A Day To Remember… 17/08 [CANNIBAL CORPSE]

0
315

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Eaten back to life” – CANNIBAL CORPSE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1990
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Metal Blade
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Scott Burns
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Chris Barnes – φωνητικά
Jack Owen – κιθάρα
Bob Rusay – κιθάρα
Alex Webster – μπάσο
Paul Mazurkiewicz – τύμπανα

To death metal σκέπαζε απειλητικά με την επιρροή του όλο τον πλανήτη στα τέλη των ‘80s/αρχές των ‘90s. Πλέον όλοι όσοι σταμάτησαν  να αναρωτιούνται περί τίνος πρόκειται και το ανακάλυψαν –με βίαιο είναι η αλήθεια τρόπο-, θέλησαν να εκφραστούν ακριβώς έτσι, διεκδικώντας τη δική τους θέση στην ιστορία. Η συγκεκριμένη ιστορία ξεκινάει από το Buffalo της Νέας Υόρκης, όπου το Δεκέμβριο του 1988 σχηματίζονται οι CANNIBAL CORPSE. Το συγκρότημα προέκυψε από την ένωση μελών τοπικών death metal συγκροτημάτων της εποχής. Συγκεκριμένα οι Alex Webster (μπάσο) και Jack Owen (κιθάρα) έπαιζαν μαζί στους BEYOND DEATH, ενώ οι Chris Barnes (φωνητικά), Paul Mazurkiewicz (τύμπανα) και Bob Rusay (κιθάρα) ήταν μαζί στους TIRANT SIN, με τον Barnes να έχει περάσει κι από τις τάξεις των LEVIATHAN. Το συγκρότημα έπαιξε την πρώτη του συναυλία στο River Rock Cafe του Buffalo το Μάϊο του 1989, αφού πρώτα είχαν ηχογραφήσει το demo “Cannibal corpse”, στο οποίο είχαν έναν ξεκάθαρα thrash ήχο σε σχέση με το τι ακολούθησε. Δεν ήταν κρυφό ότι οι κύριες επιρροές τους ήταν οι SLAYER (έκπληξη, δεν μας είχαν συνηθίσει οι κάφροι σε κάτι τέτοιο) αλλά και οι Ευρωπαίοι KREATOR, ενώ δεν είχε περάσει απαρατήρητη και η  λαίλαπα των MORBID ANGEL και DEICIDE.

Ένα χρόνο μετά την προαναφερθείσα συναυλία, οι CANNIBAL CORPSE υπέγραψαν στην Metal Blade, από την οποία μάλιστα δεν έφυγαν ποτέ μέχρι σήμερα, δεσμός ζωής που διαρκεί 30 χρόνια, όπως και το ντεμπούτο που προέκυψε από τη λύσσα της εποχής. Η συμφωνία λέγεται ότι προήλθε από τον μάνατζερ του δισκοπωλείου στο οποίο δούλευε ο Barnes, ο οποίος κρυφά το έστειλε στη Metal Blade. Στις 17 Αυγούστου του 1990, οι CANNIBAL CORPSE άμεσα μπήκαν στην ελίτ του death metal και θεωρούνται ακόμα και σήμερα μέλος του περιβόητου “Big 6” του είδους στην Αμερική (το τονίζουμε), μαζί με τους DEATH, OBITUARY, MORBID ANGEL, DEICIDE και AUTOPSY, καθώς όλοι οι παραπάνω θεωρείται ότι ήταν αυτοί που φύτεψαν τη σπορά και ήταν αυτοί που αποτέλεσαν τις μεγαλύτερες επιρροές για όλους στο να ξεκινήσουν την ενασχόληση τους με την πιο βίαια πτυχή της μουσικής μας. Ο στόχος των CANNIBAL CORPSE ήταν απλός και λιτός: Να γίνουν η πιο βίαια μπάντα στον πλανήτη. Το κατάφεραν τελικά; Κατά πολύ μεγάλο ποσοστό ναι, ωστόσο όχι άμεσα, καθώς το “Eaten back to life” παρά τη δεδομένη λύσσα του, είχε αυτό το thrash συναίσθημα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όλους τους προαναφερθέντες. Φυσικά η thrash λύσσα τους, έφερε και φανατικούς οπαδούς.

Αυτό που άμεσα πρόσεχε κάποιος ήταν φυσικά τα απόκοσμα φωνητικά του Barnes, ο τύπος έμοιαζε να έχει καταπιεί γυαλόχαρτο και να τρίβει τις φωνητικές του χορδές πάνω σ’ αυτό. Παρόλα αυτά έχει μια πεντακάθαρη και πωρωτική άρθρωση στο δίσκο, η οποία έλειψε από πολλούς οπαδούς στα επόμενα δυο gore έπη “Butchered at birth” και “Tomb of the mutilated”. Οι στίχοι του ξεκάθαρα επηρεασμένοι από ταινίες τρόμου, μιλούσαν για ζόμπι, φόνους και γενικά υποθετικές gore/horror ιστορίες, οι οποίες –καθότι ηθελημένα βλαμμένοι οι κάφροι της εποχής- αποτέλεσαν έναν ακόμα τομέα όπου η μπάντα πρωτοστάτησε και μάλιστα είχε και φανατική στρατιά οπαδών γι’ αυτό και μόνο το λόγο. Στις κιθάρες οι Owen/Rusay έπαιζαν πραγματικά κέρατα για την εποχή, ναι μεν ήταν ακραίο όλο αυτό, αλλά οι τύποι φτιάχνανε δαιδαλώδεις δομές, παρά τη δεδομένα μικρή διάρκεια των περισσότερων κομματιών. Διάρκειες που ποικίλουν από κάτω των 2 λεπτών όπως στο εκπληκτικό “Put them to death” (αυτό το “FUUUUUUUUCK YOUUUUUUUUUUUUU” του Barnes τι κρυπτικός τρόμος Παναγία μου) ή του “Bloody chunks” και ξεπερνούν και τα 5 λεπτά στο εναρκτήριο “Shredded humans” (που θέτει όλο τον τόνο του δίσκου) και του τελειωτικού “Buried in the backyard”. Όλα καλά ως εδώ, αλλά η μεγάλη τους δύναμη ήταν άλλη.


Φυσικά γίνεται λόγος για το απίστευτο rhythm section (και μοναδικά εναπομείναντα μέλη της μπάντας από την αρχή) των Webster/Mazurkiewicz. Ο Alex Webster δεν θεωρείται άδικα ως ο κορυφαίος μπασίστας όλων των εποχών στο είδος (δεν βάζουμε μέσα τον Steve DiGiorgio λόγω του ότι ήταν πιο all around), παίζει θέματα που αρκετοί δε θα σκεφτόντουσαν ποτέ, και σιγοντάρεται από το στακάτο παίξιμο του Mazurkiewicz, λες και ο ένας ακολουθεί τον άλλο κατά πόδας στο ποιος θα έχει την πιο καινοτομική και άρρωστη ιδέα. Ο συνδυασμός της κλάσης του καθενός έφερε και απίστευτες συναυλίες, όπου οι Καννίβαλοι του μεταλλικού ήχου έπαιρναν αμπάριζα το κοινό και δεν ήταν λίγοι αυτοί που τους θεωρούσαν ότι πιο σχιζοφρενές και ακραίο υπήρχε. Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο στεκόντουσαν –κι ακόμα στέκονται στη σκηνή-, αυτό το «βίδωμα στο πάτωμα και ξεβίδωμα στο σβέρκο» μοτίβο όπου δεν κουνιόντουσαν ούτε στο ένα επί ένα πάνω στη σκηνή αλλά τα κεφάλια τους παίρνανε φωτιά από το κοπάνημα, ήταν και παραμένει αξιοζήλευτο. Φαντάσου το επί χιλιάδες συναυλίες στην ίδια ένταση και έχεις μια ιδέα πως μερικοί απορούν πως είναι ακόμα ζωντανοί! Κι αν και κανείς δεν υστερούσε, οι «διόσκουροι» κολλητοί Barnes/Rusay χτυπιόντουσαν χωρίς αύριο, δείχνοντας πραγματικά επικίνδυνοι το λιγότερο.

Ο δίσκος που είχε και τα πέντε κομμάτια από το demo του ’89, εμφανώς αλλαγμένα με τσίτες αδρεναλίνης μπολιασμένες σε καθαρό death metal ύφος παρά το thrash υπόβαθρο, πρόσφερε αθάνατες κομματάρες όπως τα “Edible autopsy”, “Mangled”, “Scattered remains, splattered brains” (ποίηση) και φυσικά το κλασικό έπος του δίσκου “A skull full of maggots”, το οποίο μέχρι και σήμερα αποτελεί αναπόσπαστο μέλος του συναυλιακού τους σετ. Ένα τραγούδι όπου είναι ευδιάκριτη η γκαρίλα του Glen Benton των DEICIDE στα δεύτερα φωνητικά, στο οποίο συμμετέχει και ο Francis H. Howard των Βραζιλιάνων INCUBUS (και νυν OPPROBRIUM). Μέσα σε κάτι περισσότερο από μόλις 36 λεπτά, οι CANNIBAL CORPSE έβαζαν το πρώτο λιθαράκι της ένδοξης καριέρας τους, η οποία στηρίχτηκε πολύ στη δύναμη του ντεμπούτου τους, το οποίο ακούγεται πλέον κάπως παράταιρο σε σχέση με το πόσο εξελίχθηκαν μετά, όπου εξαφανίστηκε πλήρως η thrash-ίλα και τη θέση της πήρε η απόλυτη αρρώστια. Είμαι βέβαιος ότι ούτε οι ίδιοι περίμεναν ότι 30 χρόνια μετά θα έχουν πουλήσει συνολικά 2 (και βάλε) εκατομμύρια άλμπουμ συνολικά (!), χωρίς την παραμικρή προώθηση, χωρίς ράδιο, με πρώτο βίντεο το ’94 και με τα πάντα εναντίον τους. Συγνώμη αλλά το λες και άγνοια κινδύνου και μέγιστη αντοχή στο χρόνο…

Did you know that:
-Ο δίσκος άμεσα λογοκρίθηκε λόγω του εξώφυλλου του στη Γερμανία και μέχρι το 2006 δε μπορούσε να έχει διανομή, ενώ το συγκρότημα δε μπορούσε γενικά να διανέμει και να παίζει κομμάτια από τα τρία πρώτα άλμπουμ στη χώρα. Ανάλογες «επιτυχίες» είχαν μέσα στα χρόνια και στη Ρωσία και την Αυστραλία.
-Φημολογείται ότι επειδή το παλιό λογότυπο σχεδιάστηκε από τον ίδιο τον Barnes, ο ίδιος έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα του, συνεπώς γι’ αυτό μετά τη φυγή του το 1995 άλλαξε το λογότυπο του συγκροτήματος και σε μετέπειτα επανεκδόσεις των άλμπουμ στα οποία τραγουδούσε, δεn μπορεί να χρησιμοποιηθεί το παλιό λογότυπο αλλά μπαίνει το καινούργιο.
-Σε κουβέντα με τον ίδιο τον Alex Webster πριν από συναυλία τους στη Θεσσαλονίκη το 2001 με τους KREATOR και τους KRISIUN, τόνισε για το δίσκο αλλά και τη συνύπαρξη τους με τον Barnes: «Αγαπώ τα φωνητικά και τον ήχο μας στο “Eaten back to life” και το “The bleeding”, η φωνή του Chris είναι δυναμική και πεντακάθαρη, ενώ κι εμείς ήμασταν σε φόρμα και μπορείς να ακούσεις τα πάντα. Το “Butchered at birth” και το “Tomb of the mutilated” ήταν περισσότερο επιθυμία του Chris (“more of a Chris thing” ειπώθηκε συγκεκριμένα), όπου ήθελε να γίνουμε όσο περισσότερο ακραίοι γινόταν, κι εμείς το δεχτήκαμε παρασυρόμενοι κι από την τάση της εποχής, βλέποντας μπάντες που αγαπούσαμε όπως οι MORBID ANGEL, DEICIDE, GORGUTS και IMMOLATION να βγάζουν τρομερά ακραία άλμπουμ. Αν είχα την επιλογή σήμερα, θα προτιμούσα ένα πιο καθαρό ήχο και καταλαβαίνω όσο περνάνε τα χρόνια γιατί οι περισσότεροι οπαδοί μας προτιμούν το “The bleeding”, όσο κι αν αγαπώ όλα μας τα άλμπουμ, είναι σαν παιδιά μας, δε μπορείς να διαλέξεις κάποιο, αλλά σε αντίθεση με πολλούς, το ντεμπούτο μας πάντα θα έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, κυρίως λόγω του καθαρού ήχου του και των φωνητικών του Chris».
-Στο εσωτερικό των σημειώσεων, μπορεί να βρεθεί το ακόλουθο μήνυμα από τη μπάντα: «Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο στο Alferd Pecker, τον πρώτο Αμερικάνο κανίβαλο, R.I.P.»…
Άγγελος Κατσούρας