ΜΠΑΝΤΑ: BLACK LABEL SOCIETY
ONOMA AΛΜΠΟΥΜ: “Order of the black”
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2010
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Roadrunner
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Zakk Wylde
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Zakk Wylde – φωνητικά, κιθάρα
Jon De Servio – μπάσο
Will Hunt – τύμπανα
Όγδοο στούντιο άλμπουμ για τους BLACK LABEL SOCIETY και η αλήθεια είναι μόνο μία: Ο Zakk Wylde είναι σε φάση ωριμότητας. Έχει πλέον κρατήσει τα καλύτερα στοιχεία των επιρροών του από τους BLACK SABBATH και έχει δείξει την τάση να παραμορφώνει και το καζανάκι της τουαλέτας στο στούντιο. Ώριμος πλέον, επιδίδεται σε μία αλληλουχία riffs, με μόνο σκοπό να διδάξουν ότι το heavy metal, δεν χρειάζεται τόνους παραμόρφωσης και ταχύτητας, αλλά ήθος και τσαγανό.
Το σχήμα έχει γυρίσει στα βασικά. Τρίο, που δυναμιτίζει όσα γνωρίζουμε μέσα από το συνεχές, δαιμονισμένο wah wah του Wylde και τη φωνή του, που είναι πλέον πιο ώριμη από ποτέ. Μελωδίες φτιαγμένες για τη φωνή του Ozzy και τραγούδια ασύμμετρες απειλές για όποιον δεν είναι συνηθισμένος στο metal των 80s. Από τα εναρκτήριο “Crazy horse”, στο ογκώδες “Overlord”, στα εξοντωτικά “Godspeed hellbound” και “War of heaven”, δεν υπάρχει έλεος. Ο Zakk Wylde δείχνει ότι έχει ξεπεράσει τις παιδικές ασθένειες που μπούκωνε τα τραγούδια του και τα αφήνει πλέον να αναπνεύσουν. Όταν κουράζεται, πιάνει το πιάνο και αφήνει τον εαυτό του να ξεδιπλώσει τις πιο ευαίσθητες πτυχές του, στα “Darkest days” και ”Shallow grave”. Power μπαλάντες από τα παλιά, με το Νότο και τον Neil Young να διεκδικούν το χρόνο και το χώρο στη σύνθεση.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για ένα άλμπουμ που είναι φτιαγμένο από μπύρα, riffs και βασικές συναισθηματικές εξάρσεις (μίσος, φόβο άρνηση, χαρά, ηδονή), δίχως τα τερτίπια του στούντιο και των παραγωγών. Ο Zakk αναλαμβάνει την παραγωγή και μας δίνει τον εαυτό του όπως είναι. Ένας Νότιος οικογενειάρχης, που γουστάρει την οικογένειά του, το φορτηγάκι του, τις κιθάρες του, τα σκυλιά του και τον κόσμο του αναλλοίωτο, από τότε που τον έφτιαξε ο Πλάστης του. Είναι ο τύπους που δεν θα συζητήσεις για τον Δαρβίνο, αν και θα σε εκπλήξει με τις φλαμένγκο ασκήσεις στο “Chupacabra”. Μάλλον δεν θα τον ρωτήσεις και μέρα μεσημέρι για το πως πάνε στο νοσοκομείο. Θα προτιμήσεις να μείνεις να χύνεις το αίμα σου στη μέση του αγροτικού δρόμου, ενώ εκείνος θα περνά δίπλα σου με το φορτηγάκι του και από την καμπίνα θα ξεχύνονται τα riffs του “Riders of the damned”.
Πολλά θα πει κανείς για τον ZW, αλλά το βασικό θα πρέπει να είναι πώς κατάφερε και άλλαξε την εικόνα του ομορφόπαιδου κιθαρίστα του Ozzy, αρπάζοντας μόνος του, ή μάλλον δημιουργώντας, την θέση του καλύτερου heavy rock μουσικού των Η.Π.Α, μία θέση που άρπαξε από τον Ted Nugent, δημιουργώντας και το αντίστοιχο ηχητικό υπόβαθρο. Με ήχο που ακουμπά και πάντα θα ακουμπά στα πρώτα SABBATH, αλλά και τον τίμιο Νότο, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει παρθενογέννεση, αλλά αγάπη στη μουσική και ότι η νηφαλιότητα κάνει θαύματα. Ακούστε μαζί με το άλμπουμ το συνοδό του, “The song remains not the same”, με τις ακουστικές εκτελέσεις όσων δεν χώραγαν υφολογικά εδώ και όσων από εδώ, ήθελαν και μια εναλλακτική (κατά τον δημιουργό τους) προσέγγιση.
Zakk Wylde… ευαίσθητη ψυχή ή κατά συρροήν δολοφόνος; Μόνο ο Hetfield ως αστυνομικός της κομητείας ίσως καταφέρει να το ξεδιαλύνει. Ειδικά όταν το άλμπουμ κλείνει με το “January”, έναν ύμνο στο χειμώνα, που θα είχε θέση σε οποιοδήποτε άλμπουμ των ALLMAN BROTHERS. Από τους λίγους καλλιτέχνες, που όσο μεγαλώνει βελτιώνεται στα άλμπουμ του.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης