QUEENSRYCHE / MEDEN AGAN, @Fuzz Club, 16/11/2019

0
143

Μία μορφή ευλογίας είναι να φεύγεις από μία συναυλία τόσο γεμάτος, που με δυσκολία να βρίσκεις λόγια να την περιγράψεις. Η βραδιά που μας χάρισαν οι QUEENSRYCHE είναι από αυτές που απλά δεν ξεχνάς. Τέλος. Πριν την εμφάνιση όμως των Αμερικανών, οι MEDEN AGAN ήταν αυτοί που ανέλαβαν το δύσκολο έργο να προθερμάνουν το κοινό, που με μία συνεχομένη και σταθερή ροή γέμιζε το Fuzz.


Ακριβώς στην ώρα που είχαν ανακοινώσει οι διοργανωτές, οι MEDEN AGAN έκαναν την εμφάνιση τους στη σκηνή παρουσιάζοντας τραγούδια κυρίως από το τελευταίο τους άλμπουμ το “Catharsis”, αλλά και από προηγούμενες τους δουλειές. Ανεξάρτητα από το αν αρέσει σε κάποιον ή όχι η μουσική των MEDEN AGAN, αυτό που πρέπει να παραδεχθούμε είναι πως αυτό που παρουσιάζουν στις ζωντανές εμφανίσεις τους είναι κάτι παραπάνω από τίμιο. Και στα σαράντα πέντε λεπτά που διήρκησε το show τους, οι MEDEN AGAN έδειξαν πως δεν είναι απλά ακόμα μία κονσέρβα female fronted metal μπάντα που παίζει συμφωνικό europower, αλλά ένα συγκρότημα που διαθέτει άψογη τεχνική, μία πάρα πολύ καλή τραγουδίστρια και τραγούδια με δική τους έμπνευση, χωρίς να κοπιάρουν ξεδιάντροπα άλλες μπάντες του είδους.


Με μοναδική εξαίρεση την λίγο πιο δυνατή κιθάρα, η εμφάνιση των MEDEN AGAN συνοδεύτηκε μ’ έναν γενικά καλό ήχο και το συγκρότημα κέρδισε το χειροκρότημα του κόσμου που συγκεντρώθηκε από νωρίς για να τους παρακολουθήσει. Κλείνοντας, το συγκρότημα ευχαρίστησε το κοινό και η μεγάλη ώρα για τους headliners της βραδιάς έφτασε..
Δημήτρης Μπούκης


Το ρολόι έχει δείξει 10 και κάτι ψιλά, όταν οι QUEENSRYCHE όρμηξαν στη σκηνή με το “Blood of the levant” από τη νέα, καταπληκτική κυκλοφορία τους “The verdict”. Η αντίδραση των περίπου 900 ατόμων (ντροπή) ήταν κάπως χλιαρή κι εγώ περίμενα πως και πως να δω σε τι κατάσταση βρίσκεται ένα από τα πιο αγαπημένα μου συγκροτήματα. Είχα δει βέβαια παλιότερα κάποια videos με τον LaTorre στο μικρόφωνο και μου είχε κάνει εντύπωση η χαρακτηριστική άνεση με την οποία έβγαζε πολλά και δύσκολα τραγούδια των RYCHE του μακρινού παρελθόντος. Αλλά με τίποτα δεν περίμενα αυτό που θα συνέβαινε για τα επόμενα 90 λεπτά.


Οι QUEENSRYCHE τολμώ να πω ότι περνούν μια δεύτερη νιότη. Τι κι αν από την αυθεντική σύνθεση πλέον έχουν απομείνει μόνο οι Wilton και Jackson; Επί σκηνής δείχνουν ένα ομοιογενές σύνολο μουσικών στο οποίο κυριαρχεί η υγεία. Είναι ένα χάρμα οφθαλμών και ώτων και τολμώ να πω ότι την καταλυτική διαφορά την κάνει αυτός ο μικρόσωμος θαυματοποιός ονόματι Todd LaTorre. Ένας ολοκληρωμένος μουσικός με μια κρυστάλλινη, διαυγέστατη φωνή, η οποία χωρίς ιδιαίτερο κόπο για εκείνον, σε στέλνει αδιάβαστο.


Και ναι μεν στα αγαπημένα “I am I’ και “NM 156” περνούσαμε ωραία, αλλά μόλις μπήκε η θεϊκή τσιρίδα του “Queen of the reich”, είχε πραγματική πλάκα να παρατηρείς τους τριγύρω σου να ανοίγουν το στόμα διάπλατα από το σοκ και ταυτόχρονα να ανατριχιάζουν. Ρωτήστε τον Μπούκη να σας πει. Μέχρι και πριν από αυτό το τραγούδι, απλά απολάμβανα το ποτό μου, όμως για το υπόλοιπο της βραδιάς απλά βυθίστηκα στη μουσική τους και δεν έδινα καμία σημασία για το τι συνέβαινε γύρω μου.


Δεν είναι δυνατό να μη σου αρέσει μια συναυλία, η οποία περιείχε όλη τη μουσική ουσία των QUEENSRYCHE. Είτε μιλάμε για πρόσφατα, εξαιρετικά δείγματα σύνθεσης, όπως τα “Condition human” ή “Light years”, είτε για κλασικά έπη, τα οποία σου έδιναν την αίσθηση ότι είχες βάλει κάποιο CD για να ακούσεις. Από που να ξεκινήσω; Από τα “Walk in the shadows” και “Screaming in digital” από το μακράν καλύτερο album τους “Rage for order” στις απόλυτες ανατριχίλες των “The mission” και “Take hold of the flame”; Από το τρίπτυχο του “Empire” με τα “Silent lucidity”, το ομώνυμο τραγούδι και “Jet city woman” στο αποθεωτικό encore του “Eyes of a stranger/Anarchy X”;


Πραγματικά τα λόγια δε μπορούν να περιγράψουν τα όσα βιώσαμε στο Fuzz στις 16 Νοέμβρη. Μια once in a lifetime εμπειρία, που θα έχουμε να τη διηγούμαστε για πολλά χρόνια. Τα μπόλικα χαμόγελα από όλους τους παρευρισκόμενους μετά το τέλος της συναυλίας και τα βουρκωμένα μάτια τους αποτελούν την καλύτερη πιστοποίηση.

Γιώργος Κόης
Φωτογραφίες: Πέτρος Καραλής