Έχω γράψει και έχω σβήσει τον πρόλογο σ’ αυτό το κείμενο αρκετές φορές. Εδώ δεν ξέρω πώς να αρχίσω, φαντάσου ποια θα είναι η μετέπειτα δυσκολία, όταν μπούμε για τα καλά στο «ψητό»… Βαριέμαι να γράφω και τα τυπικά κάθε φορά ρε γαμώτο, αυτά που γράφονται συνήθως, τύπου «με καλή διάθεση ξεκίνησα για το πάντοτε φιλόξενο Κύτταρο, στην οδό Ηπείρου»… Άσε που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα! Η διάθεση όλων μας ήταν πολύ παραπάνω από «καλή», το δε Κύτταρο είναι πολλά περισσότερα από απλά «φιλόξενο» και περί αυτού, θα επιχειρηματολογήσω στην συνέχεια.
Είχαν δεν είχαν δέκα λεπτά που είχαν ανοίξει οι πόρτες και φτάνοντας στο club, βλέπω ΠΟΛΥ κόσμο. Ποια «κατάρα των ελληνικών support groups» που για πολύ καιρό ταλάνιζε την σκηνή και τρίχες κατσαρές… Οι DIVINER έχουν τον δικό τους λαό (όλων των ειδών τα μπλουζάκια εθεάθησαν, από όλες τις περιόδους τους) και δικαίως! Θέλουμε δε θέλουμε να το πιστέψουμε, το support έχει το δικό του μερτικό στην έκβαση κάθε συναυλιακής βραδιάς και οι Αθηναίοι είναι μια από τις πλέον ταιριαστές περιπτώσεις συγκροτήματος, για να υποστηρίξουν αυτόν τον ρόλο. Με ήχο που λατρεύει ισόποσα Ευρώπη και Η.Π.Α και τρεις ωραιότατους δίσκους στο ενεργητικό τους (“Fallen empires”, “Realms of Time” και “Avaton”), δεν προσπάθησαν και τόσο ώστε να κερδίσουν και τους υπολοίπους θαμώνες. Το κατάφεραν με τις «μηχανές σβηστές».
Γεγονός είναι πως δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω δει τη μπάντα, από τα «γεννοφάσκια» της. Θυμάμαι όμως, πως καμία εξ αυτών, δεν απογοητεύτηκα. Οι DIVINER ήταν και είναι εξίσου καλοί με οποιοδήποτε line up, αποτελώντας εγγύηση στον χώρο του παραδοσιακού (γιατί, υπάρχει και «μη παραδοσιακό»;) heavy/power ιδιώματος. Τούτη τη φορά, αυτό που παρατήρησα ήταν πως τους είδα τόσο χαλαρούς, όσο ποτέ άλλοτε. Ήταν λες και σηκώθηκαν από τον καναπέ καθώς έβλεπαν τηλεόραση, ντύθηκαν, πήραν τα όργανά τους και απλά ανέβηκαν στην σκηνή για να παίξουν, πάρα μα πάρα πολύ καλά!
Με το live της παρουσίασης του “Avaton” να έχει δοθεί όχι πολύ καιρό πριν και με μία ώρα στη διάθεσή τους, οι DIVINER έκαναν σωστή διαχείριση χρόνου και υλικού και δεν άφησαν κανέναν παραπονεμένο. Δεν έπαιξαν το “Evilizer” (κλαψ), έπαιξαν όμως το “Riders from the East”, οπότε, άντε, χαλάλι. Το επικό “The battle of Marathon” αποδόθηκε εξαιρετικά, hits τύπου “Mountains high”, “Heaven falls” και “Waste no time” οι οπαδοί τα περίμεναν πως και πως, αλλά η μεγάλη μάχη για την πρωτιά δόθηκε μεταξύ των θεϊκών παπουτσιών (κάτι μεταξύ running και ντισκομπάλας) του frontman Γιάννη Παπανικολάου (ξανά εξαιρετικός, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά εξάλλου) και του ραφτού “A matter of life and death” στην πλάτη του drummer Λευτέρη Μόρου. Έκβαση του αγώνα, ισοπαλία. Μπράβο στο συγκρότημα, για μια φορά ακόμη, όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο!
Επτά λεπτά μετά τις 22:00, μια σύντομη εισαγωγή κάνει παρέα στους παλμούς μας, που ανεβαίνουν επικίνδυνα. Λίγες στιγμές απομένουν για τους RIOT V (από δω και στο εξής, χωρίς “V”)! Το πανό στο πίσω μέρος της σκηνής, όπως και αυτά στα πλάγια, παραπέμπουν στην τωρινή εποχή του γκρουπ, η «ταπετσαρία» στην μπότα των τυμπάνων στις μέρες πριν από το 1985. Όμορφη αντίθεση, όπου «τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Η τεκίλα είναι ήδη στα χέρια του Donnie Van Stavern, του ενός από τα δύο μέλη της δυαρχίας (Mike Flyntz το έτερο), οι πρώτες σταγόνες πέφτουν στην σκηνή στη μνήμη του θρύλου Mark Reale, “Hail to the warriors” από το πρόσφατο, απίστευτο “Mean streets” και… “who’s ready to rock with RIOT tonight?”
Στο Κύτταρο «δεν πέφτει καρφίτσα», με το sold out να είναι η φυσική απόρροια της υπέρμετρης αγάπης του ελληνικού κοινού για αυτήν τη ΜΕΓΑΜΠΑΝΤΑ. Δίχως χρονοτριβή, το καλύτερο εναρκτήριο τραγούδι που δεν είναι εναρκτήριο και λέγεται “Fight or fall”, μας δίνει τους πρώτους σβέρκους και τα πρώτα λαρύγγια στο χέρι. Το ξέρουμε, το περιμένουμε, αλλά να προφυλαχθούμε ΚΑΙ δε μπορούμε ΚΑΙ δε θέλουμε. Ο ήχος ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ και από το sing along, το club πάει πέρα δώθε! Αθάνατο “Thundersteel”, ποιος να σταθεί δίπλα σου; Και στην πορεία, θα είχες κι άλλες φορές την τιμητική σου!
«Κανονικά, θα έπρεπε να μιλήσω μετά από άλλα δύο τραγούδια, αλλά ειλικρινά, αυτό που συμβαίνει αυτήν την στιγμή, δεν το περίμενε κανείς μας… Φίλοι μου, είστε απίστευτοι! Είστε οι καλύτεροι, να ξέρετε ότι το λέω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ!» Όχι, αγαπητέ Todd Michael Hall, εσείς είστε και εμείς απλά συνοδεύουμε! Ξανά στο πρόσφατο παρελθόν με το “Victory” και ναι, τα παιδιά του “Thundersteel”, είναι επί σκηνής εξίσου “badass” με τον πατέρα τους. FACT. Το “ping pong” μεταξύ παρελθόντος και παρόντος θα συνεχιζόταν με τη δυάδα “On your knees” (καταρρέω) και “Feel the fire” (κομμάτι που έχει μέσα του τόσο μεγάλη δόση JUDAS PRIEST, εκ των πραγμάτων είναι super, μη λέμε τα αυτονόητα), για να φτάσουμε στο “Road racin’” και στο “Warrior”.
Τι φάση; Τραγούδια που θα «έπρεπε» να είναι στο encore, παίζονται από τώρα; Και στο encore… τι θα παιχτεί; Ποιος νοιάζεται, έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στην RIOT-άρα! Τα μάτια βουρκώσανε στο δεύτερο, όσα χρόνια και να περάσουν, όσες φορές και να ακουστεί «ζωντανά», πάντοτε θα κλείνω τα μάτια, θα φέρνω στο νου τον χαμογελαστό αρχηγό και η κατάληξη θα είναι η ίδια… Δέκα χρόνια RIOT με το “V” στο τέλος, ας παιχτεί λοιπόν το “Bring the hammer down” από το “Unleash the fire” και «στα καπάκια», να οι πρώτες νότες από το μπάσο του Donnie, για τον Johnny που επέστρεψε (“Johnny’s back”)… χωρίς να έλειψε ποτέ!
«Πάμε τώρα πίσω στον χρόνο, όταν τραγουδιστής μας ήταν ο Rhett Forrester… κι αυτό, είναι το ‘Restless breed’». Ρίγος! Ρίγος για τον Rhett, ρίγος για τον Mark, ρίγος για τη μουσική, την στάση, για το τι ήταν, είναι και θα είναι αυτή η μπάντα! Και τι εκτέλεση… λες και αποφάσισαν οι BAD COMPANY να παίξουν heavy f#cking metal! Θα έχεις παρατηρήσει πως σου εξιστορώ μια μεγαλειώδη εμφάνιση, βήμα-βήμα, σωστά; Και να ήθελα να κάνω διαφορετικά, μου είναι αδύνατον! Όπως μου είναι αδύνατον, πρακτικά, να μεταφέρω την ατμόσφαιρα και τον παλμό της, όσο και να το θέλω!
Αν έχεις βρεθεί σε ένα live των RIOT, ξέρεις πως αυτό που γίνεται στο “Bloodstreets”, δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Κι όμως, ΑΥΤΗ η εκτέλεση που βιώσαμε, ήταν σχεδόν μεταφυσική! Έφτασαν οι φωνές μας ως τα Ουράνια, χαμογέλασε ο αρχηγός, χάρηκε η ψυχούλα του… Ένα ακόμη καινούργιο κομμάτι για την συνέχεια (“Love beyond the grave”) και αυτό ήταν, από δω και στο εξής, στο menu θα υπήρχαν μόνο… “oldies but goldies”, κατευθείαν από το “RIOT music factory”. Και μα την αλήθεια, πιο ταιριαστή ατάκα από αυτήν του Todd, δεν υπάρχει για να τα περιγράψει!
Βαθιά ανάσα: “Thundersteel” (οι μισοί όρθιοι, οι άλλοι μισοί ανάποδα), “Flight of the warrior” (ανατριχίλα), “Swords and tequila” («Υπάρχουν άραγε σπαθιά εδώ; Νομίζω όλοι οι άνδρες έχουν από ένα» – να και οι πονηράδες!), “Magic maker” (οι άνθρωποι είναι όντως μάγοι!), “Outlaw” (ΧΑΜΟΣ), Take me back” (ήδη κλασσικό!), “Sign of the crimson storm” (πάει η φωνή, όση μας είχε μείνει, έστω), “Fire down under” (40+ ετών τραγούδια σαν αυτό και θαρρείς πως βγήκαν σήμερα!)… Μακάρι οι Αμερικανοί να είχαν άλλες δύο ώρες στη διάθεσή τους, να έπαιζαν άλλα τόσα!
Πάμε και σε κάποια εξίσου σημαντικά, πέραν των καθαρά μουσικών…
Οι RIOT είναι μια μοναδική περίπτωση μπάντας. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Προσωπικά, δεν έχω πρόχειρο στο νου άλλο συγκρότημα ή άλλον καλλιτέχνη, που να σου δίνει κάθε φορά την εντύπωση ότι «έπιασε ταβάνι» με την απόδοσή του και την επομένη να ξεπερνά με άνεση τον εαυτό του! Πως θα γίνει να ξεχάσουμε την συντριπτική εμφάνιση στο περυσινό Up the Hammers αναρωτιόμασταν, την ξεχάσαμε όμως ήδη (εντάξει, τρόπος του λέγειν), από τα μεσάνυχτα της Τετάρτης!
Είναι επίσης παγκόσμιο φαινόμενο, γιατί δεν έχει καμία σημασία ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στην σύνθεσή τους. Όποιος και να βρίσκεται επάνω στην σκηνή, πλαισιώνοντας την τριάδα Mike Flyntz/Donnie Van Stavern/Todd Michael Hall, παίζει σαν να βρίσκεται στη μπάντα για χρόνια! Έτσι έπαιξαν και οι Jonathan Reinheimer (κιθάρα) και Jesse Tudda, με τον δεύτερο να είναι ο αντικαταστάτης του drummer Frank Gilchriest, που δε μπορούσε να αφήσει ξανά τόσο σύντομα τις σχολικές αίθουσες (δάσκαλος γαρ) για να ξαναβγεί στον δρόμο. Αν αυτό δεν αποτελεί ένδειξη ενός «υγιούς οργανισμού», τότε τι ακριβώς είναι;
Σχετικά με το Κύτταρο τώρα, γιατί υποσχέθηκα στην αρχή να πω δύο λόγια και για αυτό. Το Κύτταρο είναι ό,τι πιο κοντά έχουμε, όλοι εμείς που βιώσαμε τα μεταλλικά 90s, στο θρυλικό ΡΟΔΟΝ. Είναι το club που ξέρεις πως πάντα θα έχει άψογο ήχο, που θα νιώθεις τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη κοντά, που θα πας μόνος αλλά θα βρεις παρέα, που σαν μπεις μέσα, θα νομίσεις πως μπαίνεις στο σπίτι σου. Μπορεί σε ένα νεαρό παιδί αυτά να ακούγονται «κάπως», είμαι όμως σίγουρος πως οι metalheads της γενιάς μου και όσοι ανήκουν στις προηγούμενες γενιές αυτής, καταλαβαίνουν απόλυτα τι λέω. Σε όλα τα venues έχουμε ζήσει μεγάλες στιγμές, βεβαίως, μα το Κύτταρο έχει άλλη μαγεία…
Ναι, θα είχα κάθε δικαίωμα να ισχυριστώ, πως το live αυτό, ήταν βγαλμένο από περασμένες εποχές. Με ελάχιστα κινητά να υψώνονται, μιας και η καλύτερη κάμερα πάντα είναι τα μάτια μας και οι καλύτερες memory cards είναι το μυαλό και η ψυχή μας. Με περίσσιο πάθος, με κόσμο διαφορετικών ηλικιών (ήταν η πρώτη φορά που παρατήρησα τόσους νεαρούς ανθρώπους σε RIOT συναυλία) να αντιδρά με τον ίδιο ενθουσιασμό, με ατελείωτο τραγούδι, crowd surfing, stage diving, τεκίλα να ρέει, λουλούδια να πέφτουν από τον εξώστη (!) και εν τέλει, μουσικούς με πείρα ετών, να μη βρίσκουν λόγια να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους…
Και στο κάτω-κάτω της γραφής, ήταν μια αλλοτινή βραδιά γιατί, όπως κάποτε την επομένη μέρα ήμασταν «κομμάτια» και εξακολουθούσαμε να τραγουδάμε, έτσι και τώρα, ο γράφων, με το ζόρι προσπαθούσε να κρατηθεί, καθώς δούλευε, για να μην ουρλιάξει…
… “bow to the crowd of a thousand oppressors, slave to your lovers and slave to your lesser!”
Αυτά τα ολίγα (;)
Μακράν η καλύτερη συναυλία της χρονιάς.
Ευτυχές το 1998.
Πάνο φέρε κασσέτα να σου γράψω το “Inishmore”.
Λήξις εκπομπής σήματος.
Ανταπόκριση: Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη