικά μεγάλων μπαντών/καλλιτεχνών εκείνη την περίοδο, αξίζει να αναφέρουμε πως ακριβώς επειδή οι IRON MAIDEN έπαιζαν κι αυτοί καταπληκτικά στην “British Steel tour”, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιλεγούν ως support και στην επόμενη περιοδεία, την “World wide blitz tour”, την επόμενη χρονιά. Κάποτε, τα καλά supports γίνονταν ανάρπαστα.

Χρυσές απονομές, πλατίνες, πωλήσεις με σπασμένα φρένα, … Οι JUDAS PRIEST το 1980 ήταν “second to none”hammering anvils, screaming muscle and might!”. Και αυτοί οι στίχοι από το “Rapid fire”, είναι σίγουρα από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς και περιγραφικούς τους! Διότι, σε τελική ανάλυση, μπορεί τον τίτλο της μεγαλύτερης metal μπάντας όλων των εποχών να τον διεκδικούν όσοι τον διεκδικούν, ασκόπως εννοείται, αλλά συνώνυμο της μουσικής αυτής και METAL GODS, είναι μόνον αυτοί.

The “British Steel” countdown

  1. “United” (3.35)
    “So give me hope, don’t give in/Make a stand, we’re gonna win…”

Ο διάδοχος του “Take on the world” από το “Killing machine”. Ίδια φιλοσοφία, ίδιο στυλ, ίδιος σκοπός. Κυκλοφόρησε ως single, με το “Grinder” ως b-side, κι έφτασε στο νούμερο 26 του UK Singles Chart, όπου και παρέμεινε συνολικά οκτώ εβδομάδες. Οι ιαχές του «πλήθους» στη ζωντανή έκδοση προέρχονται από μέλη των οικογενειών των μελών της μπάντας και φίλους, ενισχυμένες με dub overlay. Εντάξει, τίποτα το ιδιαίτερο, ευχάριστο θα το έλεγα κι ακόμη εκφράζω την έκπληξή μου, πως και παίχτηκε «ζωντανά» στην περιοδεία του “Demolition” (!). Αλλά τότε ήμουν μικρός και δεν ήξερα… Δεν ήξερα πως οι JUDAS PRIEST παίζουν όποιο κομμάτι τους αρέσει, όποτε τους αρέσει και δε δίνουν δεκάρα!

Στιχουργικά, ο Rob Halford το εμπνεύστηκε από την αντιδημοτικότητα που είχε στη νεολαία η συντηρητική κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο ο αγγλικός Τύπος αγνοούσε το hard rock/heavy metal, δείχνοντας την προτίμησή του στο κίνημα του punk. Ήταν δηλαδή ένα κάλεσμα συσπείρωσης των metalheads, όχι όμως μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά παντού.

  1. “You don’t have to be old to be wise” (5.03)
    “So it’s off with the ties… No compromise!”

Όταν μας δίδεται η ευκαιρία, επισημαίνουμε πόσο ωραία και στρωτά οι JUDAS PRIEST δεν άφηναν «κενά» μεταξύ των δίσκων τους και πάντα θα έριχναν, σε κάθε καινούργια κυκλοφορία της περιόδου 1975 – 1990, μια ή και περισσότερες «γέφυρες» στο παρελθόν και στο μέλλον. Εδώ, έχουμε μια ένωση με το μέλλον, δηλαδή το “Point of entry”. Κάνε ένα πείραμα: Την επόμενη φορά που θα ακούσεις τον δίσκο, πάρε το “You don’t have to be old to be wise” (πολύ σωστή παρατήρηση) και βάλτο κάπου ανάμεσα στα κομμάτια του. Ουδεμία διαφορά δε θα δεις, και στο υπογράφω. Πολύ καλό τραγούδι και με ωραία «τραβηγμένη» νότα από τον Halford στο refrain.

  1. “Living after midnight” (3.30)
    “I come alive in a neon light, that’s when I make my moves right!”

Ένα βράδυ, στο Tittenhurst Park, κατά τις 04:00, ο Tipton είχε αϋπνίες και είπε να ρίξει μερικές πενιές, ξυπνώντας όπως ήταν φυσικό τους υπολοίπους. «Είναι περασμένα μεσάνυχτα και εσύ το ζεις, ε!», ήταν η ατάκα που ακούστηκε διά στόματος Rob, μια ατάκα που αμέσως φάνηκε στον Glenn ιδανικός τίτλος για τραγούδι. Ένα τραγούδι που εκφράζει το ηδονιστικό, επαναστατικό πνεύμα των τελών της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1980.

Στο video clip, το οποίο σκηνοθέτησε ο Julien Temple και γυρίστηκε ζωντανά στο Sheffield City Hall, βλέπουμε διάφορα άκρως ενδιαφέροντα, όπως τον νεοφερμένο Dave Holland να παίζει στην αρχή με «ορθόδοξη» λαβή σ’ ένα αόρατο drum kit, τον Halford με μοναδική κουπ που δεν την είχε ποτέ ξανά, οπαδούς να «παίζουν» με χάρτινες κιθάρες, οι οποίες ήταν τα εξέχοντα οπαδικά σύμβολα στα χρόνια της κυριαρχίας του NWOBHM (όταν οι IRON MAIDEN αναγκαστικά έπαιζαν ως κουαρτέτο για μικρό χρονικό διάστημα, ανέβαζαν επί σκηνής έναν οπαδό με χάρτινη κιθάρα), τον Ian Hill να βγαίνει μπροστά για β’ φωνητικά… Πραγματικά σπάνια πράγματα!

Αλήθειες τώρα: Σαν σύνθεση, το “Living after midnight” δεν είναι παρά ένα απλούστατο, radio friendly, τυπικότατο arena metal κομμάτι, που το γράφεις μέσα σε δέκα λεπτά. Επειδή όμως είσαι οι JUDAS PRIEST και έχουμε 1980, το προορίζεις για super επιτυχημένο single, ως έναν αειθαλή συναυλιακό ύμνο, πραγματικά ακαταμάχητο, που οδηγεί σε ξέφρενα sing alongs ακόμη και τύπους σαν εμένα που ΟΥΔΕΠΟΤΕ θα το ακούσουν στο στερεοφωνικό του σπιτιού τους. Γι’αυτό και για άλλους λόγους ίσως θα έπρεπε να είναι πιο ψηλά στη λίστα… αλλά δεν είναι. Θα μπορούσαν να το έχουν γράψει και οι KISS και να είχε κάνει και από αυτούς πάταγο. Και κάπου εδώ, ακούω τον Νίκα, που σίγουρα θα το είχε στην πρώτη τριάδα, να φωνάζει:

«Άσε ρε! Μου γίνατε όλοι ψαγμένοι και ξεχάσατε τον αντίκτυπο των κομματιών αυτών! ΟΞΩΩΩΩΩ ΡΕΕΕΕΕΕΕΕ!»

L.A GUNS, IRON SAVIOR (αυτοί το μετέτρεψαν σε γρήγορο power metal), DISTURBED (αυτοί του κόλλησαν την εισαγωγή του “Painkiller”), THE DONNAS και άλλοι διάφοροι δοκίμασαν… όλοι απέτυχαν. Γιατί άραγε;

  1. “Grinder” (3.57)
    “As the mighty eagle, I need room to breathe!”

Η μοναδική περίπτωση όπου η ερμηνεία των στίχων διαφέρει. Ο Rob δίνει δυο εκδοχές: Στη μια όχι απλά εκφράζεται, αλλά φωνάζει για την προσωπικότητά του και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Στην άλλη, το “Grinder” είναι το «κατηγορώ» του group προς κυβερνήσεις και εταιρείες, για το πώς μεταχειρίζονται τους ανθρώπους, βλέποντάς τους σαν κρέας για τη μηχανή του κιμά. Αν το “Living after midnight” μπορούσε να είναι κομμάτι KISS, αυτό εδώ θα μπορούσε να είναι των AC/DC. Πέραν του ότι έδωσε το όνομά του σε έξι μπάντες, το “Grinder” είναι και ο ανεπίσημος νονός του Grindr, του site gay γνωριμιών. Και έχεις και τον Rob να απορεί, γιατί δε χρησιμοποιήθηκε το τραγούδι ως ο ύμνος του site. Θεούλης! Και ακόμη πιο θεούλης ο Mille των KREATOR, που στα credits της συμμετοχής των Γερμανών στο “Legends of metal II” με αυτό το κομμάτι, έχει υπογράψει ως Mille Halford!

  1. “The Rage” (4.44)
    “From a fireball we came, cross sea and mountain
    We were drinking beauty with our eyes”

Απομεινάρι των 70s ή πιο κομψά, συνδετικός κρίκος αυτών, με τη νέα εποχή που απλώνεται μπροστά. Ασχέτως του ποιο κομμάτι είναι καλύτερο, ασχέτως των κριτηρίων που επιλέγεται κι αυτά μπορεί να είναι διάφορα, το “The Rage” είναι αναμφισβήτητα το ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΟ τραγούδι του “British Steel”, ένα λυρικό διαμάντι σαν αυτά που οι JUDAS PRIEST έγραφαν για πρωινό στα 70s, αλλά λησμόνησαν, προς χάριν της αμεσότητας και του arena metal το οποίο τους χρωστά τα μέγιστα, στα 80s. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, ένα 23,54% της αγάπης που του έχω, οφείλεται στο funky μπάσο του Ian Hill που κρατά ολόκληρη την σύνθεση στους ώμους του, ως άλλος Άτλας. Οι στίχοι είναι καθαρά κοινωνικοί, αφορούν πράγματα που στερείσαι στη ζωή, ενώ το bluesy solo είναι από τα αγαπημένα του ΚΚ, μιας και είχε την ευκαιρία να τιμήσει αγαπημένους του κιθαρίστες όπως ο Paul Kossoff και ο Gary Moore.

  1. “Breaking the law” (2.33)
    “So much for the golden future, I can’t even start!”

Ένας επαναστατικός, νεανικός ύμνος. Ο θυμός και απόγνωση του κάθε νεαρού, που δεν μπορεί να καταφέρει όσα του υποσχέθηκαν πως θα καταφέρει, σαν τελειώσει το σχολείο και το κολλέγιο. Η απογοήτευσή του, που έπρεπε να ζει μια «προγραμματισμένη», από άλλους, ζωή. Σαν τραγούδι, είναι ο νούμερο ένα (Νο 1) παιάνας των JUDAS PRIEST, το κομμάτι με το μεγαλύτερο «γκελ», αυτό που θα φύγει από το set τους μόνον όταν δούμε τον Εξηνταβελόνη, τον άνθρωπο που ακούει ό,τι σατανικό και μίζερο υπάρχει εκεί έξω, πρώτη-πρώτη σειρά σε συναυλία POISON, να σκίζει τη μπλούζα του για τον Bret Michaels και να τραγουδά το “Talk dirty to me”. Επειδή όμως στο worst to best δε μασάμε από εμπορική απήχηση, το “Breaking the law” θα βρει άλλα κομμάτια από πάνω του.

Νίκα κάτσε κάτω και μη διακόπτεις! Συνεχίζω.

Facts: Το τραγούδι δεν έχει solo, ασχέτως αν στις live εμφανίσεις τους, οι JUDAS PRIEST του πρόσθεσαν ένα στην αρχή, δύο στην συνέχεια. Στη θέση του solo, στην studio εκτέλεση, ηχεί μια σειρήνα περιπολικού, που δεν είναι παρά το «παιχνίδισμα» του ΚΚ με το τρέμολο της κιθάρας του. Πρωτοπαίχτηκε στην “World Wide Blitz Tour”, του 1981, για την υποστήριξη του “Point of entry”. Στο video clip, βλέπουμε μια ακόμη αλλαγή στο μαλλί του Halford. O Ian Hill τραγουδά και πάλι. Η τράπεζα όπου η μπάντα ληστεύει το χρυσό βινύλιο του “British Steel”, βρίσκεται στη γωνία των οδών Frith και Bateman, στο Soho, στο Δυτικό Λονδίνο. Το αυτοκίνητο είναι μια Cadillac Fleetwood Eldorado, μοντέλο του 1974. Ο δρόμος από τον οποίο διαφεύγουν, είναι ο North Circular Road, γνωστός και ως A406.

Η ίδια η ληστεία της τραπέζης, είναι γεμάτη υπονοούμενα πως τίποτα δε δουλεύει σωστά και τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, στο αγγλικό κράτος:
– Ο security έχει αποκοιμηθεί, αφού «έκοψε χαλβά» με ένα τεύχος Playboy. Ο «αιδεσιμότατος» ΚΚ, έχει πρώτα επισκεφθεί ένα sex shop.
– Ο Halford εξηγεί, τραγουδώντας, τους λόγους της «μπούκας» στην τράπεζα, στους τρομοκρατημένους πελάτες, που βρίσκονται στο πάτωμα.
– Οι κιθάρες χρησιμοποιούνται ως όπλα και ως εργαλεία διάρρηξης του χρηματοκιβωτίου, διότι τόσο «επικίνδυνο» ήταν τότε το heavy metal.
– Ο security ξυπνά όχι μόνο από τον υπνάκο του αλλά και συνειδησιακά, αρπάζοντας την (να τη πάλι) χαρτονένια κιθάρα, καθώς «ασπάζεται» το heavy metal.
– Ο Halford λυγίζει τα κάγκελα με απίστευτη ευκολία… μήπως τελικά το «βρετανικό ατσάλι» (η βρετανική βιομηχανία δηλαδή), δεν είναι τόσο ισχυρό;
– Γραπώνει τον δίσκο, κοιτά την κάμερα και φωνάζει “You don’t know what it’s like!”, ένα ευθύ κατηγορώ προς τους γυμνοσάλιαγκες και τις βδέλλες της μουσικής βιομηχανίας.

Ειδική μνεία για την διασκευή των MOTORHEAD. Μέγας Lemmy, του πάει τέλεια.

  1. “Steeler” (4.29)
    “Masquerader in his lair, wants to tangle in your hair”

“Steeler”, ένα ακόμη από τα πάμπολλα που έδωσαν το όνομά τους σε κάποιο group (υπάρχουν οι STEELER του Axel Rudi Pell και οι STEELER του Yngwie Malmsteen), γρήγορο, γκρουβάτο, με ρεσιτάλ ερμηνείας από τον μόνιμα οργισμένο εκείνη την εποχή Rob, που πετά τις λέξεις με απίστευτη άρθρωση. Από τα πολύ αγαπημένα κομμάτια του μεγάλου Dimebag Darrell (PANTERA). Μαζί με το “Defenders of the Faith” και το “Rocka Rolla”, το “British Steel” είναι το album του οποίου τα τραγούδια έχουν παιχτεί όλα «ζωντανά», πρόκειται δε για το μοναδικό που έχει παιχτεί ολόκληρο, κατά την “British Steel 30th anniversary tour”, μιας και οι Ιερείς δεν τα συνηθίζουν αυτά. Από το επίσημο live που κυκλοφόρησε τότε θα ακούσουμε λοιπόν το “Steeler”, σε μια καταπληκτική εκτέλεση. Στην studio εκδοχή του, το ρολάρισμα στα τύμπανα πριν την τελευταία στροφή, είναι πανομοιότυπο με την εισαγωγή του “Riding on the wind”, από το “Screaming for vengeance”. Πάρε ύμνο, ρε φίλε…

  1. “Rapid fire” (4.08)
    “Pounding the world, like a battering ram!”

Όταν η συνθετική τριάδα ξεκινούσε να το μοντάρει, δεν είχε σκοπό να το χρησιμοποιήσει ως το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου. Μόλις όμως ολοκληρώθηκε, δε χρειάστηκε δεύτερη σκέψη. Η δωρική ερμηνεία, τα ξυραφένια riffs και leads, το μονολιθικό μπάσο και το συντριπτικό drumming (τα δέρματα στο set του Holland αν είχαν φωνή σίγουρα θα εκλιπαρούσαν για έλεος), ορίζουν αυτόν τον οδοστρωτήρα που με την σειρά του, ορίζει το πώς θα κινούνται τα πολύ γρήγορα κομμάτια των Βρετανών από τούδε και στο εξής.

Λατρεία των METALLICA, το έχουν παίξει live με την συμμετοχή του ιδίου του Halford κι όχι μια φορά, έχουν μάλιστα επηρεαστεί από αυτό… εχμ… λιιιίγο παραπάνω από το επιτρεπτό, στο “Motorbreath”. Γι’ αυτό τους αγαπάμε, γιατί ασπάζονται τη φιλοσοφία του Χατζηδάκη περί «ικανών» και μη. Πλήρης αποθέωση από/για τους TESTAMENT στο πρώτο μέρος του “Legends of metal”, που το μετέτρεψαν σε thrash-o-πατινάδα ολκής με έναν Χρήστο Κοντό να το πηγαίνει τραίνο και έναν Ινδιάνο να καταπίνει μικρόφωνα και καλώδια. Πλήρης αποτυχία για τους ιδίους (!) τους JUDAS PRIEST (!!) όταν θέλησαν να το φέρουν στον ήχο του “Demolition”, στην bonus track επανεκτέλεση. Λυπάμαι, μα κάποια πράγματα δε μπορείς να τα εκμοντερνίσεις.

Special αναφορά, λόγω τίτλου, στο “Rapid fire” (1992), με τους Brandon Lee και Powers Booth. Μια από τις ταινίες με άφθονη δράση, ξύλο και τα συναφή, που μας μεγάλωσαν και μας έκαναν σωστούς ανθρώπους στην κοινωνία. Εκτός από τον Φράγκο, που ξυπνά με γαλλικό και κοιμάται με σουηδικό κινηματογράφο.

  1. “Metal Gods (3.58)
    “Marching in the streets, dragging iron feet/Laser beaming hearts, ripping men apart”

Το B-side track του single “Breaking the Law”, δεύτερο κατά σειρά κομμάτι στο album, πρώτο στο δικό μου αξιολογικό σύστημα. Οι μηχανές, τα robots, η τεχνολογία γενικότερα, αποκτά ιδία θέληση και υπόσταση, επαναστατεί, αναλαμβάνει τα ηνία και καθιστά τον Άνθρωπο σκλάβο, τέσσερα χρόνια πριν τον πρώτο «Εξολοθρευτή». Πηγή έμπνευσης για τον στιχουργό Rob, το εξώφυλλο του “News of the World” των QUEEN, ο «Πόλεμος των Κόσμων» και συναφείς νουβέλες επιστημονικής φαντασίας.

Σε τούτο το τραγούδι, αποθεώνεται το δαιμόνιο του Tom Allom. Οι μεταλλικοί χτύποι των μηχανών στην αρχή είναι απλά μια πόρτα, που τη χτυπά και της οποίας τον ήχο πέρασε από επεξεργασία. Συγκεκριμένα, η μεγάλη θύρα της εκκλησίας του ιδιόκτητου κτήματος Tittenhurst Park Estate του Ringo Starr των THE BEATLES, όπου βρίσκονταν και το studio των ηχογραφήσεων. Παρόμοια tricks και τεχνικές επιστρατεύτηκαν και για τα υπόλοιπα effects του τραγουδιού: Το «μαστίγιο» που «σκίζει» τον αέρα είναι ο ήχος μιας στέκας μπιλιάρδου που «σαρώνει» τον αέρα μπροστά από ένα μικρόφωνο και ενός καλωδίου κιθάρας που χτυπά μια βαλίτσα, το βάδισμα των robots είναι απλά ένας δίσκος με μαχαιροπήρουνα τον οποίο κουνά ο Halford πέρα-δώθε… Πανέξυπνα κόλπα!

Για τη μουσική τώρα… Αλήθεια, θες περιγραφή; Όχι, δε θες. Από διασκευές… “…living in the land of the Metal Gods and I can’t come down”! Η ΑΠΟΛΥΤΗ επανεκτέλεση, τελεία και παύλα. Βρίσκεται στο “Live insurrection” των HALFORD. Θεούλης ο Udo με τους U.D.O, άπιαστοι οι PRIMAL FEAR με τον Scheepers σε μεγάλα κέφια όπως πάντα.

Bonus «κανονάκι»: ο Ripper Owens με την ασημένια «πανοπλία», στο Rockwave του 2001. ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ.

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here