ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Thunder in the east” – LOUDNESS
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1985
ΕΤΑΙΡΙΑ: ATCO
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Max Norman
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Minoru Niihara
Κιθάρες – Akira Takasaki
Mπάσο – Masayoshi Yamashita
Τύμπανα – Munetaka Higuchi
Για όλους εμάς τους Δυτικούς, η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου γνωστή και ως Ιαπωνία φαίνεται ως ένα συναρπαστικό μέρος. Μία χώρα με βαθιά παράδοση, απόλυτο κώδικα τιμής και αμόλυντο πολιτισμό, που θάμπωσε όλους τους ξένους επισκέπτες των περασμένων αιώνων, συμπεριλαμβανομένων και δύο δικών μας: τον Νίκο Καζαντζάκη, που έγραψε τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του εκεί το 1935, καθώς και τον ιρλανδοελληνικής καταγωγής συγγραφέα, Λευκάδιο Χερν. Ωστόσο, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι Ιάπωνες είχαν αρχίσει αργά μία αδυσώπητη διεργασία εκδυτικισμού και εκμοντερνισμού, προσπαθώντας να προσεγγίσουν την Δύση και να σμίξουν το ακατάλυτο πνεύμα τους με την βιομηχανική ευμάρεια των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, τόσο της Ευρώπης, όσο και της Αμερικής. Το αποτέλεσμα ήταν να εξελιχθούν σε μία βιομηχανοποιημένη παγκόσμια δύναμη, με μία αξιοζήλευτη σύγχρονη pop κουλτούρα, εκφρασμένη μέσα από πλήθος συνισταμένων όπως οι πολεμικές τέχνες, τα κινούμενα σχέδια, η γαστρονομία και η τεχνολογία, μεταξύ άλλων.
Μεταπολεμικά, η μουσική στην Ιαπωνία άρχισε να απομακρύνεται από τα παραδοσιακά της μονοπάτια και να δέχεται ολοένα αυξανόμενη επιρροή από την Ευρώπη και την Αμερική, τόσο στο κλασικό κομμάτι όσο και στο πιο μοντέρνο, με τα αμερικάνικα και τα αγγλικά συγκροτήματα να αποκτούν μεγάλη δημοφιλία. Χαρακτηριστικό είναι το καραόκε, ιαπωνική εφεύρεση και μία από τις κορυφαίες επιλογές των Ιαπώνων για διασκέδαση. Όσον αφορά τον σκληρό ήχο, η Ιαπωνική αγορά, μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, ακολούθησε το διεθνές ρεύμα, όπου το πρώτο «άγιο» συγκρότημα που κατέγραψε την live εμπειρία του εκεί ήταν οι DEEP PURPLE με το (για πολλούς) καλύτερο live άλμπουμ όλων των εποχών, το “Made in Japan” (1972). Αυτή η κυκλοφορία ήταν και ο καταλύτης για να γίνει εντατικότερα η διάχυση του hard rock και του heavy metal στην Ιαπωνία, με πολλούς άλλους να ακολουθούν στο κατόπι των Βρετανών τιτάνων. Είχε προηγηθεί η κυκλοφορία ενός live των UFO το 1971, στην προ-Schenker εποχή, όμως αυτό άγγιζε περισσότερο το space rock και τον ψυχεδελικό χώρο και σίγουρα δεν είχε την επίδραση του “Made in Japan”.
Το 1973, μία παρέα συμμαθητών, οι Hironobu Kageyama (φωνητικά), Hiroyuki Tanaka (μπάσο), Akira Takasaki (κιθάρα), Munetaka (μην γελάτε, σας βλέπω) Higuchi (ντραμς) και Shunji Inoue (πλήκτρα) σχημάτισαν τους LAZY, ένα σχήμα προσανατολισμένο στο hard rock, που όπως (ίσως σωστά) έχετε υποθέσει, πήρε το όνομα του από το ομώνυμο τραγούδι των DEEP PURPLE. Όμως, μετά την εμπλοκή manager και στελεχών της δισκογραφικής τους εταιρείας, ξεκίνησαν το 1977 να κυκλοφορούν pop μουσική ως μία “boy band” της εποχής. Παρά μία σχετική επιτυχία που γνώρισαν, δεν άντεξαν πολύ, καθώς δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελαν να παίξουν. Έτσι διαλύθηκαν ήρεμα και πολιτισμένα το 1981.
Οι Takasaki, Tanaka και Higuchi δεν έχασαν χρόνο και το ίδιο έτος δημιούργησαν μία μπάντα με το εμφατικότατο όνομα LOUDNESS, προσπαθώντας μάλλον να ξορκίσουν το pop ολίσθημα της προηγούμενης καριέρας τους. Ίσως να ήταν και καλύτερα που η φάση τους βγήκε στην αρχή των 80s, μιας και μέχρι τότε συγκροτήματα όπως οι RAINBOW, οι SCORPIONS και οι JUDAS PRIEST είχαν πολλαπλασιάσει το metal ακροατήριο εκεί. Aξίζει να σημειωθούν τα μνημειώδη live albums ηχογραφημένα επί ιαπωνικού εδάφους, το “On Stage” (1977 – το μισό ηχογραφημένο σε Τόκιο και Οσάκα), το “Tokyo tapes” (1978) και το “Unleashed in the East” (1979), αντίστοιχα.
Σύντομα ο Tanaka αποχώρησε και την θέση του πήρε ο Masayoshi Yamashita, ενώ τα φωνητικά ανέλαβε ο γενναίος Minoru Niihara. Και λέω γενναίος, διότι καταλαβαίνετε πόσο μεγάλη πρόκληση αποτελεί για έναν Ιάπωνα τραγουδιστή της εποχής να συναγωνιστεί τους Αγγλοσάξονες ομολόγους του. Μπορεί αυτός να ήταν και ο λόγος που τα πρώτα τρία τους άλμπουμ ήταν στα ιαπωνικά (με κάποιες αγγλικές λέξεις). Μπορεί να ακούγονται περίεργα στο δικό μας αυτί, όμως η μουσική και συνθετική τους δεινότητα καθώς και η παθιασμένη ερμηνεία των στίχων μας αποκαλύπτει ένα θηρίο, σαν αυτά που βλέπαμε αντιμετωπίζουν τα ρομπότ-ήρωες στα anime των 80s. Παρά τον ξένο προς εμάς στίχο, τα “The Birthday Eve” (1981), “Devil Soldier” (1982) και “The Law of Devil’s Land” (1983) περιέχουν ιδέες, στιγμές και ψήγματα μεταλλικού μεγαλείου, που θα τις ζήλευαν καθιερωμένα ονόματα του χώρου σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία. Θα πρόσθετα, δε, ότι πολλοί θα έπρεπε να ζηλεύουν και την κιθαριστική θεότητα Akira Takasaki, ένας παίχτης που έχασε μόνο από το γεγονός ότι ήταν Ιάπωνας. Αν ήταν από τις προαναφερθείσες χώρες, τώρα θα μιλούσαμε για μία τελείως διαφορετική καριέρα και κληρονομιά. Φανταστείτε ένα υβρίδιο Randy Rhoads, Jake E. Lee, George Lynch μπολιασμένο με Wolf Hoffmann και Yngwie Malmsteen. Μάλιστα ήταν και ο πρώτος metal καλλιτέχνης για τον οποίο η διάσημη (πλέον) ιαπωνική εταιρία κατασκευής μουσικών οργάνων ESP δημιούργησε μία custom κιθάρα, την εντυπωσιακή ESP Random Star.
Η καίρια στροφή για τους LOUDNESS ήρθε με το “Disillusion” (1984), το οποίο ήταν και το πρώτο άλμπουμ τους που ηχογραφήθηκε και με αγγλικό στίχο. Πρόκειται για μεγάλη δισκάρα και μπορείτε να το διαπιστώσετε βλέποντας και το μεταγενέστερο μαγνητοσκοπημένο live “Eurobounds” (υπάρχει στο YouTube με τον τίτλο “European Tour 1984”). Ήδη είχαν βγει σε περιοδεία σε Δυτικές ΗΠΑ και Ευρώπη από το 1983 και είχαν μεταβεί στο Λονδίνο για την ηχογράφηση του “Disillusion”, επιδεικνύοντας διαρκώς αυξανόμενη εξωστρέφεια. Και τώρα ήταν η στιγμή να προχωρήσουν παραπέρα.
Οι πολύ δυνατές ζωντανές τους εμφανίσεις προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του δισκογραφικού κολοσσού Atlantic Records. Με την βοήθεια του τότε manager τους, Joe Gerber, που είχε και την συνδιαχείριση των TWISTED SISTER, κατόρθωσαν να υπογράψουν συμβόλαιο με την θυγατρική της Atlantic, την Atco Records, με αποτέλεσμα να γίνουν το πρώτο ιαπωνικό συγκρότημα που υπέγραφε σε αμερικάνικη εταιρεία. Άμεσα, προχώρησαν και σε ανάθεση της παραγωγής στον Max Norman, γνωστό, μέχρι τότε από τις δουλειές του με τον Ozzy Osbourne (“Diary of a madman”, “Speak of the devil” και “Bark at the moon) καθώς και το “Black tiger” των Y &T. Τους είχαν προταθεί και κάποιοι ακόμα παραγωγοί, μεταξύ των οποίων οι Eddie Kramer και George Martin (!). Παρόλα αυτά, η αγάπη του Akira για τον μακαρίτη Randy Rhoads, τον έστειλε κατευθείαν στην αγκαλιά του Norman, μιας και αυτός ήταν είχε συνεργαστεί με τον τεράστιο κιθαρίστα του Ozzy.
Όντας πλέον πανέτοιμοι και ετοιμοπόλεμοι, οι τέσσερεις μεταλλικοί σαμουράι βρέθηκαν στα ιστορικά Sound City Studios του Los Angeles, όπου λίγους μήνες πριν οι DIO είχαν ηχογραφήσει το ντεμπούτο τους, “Holy Diver”, οι RATT το πρώτο τους κανονικό άλμπουμ “Out of the cellar” και οι SAXON το ιστορικό “Crusader”. Οι LOUDNESS είχαν ήδη στην διάθεση τους demo με περίπου 20 κομμάτια. Ο Norman απέρριψε αρκετά, κράτησε μερικά και τους πίεσε να γράψουν κι άλλα 5 με 10 κομμάτια, εκ των οποίων συνολικά ηχογράφησαν 12, με κάποιες αλλαγές που πρότεινε ο παραγωγός. Το χειρότερο του Niihara ήταν η συγγραφή των στίχων, που δέχτηκε την βοήθεια ουκ ολίγων για να μεταφράσει και να αποδώσει τους στίχους που είχε γράψει από τα ιαπωνικά στα αγγλικά.
Οι LOUDNESS είχαν αλλάξει πίστα και πλέον δεν κοιτούσαν πίσω. Αποφάσισαν να ηχογραφήσουν το πέμπτο τους άλμπουμ αποκλειστικά κι εξ ολοκλήρου στα αγγλικά. Και ο τίτλος αυτού δεν θα μπορούσε να είναι πιο εμβληματικός: “Thunder in the East”. H μεταλλική βροντή που θα έπεφτε στην Άπω Ανατολή και θα ακουγόταν σε όλη την οικουμένη. Τα δέκα τραγούδια του αποτελούν δείγμα υψηλής ποιότητας heavy metal που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από οποιοδήποτε άλλο μεγάλο συγκρότημα της εποχής.
Ξεκίνημα με το single “Crazy Nights”, δημιούργημα των Takasaki και Niihara, όπως άλλωστε και όλο το άλμπουμ, πλην του άλλου μεγάλου hit του άλμπουμ, του ασήκωτου “Heavy Chains”, σε στίχους και μουσική του μπασίστα Masayoshi Yamashita. To “Crazy Nights” μάλλον αποτελεί το πιο γνωστό τραγούδι των LOUDNESS, με το ισοπεδωτικό του riff και tempo, που παίχτηκε στο αμερικανικό ραδιόφωνο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τραγούδι τους και γυρίστηκε και σχετικό βιντεοκλίπ. Μετά από το πρώτο και το τρίτο ρεφραίν ακούγεται η κραυγή “M-Z-A”, η οποία δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο, απλά το είχαν από τις ηχογραφήσεις και το κράτησαν! Όσο για το “Heavy chains” ξέρω ότι οι περισσότεροι έχουμε αναγνωρίσει μία ομοιότητα στο κύριο riff με το “Blood of my enemies” των MANOWAR (που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν), ωστόσο οι LOUDNESS το προχωρούν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, χρωματίζοντας το με εισαγωγή μπαλάντας.
Κατά μέτωπο επίθεση είναι όλο το “Thunder in the East”, όχι ιδιαίτερο πολύπλοκο αλλά πλούσιο σε δύναμη και ταχύτητα. Προχωρώντας στον δρόμο που άνοιξε το “Disillusion”, οι Ιάπωνες δεν χαρίζονται αλλά χαρίζουν απλόχερα non-stop heavy metal με τραγούδια όπως τα “Like hell” και “Get away”, παίζοντας και λίγο διαφορετικά στο “Run for your life”, άλλοτε πιο παιχνιδιάρικα στο “We could be together”, εφορμούν ξανά με τα “Νο way out” και “The lines are down” και κλείνουν γλυκά με την μπαλάντα “Never change your mind”. Τι δίσκος!
Η βαριά ιαπωνική εκφορά των αγγλικών από τον Niihara μάλλον προσθέτει παρά αφαιρεί από τα τραγούδια του άλμπουμ, τα οποία ο τραγουδιστής παραδίδει με ιδιαίτερο πάθος, που ενισχύεται από το ασύλληπτο παίξιμο του Takasaki και το μονολιθικό rhythm section των Yamashita/ Higuchi. Κάτι σαν Ιάπωνες ACCEPT, με στοιχεία JUDAS PRIEST, SCORPIONS και Ozzy, φέρνοντας λίγο στο μυαλό shred τύπου Yngwie Malmsteen, καθώς και τις πιο «εμπορικές» στιγμές των DIO.
Για το εξώφυλλο του άλμπουμ ήταν η πρώτη φορά που οι LOUDNESS χρησιμοποίησαν την εικόνα του Ιαπωνικού Ανατέλλοντος Ήλιου, η οποία στη συνέχεια έγινε σήμα κατατεθέν τους, λίγο πολύ σαν την σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου για τους DEF LEPPARD και τους IRON MAIDEN εκείνη την εποχή. Ο Niihara θυμάται πως όταν εμφανίστηκαν πρώτη φορά στην Καλιφόρνια, περπατούσε στο Los Angeles και σε ένα κατάστημα με είδη δώρων πουλούσαν μπλουζάκια με διεθνείς σημαίες, μεταξύ αυτών κι ένα με τον Ανατέλλοντα Ήλιο, σύμβολο της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Το αγόρασε και την επόμενη μέρα το φόρεσε στη σκηνή. Αφού εμφανίστηκε σε φωτογραφίες στον μουσικό τύπο των επόμενων ημερών έτσι, αποφάσισε ότι ταίριαζε να το χρησιμοποιήσουν και εικαστικά τόσο στο εξώφυλλο του επερχόμενου άλμπουμ, όσο και στο σετ τους επί σκηνής.
Μετά την επιτυχημένη πρώτη τους κυκλοφορία στις ΗΠΑ, όπου το “Thunder in the east” έγινε και το πρώτο άλμπουμ ιαπωνικού συγκροτήματος που μπήκε στα αμερικανικά charts (συγκεκριμένα έφτασε μέχρι το νο. 74 και παρέμεινε στα πρώτα 100 για 23 εβδομάδες), ακολούθησε περιοδεία στις ΗΠΑ όπου άνοιγαν για τα ταχέως ανερχόμενα αλητόπαιδα από το Los Angeles, τους Mötley Crüe, έχοντας έτσι και μία ακόμα πρωτιά μεταξύ των ασιατικών συγκροτημάτων, να παίξουν σε αρένες όπως το Madison Square Garden της Νέας Υόρκης. Η αλήθεια, επίσης, είναι πως οι Mötley Crüe δυσκολεύτηκαν αρκετά να ακολουθήσουν τους LOUDNESS επί σκηνής, που έκλεβαν την παράσταση σχεδόν κάθε βράδυ, κάτι που δεν βοήθησε ιδιαίτερα και στις μεταξύ τους σχέσεις!
Μπορούμε πλέον με ασφάλεια να πούμε πως οι LOUDNESS δεν ήταν μόνο πρωτοπόροι για τα ιαπωνικά δεδομένα αλλά και για όλη την ασιατική ήπειρο. Εξαιτίας τους, η σύνδεση της Ιαπωνίας και των συγκροτημάτων της με το heavy metal του έξω κόσμου έγινε στέρεη και πλέον οι δισκογραφικές κοιτούσαν διακριτικά και προς τα εκεί για συγκροτήματα εκτός από αγοραστική δύναμη (που ήταν ήδη σημαντική). Η πετυχημένη ιστορία των Ιαπώνων καμικάζι του heavy metal θα συνεχιζόταν και για το υπόλοιπο των 80s, όμως αυτό που τους σημάδεψε για πάντα ήταν το “Thunder in the East”. Και αξίζει να το τιμήσετε και να το ξανακούσετε στα 40α του γενέθλια σήμερα!
ΥΓ: Αυτή είναι μία αφιέρωση που δεν ήθελα με κανένα τρόπο να κάνω, αλλά έτσι είναι τα δυσάρεστα νέα, έρχονται ξαφνικά και απρόσμενα. Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το άρθρο – όπως και το επόμενο που τον αφορά άμεσα – σε έναν προσωπικό κιθαριστικό μου ήρωα που έφυγε μόλις χτες από την ζωή, νικημένος από την επάρατη νόσο. Τον πολυαγαπημένο μου θεό της κιθάρας John Sykes. Θα παραμείνει για πάντα ο κιθαρίστας που έβαζα από το γυμνάσιο κιόλας στην προσωπική μου τριάδα και στο ιδανικό μου συγκρότημα της δεκαετίας του ’80. Οι μελωδίες σου και οι στιγμές που μας συντρόφευσες μεσώ αυτών δεν θα πεθάνουν ποτέ. Αιωνία η μνήμη.
Κώστας Τσιρανίδης