A Day To Remember… 03/08 [JUDAS PRIEST]

0
109

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: ”Painkiller” – JUDAS PRIEST

ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1990

ΕΤΑΙΡΙΑ: Columbia / CBS

ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: JUDAS PRIEST – Chris Tsangarides

ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:

Φωνητικά – Rob Halford

Κιθάρες – Glen Tipton

Κιθάρες – K.K. Downing

Μπάσο – Ian Hill

Τύμπανα – Scott Travis

 

Additional musicians:

Πλήκτρα ”A touch of evil”, ”Living bad dreams” – Don Airey

 

Αν θα πρέπει να ονοματίσω 5 heavy metal μπάντες, έτσι τυχαία, μετά τους Υπέρτατους κατ’ εμέ, IRON MAIDEN, που θα έρθουν πρώτοι στο μυαλό μου, οι δεύτεροι σίγουρα είναι οι συμπατριώτες τους τεράστιοι JUDAS PIEST. Άλλωστε δεν νομίζω να επιδέχεται καμία αμφισβήτηση η σημαντικότητα και η προσφορά των Βρετανών Ιερέων του heavy metal στον σκληρό ήχο, ανεξάρτητα από το είδος ή την κατηγορία αυτού. Χωρίς λοιπόν πολλά-πολλά θα μπούμε στο κύριο θέμα του κειμένου που έχει να κάνει με το γεγονός πως σαν σήμερα, πριν από τριάντα χρόνια, οι JUDAS PRIEST κυκλοφορούν έναν από τους κορυφαίους δίσκους στην ιστορία τόσο καριέρας τους, όσο και γενικότερα του heavy metal, το αριστουργηματικό ”Painkiller”.

 

Αυτός ο δίσκος έρχεται ως μια φυσική συνέχεια του πολύ καλού αλλά σαφέστατα κατώτερου ”Ram it down”, μέσα από το οποίο οι PRIEST είχαν δείξει τη διάθεση τους να πορευτούν σε πιο δυναμικούς δρόμους, βαραίνοντας αρκετά τον ήχο τους. Η συνθετική τριάδα των Halford , Downing και Tipton είναι προφανές πως έχει εκπληκτική έμπνευση τη δεδομένη στιγμή και φυσικά σε καμιά περίπτωση δεν φαινόταν πως θα ήταν και το κλείσιμο ενός ήδη τεράστιου σε αξία κύκλου για την μπάντα, μιας και θα είναι και ο τελευταίος δίσκος που θα συμμετείχε ο Rob Halford στην σύνθεση της μπάντας, καθώς δυο χρόνια αργότερα και μετά το πέρας της περιοδείας ο εμβληματικός frontman θα κάνει ένα 12ετές περίπου διάλειμμα από το σχήμα για να εξερευνήσει τα δικά του προσωπικά μονοπάτια. Όμως γυρνώντας στα του δίσκου, οι τρεις τους κατορθώνουν να γράψουν εννέα αψεγάδιαστες συνθέσεις, που μαζί με το instrumental ”Βattle hymn” δημιουργούν ένα τελικό αποτέλεσμα που μάλλον μπορεί να χαρακτηριστεί ως ό,τι πιο heavy είχε να επιδείξει η μπάντα ως τότε. Οι ταχύτητες που αναπτύσσουν σε πολλά κομμάτια του άλμπουμ είναι τρομερές, ενώ η δύναμη και ο όγκος που έχουν τόσο οι uptempo όσο και οι midtempo συνθέσεις είναι εμφανείς σχεδόν σε κάθε νότα του δίσκου. Οι κιθάρες των Tipton και Downing προφανώς και βρίσκονται στο προσκήνιο, κλέβοντας την παράσταση και κόβοντας την ανάσα με τα ανελέητα riffs και solos που εκτοξεύουν προς πάσα κατεύθυνση. Όπως στο προσκήνιο φυσικά βρίσκονται και οι εκπληκτικές, μαγευτικές ερμηνείες του Rob Halford. Τί να πούμε περισσότερο που δεν έχει ήδη ειπωθεί για την τεράστια αυτή φωνή…

 

Έτσι και αλλιώς, προσωπικά αλλά και για τους περισσότερους νομίζω, ο Halford βρίσκεται μέσα στην κορυφαία τριάδα τραγουδιστών όλων των εποχών. Η μεγάλη όμως δουλειά, κατά την εκτίμηση μου, στο πώς ηχεί το συγκεκριμένο άλμπουμ έχει να κάνει με τον κύριο που κάθεται πίσω από τα τύμπανα, ο μέχρι πρότινος fan της μπάντας και ντράμερ των RACER X, Scott Travis. Αυτός, με το άκρως δυναμικό του παίξιμο είναι νομίζω εκείνος που δίνει την δυνατότητα στην υπόλοιπη μπάντα να έχει αυτό τον όγκο, την ορμή και το νεύρο που βγάζει μέσα από το ”Painkiller”. Μάλιστα θα παρασύρει στα δεδομένα αυτά και τον μπασίστα και εκ των παλαιοτέρων μελών του γκρουπ Ian Hill να δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό έκτοτε δίδυμο στο rhythm section της μπάντας. Νομίζω δε πως, μολονότι οι ντράμερ των PRIEST πέρα από ο,τιδήποτε άλλο ήταν πολύ καλοί ως ντράμερ, κανείς εξ αυτών όμως πλην του Scott Travis δεν αποδείχθηκαν τόσο σημαντικοί για τον ήχο του σχήματος όσο αυτός. Όποιος έχει έστω και ένα live των PRIEST με τον Travis στα τύμπανα καταλαβαίνει νομίζω τί ακριβώς θέλω να πω.

 

Νομίζω ότι προφανέστατα και δεν χρειάζεται να ξεχωρίσω κομμάτια από τον δίσκο μιας και μηδενός εξαιρουμένου, όλα μπορούν να θεωρηθούν κορυφαίου επιπέδου. Θα αναφέρω λοιπόν απλά πως τα δυο singles του δίσκου ήταν το καταιγιστικό ομώνυμο έπος ”Painkiller” και η σαγηνευτική power ballad ”A touch of evil”, που φυσικά γυρίστηκαν και σε video clip, προβλήθηκαν δε κατά κόρον στο κραταιό τότε MTV.

Η δε παραγωγή του δίσκου είναι και αυτή εξαιρετική καθώς, ο ήχος είναι πεντακάθαρος με όλα τα όργανα να έχουν τον χώρο τους και την δύναμη τους. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η δουλειά που έχουν κάνει η μπάντα και ο Chris Tsangarides σε αυτόν τον τομέα είναι από τις καλύτερες της καριέρας τους. Αξίζει να πούμε ότι με τον συγχωρεμένο Tsangarides είχαν ξαναδουλέψει μαζί στο μυθικό ”Sad wings of destiny” το 1976, αλλά τότε εκείνος βρισκόταν στην θέση του τεχνικού ήχου.

Το υπέροχο εξώφυλλο που προϊδεάζει με τον καλύτερο τρόπο για το περιεχόμενο είναι δουλειά του Βρετανού δημιουργού εξωφύλλων και comics Mark Wilkinson, ο οποίος βασίστηκε πάνω σε ένα concept που του είχε δώσει η ίδια η μπάντα.

 

Κλείνοντας σιγά σιγά να πούμε πως το ”Painkiller” προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού στους απανταχού φίλους του heavy metal και όχι άδικα, αφού, πέραν της αδιαμφισβήτητης αξίας του ως ένας κορυφαίος  δίσκος, είχε και εμπορικά πολύ μεγάλη επιτυχία καθώς σκαρφάλωσε μέχρι την θέση no.26 τόσο στο U.S. Billboard 200, όσο και στα UK. Albums Charts, ενώ πέραν των Η.Π.Α. Και του Ηνωμένου Βασιλείου, ο δίσκος έγινε χρυσός και στον Καναδά.

 

Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για τον δίσκο αυτό. Πατήστε το play και ”One shot at glory” που λένε και οι JUDAS PRIEST στο κλείσιμο αυτού του δίσκου και απολαύστε για μια ακόμη φορά έναν εκ των κορυφαίων δίσκων του metal. Άλλωστε φτάνει απλά να σκεφτεί κανείς πόσες metal μπάντες έκτοτε, ανεξαρτήτως ιδιώματος, έχουν πατήσει πάνω στον ήχο, το στυλ και τη μουσική αυτού του Painkiller.

 

Did you know that:

– Τα πλήκτρα στο ”A touch of evil” έχει παίξει ο γνωστός και μη εξαιρετέος κύριος Don Airey. Ο ίδιος παίζει πλήκτρα και στο bonus track ”Living bad dreams” που περιλαμβάνεται στην remastered έκδοση του δίσκου που κυκλοφόρησε το 2001. Το συγκεκριμένο κομμάτι είχε κοπεί από τα sessions του δίσκου, στην επανέκδοση δεν αναφέρεται όμως το όνομα του Airey. Άλλο ένα bonus track που περιλαμβάνονταν σε αυτήν στην έκδοση ήταν μια ζωντανή εκτέλεση του ”Leather rebel” από την περιοδεία του δίσκου.

– Σε όλα τα κομμάτια οι συνθέσεις πιστώνονται στην τριάδα Halford, Tipton, Downing πλην του ”A touch of evil” στο οποίο πέραν των τριών, credit στην σύνθεση έχει πάρει και ο Chris Tsangarides.

– To album προτάθηκε για το Best Metal Performance Grammy στα 33η Ετήσια Βραβεία Grammy, αλλά έχασε από τη διασκευή των Metallica στο “Stone Cold Crazy” των Queen.

– Παρόλο που ο δίσκος είχε ολοκληρωθεί τον Μάρτιο του 1990, η κυκλοφορία του καθυστέρησε εξαιτίας του ότι εκκρεμούσε η πολύκροτη δίκη για τα υποσυνείδητα μηνύματα, η οποία ξεκίνησε στις 16 Ιουλίου το 1990. Το συγκρότημα είχε δεχθεί μήνυση με την κατηγορία ότι οι ηχογραφήσεις τους ήταν υπεύθυνες για τις απόπειρες αυτοκτονίας δυο νεαρών ανδρών στο Reno, Nevada στις 23 Δεκεμβρίου του 1985. Η υπόθεση απορρίφθηκε τελικά στις 24 Αυγούστου 1990 και το συγκρότημα, έχοντας αφήσει πίσω του τη δίκη, κυκλοφόρησε τον δίσκο σε κασέτα, βινύλιο και CD στις 3 Σεπτεμβρίου 1990.

– Με τη δίκη αυτή ασχολήθηκε τι 1991 ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Dream Deceivers: The Story Behind James Vance Vs. Judas Priest.

– Σύντομα μετά τη δίκη, ο κωμικός Bill Hicks διακωμώδησε στις παραστάσεις του τη μήνυση, τονίζοντας τον παραλογισμό της ιδέας μια επιτυχημένη μπάντα να θέλει να ωθήσει τους ανθρώπους που την υποστηρίζουν στην αυτοκτονία.

– H μπάντα κατά την διάρκεια της πολύ επιτυχημένης περιοδείας που επακολούθησε το ”Painkiller” είχε ως support μπάντες μερικά από τα κορυφαία thrash σχήματα και για να είμαστε ακριβείς τους ANNIHLATOR, MEGADETH, PANTERA, SEPULTURA και TESTAMENT.

– Η κορυφαία ίσως στιγμή της περιοδείας του ”Painkiller” ήταν η εμφάνιση στο Rock In Rio του 1991 όταν και έπαιξαν μπροστά σε κοινό που ξεπερνούσε κατά πολύ τους 100.000 θεατές.

– Κατά την διάρκεια της περιοδείας και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1991 κατά την εμφάνιση των JUDAS PRIEST στο Toronto ο Rob Halford τραυματίστηκε. Τρακάρισε με την Harley Davidson την οποία και οδηγούσε κλασικά πάνω στην σκηνή ως μέρος του show, με ένα ανυψωτήρα κάτω από τα τύμπανα τον οποίο και δεν μπόρεσε να δει γιατί στο ίδιο περίπου σημείο υπήρχε εκτοξευτήρας ξηρού πάγου που εκείνη την ώρα δούλευε και του έκοβε την ορατότητα. Παρά το ατύχημα, την καθυστέρηση του set και την αγωνία που πέρασε τόσο ο ίδιος ο Halford όσο και η υπόλοιπη μπάντα, όπως είχε δηλώσει σχετικά ο Ian Hill, η μπάντα ολοκλήρωσε την εμφάνιση και μετά ο Halford πήγε στο νοσοκομείο. Για το συγκεκριμένο ατύχημα όταν ρωτήθηκε κατά την διάρκεια συνέντευξης το 2007 ο Halford σχετικά με το κατά πόσο έπαιξε ρόλο στην φυγή του τότε από το σχήμα, ο ίδιος είχε απαντήσει πώς το εν λόγω ατύχημα δεν είχε καμία σχέση με τους λόγους της φυγής του.

– O Rob Halford μετά το πέρας της περιοδείας ουσιαστικά είχε αποφασίσει να σταματήσει από την μπάντα καθώς είχαν δημιουργηθεί αρκετές εντάσεις μεταξύ του ιδίου και των υπολοίπων μελών, πλην του Scott Travis. Ο κύριος λόγος ήταν πως εκείνος ήθελε να εξερευνήσει άλλα μουσικά μονοπάτια και να φτιάξει ένα σχήμα που να ρέπει προς το thrash metal. Το σχήμα αυτό ήταν οι FIGHT και στο πρώτο τους δίσκο ο Travis είχε συμμετάσχει γράφοντας τα τύμπανα στο στούντιο. Παρά το γεγονός όμως πως όλοι εντός του σχήματος γνώριζαν ήδη από τον Σεπτέμβρη του 1991 πως o Halford θα αποχωρήσει, η επίσημη ανακοίνωση έγινε τον Μάϊο του 1992, κι ο λόγος που έγινε αυτό είχε να κάνει με διάφορες υποχρεώσεις που δέσμευαν την μπάντα με συμβόλαιο.

 

Παναγιώτης ”The Unknown Force” Γιώτας