A Day To Remember… 12/09 [ANNIHILATOR]

0
177

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Never, neverland” – ANNIHILATOR
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1990
ETAIΡΕΙΑ: Roadrunner Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Glen Robinson, Jeff Waters
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Jeff Waters – Kιθάρες, μπάσο
Coburn Pharr – Φωνητικά
Wayne Darley – Μπάσο
Ray Hartmann – Τύμπανα

Είμαστε στα μέσα προς τέλη του σωτήριου έτους 1989 και οι Καναδοί ANNIHILATOR με το ντεμπούτο τους “Alice in hell”, ήδη λογίζονται ως το νέο μεγάλο συγκρότημα που θα αφήσει εποχή, όπως και η μπάντα που θα πάει το thrash στο επόμενο επίπεδο με την απαράμιλλη αισθητική της. Το συγκρότημα θα καταφέρει να αποκτήσει θέση σε Ευρωπαϊκή περιοδεία ως support των Άγγλων ONSLAUGHT (οι οποίοι είχαν κυκλοφορήσει το αριστούργημα “In search of sanity”). Οι ANNIHILATOR στην κυριολεξία υποσκέλιζαν καθημερινά τους headliners, σε σημείο σύμφωνα με μαρτυρίες το κοινό να φεύγει μετά από το δικό τους σετ και να μην παρακολουθεί καν τους ONSLAUGHT. Οι Άγγλοι headliners όμως ποτέ δεν κάνανε κάποιο θέμα μ’ αυτό ούτε και έκαναν τους ANNIHILATOR να νιώσουν άσχημα, αντίθετα σε πνεύμα ευγενούς άμιλλας, ήταν ακόμα πιο εντάξει απέναντι τους όσο περνούσε ο καιρός, με τον ίδιο τον Jeff Waters από τότε να υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά των ONSLAUGHT αποτέλεσε αιώνιο παράδειγμα στο πώς να φέρεται στις μπάντες που ανοίγουν για τους ANNIHILATOR.

Στη συνέχεια κι αφού οι Ευρωπαίοι οπαδοί προσκύνησαν όπως το άξιζε η μπάντα, ήταν σειρά της Αμερικής για να γευτεί την Καναδική επίθεση και υπεροχή τους, καθώς έγιναν η support μπάντα των TESTAMENT στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η περιοδεία πήγε και εκεί πάρα πολύ καλά και κάπου στη μέση της, παρουσιάστηκε μια ευκαιρία ζωής για τον Jeff Waters, με την ιστορία να είναι ήδη πάρα πολύ γνωστή. Ο ίδιος ο Waters το εξηγούσε πάντα πιο όμορφα: «Βρισκόμουν μια μέρα με τον Chuck Billy (τραγουδιστής των TESTAMENT για όσους δεν κατοικούν σ’ αυτόν τον πλανήτη) και ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο μου. Στην άλλη άκρη ήταν ο Dave Mustaine, ο οποίος μου ανέφερε ότι ήθελε δεύτερο κιθαρίστα για τους MEGADETH και μου ζήτησε να πάω για οντισιόν, αλλά έπρεπε να αρνηθώ γιατί ήθελα πραγματικά να συγκεντρωθώ στους ANNIHILATOR (ΘΑ ΑΚΟΥΓΑΜΕ “RUST IN PEACE ΜΕ ΣΕΝΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΡΝΗΘΗΚΕΣ!). Από τη μια ήμουν συνεχώς με τον αγαπημένο μου Chuck Billy ή τζάμαρα με τον Alex Skolnick (κιθαρίστας των TESTAMENT για τους άνωθεν εξωγήινους) και από την άλλη λαμβάνω ένα τηλεφώνημα να γίνω μέλος των MEGADETH. Πιστέψτε με ήταν πολύ τιμητικό και άκρως μεγάλο σαν σκέψη για ένα παιδί από την Ottawa».

Αφού αρνήθηκε αυτή την πρόταση, ο Waters είδε τον Randy Rampage στα φωνητικά να μη μπορεί να συνεχίσει με το συγκρότημα, καθώς του προτάθηκε σταθερή δουλειά με πολύ καλό μισθό και δεν μπορούσε να την απορρίψει. Με το σκεπτικό ότι «αφού δε μπορεί να ολοκληρώσει μια απλή περιοδεία με τους TESTAMENT, πρέπει να βρω τραγουδιστή», ο Waters στράφηκε στη λύση του πρώην τραγουδιστή των ΟΜΕΝ, Coburn Pharr. O Pharr κουβαλούσε μαζί του κάποια προσωπικά θεματάκια, αλλά για να κάνει τη δουλειά στο δεύτερο άλμπουμ των ANNIHILATOR ήταν ιδανικός. Το Φεβρουάριο του 1990 λοιπόν στα Vancouver Studios στον Καναδά, ξεκινάει η διαδικασία ηχογράφησης του “Never, neverland” όπως τιτλοφορήθηκε το νέο άλμπουμ. Δίπλα στον Waters, στη θέση του παραγωγού ήταν ο Glen Robinson, πράγμα για το οποίο σήμερα ο Waters μετανιώνει εξηγώντας: «Δεν ήταν ο ήχος που ονειρευόμουν να έχω σ’ αυτό το άλμπουμ κι αυτό εξηγείται καθώς ήταν το μόνο που δεν έκανα την παραγωγή μόνος μου. Η Roadrunner ήθελε να ρίξει περισσότερα λεφτά σ’ αυτό και να φέρει έναν πιο έμπειρο παραγωγό, ο Glen ήταν ένας υπέροχος τύπος και σίγουρα υπάρχει καλή παραγωγή, ωστόσο όχι όπως την ήθελα πραγματικά, ειδικά ο κιθαριστικός ήχος είναι άθλιος και πολύ αδέξιος, αν το είχα κάνει μόνος θα ήταν διαφορετικός».

Σε σχέση λοιπόν με το “Alice in hell” που ήταν ένας δίσκος χαμηλού προϋπολογισμού, και μάλιστα με το μεγαλύτερο μέρος αυτού καλυμμένο από την ίδια την Καναδική κυβέρνηση (πόσο μακριά από τη λογική φαίνονται αυτά που διαβάζετε 30 χρόνια πριν κι όμως μακριά από το Ελλαδιστάν υπήρχε κι ακόμα υπάρχει πολιτισμός), το “Never, neverland” ήταν ένα «μεγάλο» οικονομικά άλμπουμ με τις ευλογίες και της ίδιας της Roadrunner που θέλησε να «σπρώξει» τους ANNIHILATOR εκμεταλλευόμενη τη δημοτικότητά τους και την προοπτική που είχαν σαν συγκρότημα. Το “Never, neverland”, σε σχέση με τον προκάτοχο του, είχε μεν πάλι αυτή την υψηλή απόδοση και προσωπική αισθητική του ήχου των ANNIHILATOR, ωστόσο παρά το κεκαλυμμένο thrash προσωπείο, ήταν ένα ξεκάθαρα πιο μελωδικό σε προσέγγιση άλμπουμ, χωρίς ωστόσο να αλλοιώνει τα στοιχεία που έκαναν το συγκρότημα γνωστό και αγαπητό άμεσα. 10 κομμάτια το ένα καλύτερο από το άλλο, έκαναν το δίσκο να είναι μια από τις πλέον κορυφαίες κυκλοφορίες όχι απλά του 1990 ή του συγκροτήματος (για τον Waters ΤΟ απόλυτο άλμπουμ της μπάντας και το μόνο που αξίζει να παιχτεί ολόκληρο όπως λέει) αλλά και όλων των εποχών στην ιστορία του μεταλλικού ήχου. Από την έναρξη ο ακροατής βρίσκεται αντιμέτωπος με απίστευτο πλούτο έμπνευσης.

Ξεκίνημα με το “The fun palace” και την πανέμορφη αρχή που εξελίσσεται σε ένα δαιδαλώδες κομμάτι. Είναι φανερό εξ αρχής ότι ο Waters δεν μένει στην επιτυχία του “Alice in hell”, αλλά πάει ένα βήμα παραπέρα και φροντίζει να αποστομώσει τους πάντες που μίλησαν για συγκρότημα-πυροτέχνημα. Riffs, leads, αλλαγές για Όσκαρ και ο Coburn Pharr πιο «τραγουδιστής» με την πλήρη έννοια του όρου από τον Randy Rampage. Σίγουρα πιο μελωδικός και λιγότερο επιθετικός, ωστόσο πατάει καλύτερα πάνω στα τραγούδια, τα οποία κακά τα ψέματα δε θα ταίριαζαν καθόλου στον Rampage, ως δηλωμένος πάνκης εξάλλου, μπόρεσε να αποδώσει το πρώιμο επιθετικότερο υλικό πιο σωστά με τη σειρά του. Το κομμάτι μιλάει για το ψυχικό ταξίδι ενός τύπου που έχει διαπράξει ένα ειδεχθές έγκλημα και δεν τον έχουν πιάσει. Μέσα στα χρόνια, οι εφιάλτες της ενοχής γίνονται τόσο έντονοι που για να λυτρωθεί, ο δολοφόνος αναγκάζεται να ομολογήσει. Το αιχμηρό “Road to ruin” με ένα από τα καλύτερα break riff στην ιστορία του συγκροτήματος αναφέρεται στους θανάτους που προκαλούνται από υψηλή ταχύτητα και απροσεξία κατά την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ με τον Waters να το αναφέρει σαν να συναντάει το “Detroit rock city” των KISS το “Highway star” των DEEP PURPLE.


To σχεδόν προοδευτικό “Sixes and sevens” (ίσως το πιο «δεν παίζονται αυτά» κομμάτι τους) προέρχεται από την Αγγλική έκφραση “At sixes and sevens” που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει “At a point of disorder and confusion” και αναφέρετε σε μια περίοδο της ζωής του Waters που όλα ήταν μπερδεμένα και το να τα παρατήσει έμοιαζε η εύκολη λύση. Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι όλα δουλεύουν υπέρ σου στο τέλος αν πραγματικά το θες. Το βίντεο που γυρίστηκε για το δίσκο ήταν το “Stonewall”, το οποίο είναι ξεκάθαρα προβληματισμός για την περιβαλλοντική μόλυνση και προέρχεται από μια αποτρόπαιη εικόνα που είδε ο Waters σε ένα ποτάμι λίγο αφού μετακόμισε στο Vancouver. Όπως δήλωνε, δε θα συμμετείχε σε διαμαρτυρίες με πλακάτ στους δρόμους ή θα γινόταν μέλος της Greenpeace, αλλά ήταν ο τρόπος του να προσφέρει στον κόσμο τροφή για σκέψη. Το κομμάτι εννοείται είναι από τα πλέον αγαπημένα των οπαδών μέχρι σήμερα. Το ομότιτλο κομμάτι είναι μια αληθινή ιστορία όπως η αντίστοιχη του “Alison hell”. Πραγματεύεται ένα νεαρό κορίτσι το οποίο «τόλμησε» κάποτε να κοιτάξει ένα αγόρι και η γιαγιά της την κλείδωσε μέσα στο δωμάτιο της για μισή δεκαετία όπως υπολογίζεται, με σκοπό να την προστατεύσει από «το κακό και τους πειρασμούς» γύρω της.

Το κομμάτι έχει αίσιο τέλος καθώς η αστυνομία μπουκάρει στο σπίτι και σώζει το κορίτσι το οποίο βρήκε το δρόμο του για τη ζωή ενώ η γιαγιά βρήκε το δρόμο για το τρελάδικο. Όπως εύστοχα τονίζει ο Waters, η Clare στην οποία αναφέρεται το κορίτσι στο τραγούδι, είναι η κούκλα της που της κρατούσε συντροφιά όλη αυτή την περίοδο! To αγαπημένο κομμάτι του Waters από το δίσκο ήταν και παραμένει το “Imperiled eyes” και αφού ξεπερνάει κάποιος την αρχή (τι ανεβοκατέβασμα είναι αυτό πάνω στο τάστο θεέ μου!), έρχεται αντιμέτωπος με μια ιστορία όπου ο πρωταγωνιστής ζει με την αγωνία ότι μια μέρα θα δολοφονηθεί! Στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για τον ίδιο τον Waters και αρκετά συχνούς εφιάλτες που είχε πάνω στο θέμα (Άγιο είχες που δε σε δολοφόνησε ο Rampage το ’99 να σου βγει αληθινό και ξινό μαζί το όνειρο, είσαι κι εσύ μεγάλο στραβόξυλο αδερφάκι μου)! Το “Kraf dinner” μοιάζει με στιχουργική «πέτσα», πως αλλιώς να πάρει κανείς σοβαρά το «απόλυτο» γεύμα (;) το οποίο συνδυάζει μακαρόνι με τυρί (μα “macaroni maniac” ρε αθεόφοβε; Σ.σ. αφού συνεχίζει με “a cheddar cheese heart attack”, το δένει φούστα-μπλούζα!!!) και ήταν απίστευτα συμφέρουσα λύση, χάρη στην οποία ο Waters μπορούσε να πληρώνει το στούντιο για τις πρόβες και να έχει τσιγάρα καθημερινά; Τι παιδί!

To “Phantasmagoria” προερχόμενο από το ομότιτλο demo του ’86 (όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των κομματιών τα οποία ο Waters πίστευε ότι δεν έπρεπε να μείνουν ανεκμετάλλευτα από την περίοδο ’85-’86) αναλύει μια μέθοδο ψυχολογικής διαταραχής, όπου το «θύμα» έχει οράματα φαντασμάτων στο κεφάλι του. Παραμένει βασικός πυλώνας των εμφανίσεων τους, ενώ στην προτελευταία εμφάνιση τους φόρεσαν και μάσκες παίζοντας το, σατιρίζοντας την κατάσταση λέγοντας «θέλαμε να νιώσουμε λίγο όπως οι SLIPKNOT». Το “Reduced to ash” είναι μια ξεκάθαρη οπτική του τι θα συμβεί σε περίπτωση θερμοπυρηνικής έκρηξης και καταστροφής στον πλανήτη, ενώ το τελειωτικό “I am in command” μιλάει για τους τηλε-ευαγγελιστές της εποχής που εκμεταλλεύονται ευπαθείς και φτωχές ομάδες «πουλώντας» πίστη και ασφάλεια. Στο κομμάτι αφήγηση κάνει ένα «θύμα» που μόλις έχει ελευθερωθεί από την επιρροή τους. Τα παλιά αυτά κομμάτια δεν εμπόδισαν τον δίσκο γρήγορα να ξεπεράσει σε πωλήσεις το ήδη υπερ-επιτυχημένο “Alice in hell” και να προσφέρει headline θέση στους ANNIHILATOR σε επικείμενες περιοδείες (πέρασαν για πρώτη φορά κι από την Ελλάδα και μάλιστα παίξανε αρκετά κομμάτια 2 φορές, μην έχοντας υλικό και με τον κόσμο να μην τους αφήνει να φύγουν, ο Waters ακόμα και τώρα το θυμάται σαν χθες και λατρεύει την Ελλάδα εξ αιτίας αυτού).

Μετά τις headline εμφανίσεις τους, μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη ήταν ο Glen Tipton (μεγαλεία), ο οποίος πρότεινε στον Waters την support θέση στην επικείμενη περιοδεία. Ο Waters που στην αρχή δεν πίστευε στ’ αυτιά του, αρκέστηκε να ρωτήσει «O Glen Tipton; Των JUDAS PRIEST;», και με ένα παιδικό του όνειρο να γίνεται πραγματικότητα (η αγαπημένη του μπάντα μετά τους AC/DC)! Έτσι οι ANNIHILATOR πήραν τη θέση στη μέση της περιοδείας των JUDAS PRIEST για το “Painkiller” (μετάνοιες) με τη μπάντα που θα άνοιγε να είναι οι τότε άγνωστοι και φερέλπιδες PANTERA. O Waters αναφέρει ότι κανείς δεν τους ήξερε και ότι σε αρκετές περιπτώσεις τρώγανε γιούχα από τον κόσμο (που ίσχυε στις αρχές), αναφέρει όμως τη μισή αλήθεια και όχι ότι από ένα σημείο και μετά, οι PANTERA «έσβηναν» τους ANNIHILATOR όπως έκαναν οι ίδιοι ένα χρόνο πριν τους ONSLAUGHT, με αποτέλεσμα πολλάκις αρκετοί οπαδοί όχι απλά να μη βλέπουν τους ANNIHILATOR μετά τους PANTERA αλλά ούτε καν τους ίδιους τους JUDAS PRIEST! Μη σου τύχει που λένε. Παρ’ όλα αυτά, η περιοδεία ήταν μια απόλυτη επιτυχία για το συγκρότημα και τους εδραίωσε στις συνειδήσεις του κόσμου με το μέλλον να δείχνει υπέρλαμπρο.

Μετά το πέρας της περιοδείας, η κατάσταση με τον Coburn Pharr έφτασε στο απροχώρητο σε τέτοιο βαθμό που ο Waters δήλωνε «φτάσαμε στο σημείο να μη θέλουμε καν να ξαναδούμε αυτόν τον τύπο». Σίγουρα ο ίδιος ο Jeff ονειρευόταν αλλιώς το δίσκο ηχητικά, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα, παρότι όχι των δικών του προσδοκιών σε θέμα παραγωγής και ήχου, έκανε το συγκρότημα του ακόμα πιο γνωστό και παρέδωσε ένα δίσκο που πολλοί θεώρησαν ισάξιο του “Alice in hell” και άλλοι θεώρησαν ακόμα ανώτερο! Αυτό από μόνο του λέει πολλά, καθώς οι thrashers της εποχής (thrashers με @@ και όχι @@ thrashers) το αποδέχτηκαν άμεσα και έτσι οι ANNIHILATOR και ο ίδιος ο Jeff βρέθηκαν και πάλι στον αφρό και στην κορυφή της δημοτικότητας τους. Ο ίδιος δικαιώθηκε που δεν διάλεξε την σίγουρη λύση των MEGADETH και έδειχνε ότι για το συγκρότημα του τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Δυστυχώς η αλλαγή πλεύσης 2 χρόνια μετά στο “Set the world on fire” και ο άκρως μελωδικότερος ήχος με έναν… ιδιαίτερο τραγουδιστή, ήταν τροχοπέδη στην πορεία τους και η τελευταία φορά που η μπάντα ήταν συγκρότημα και όχι ο ίδιος ο Jeff μόνος του και οι υπόλοιποι να ακολουθούν. Αλλά αυτή την ιστορία θα τη γράψουμε σε 2 χρόνια. Μέχρι τότε…

GET BACK, BACK, JUST LEAVE US ALL ALONE
TAKE THAT AND THAT! I’LL BREAK YOUR EVERY BONE!

Άγγελος Κατσούρας