ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Grin” – CORONER
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1993
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Noise
ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ: Coroner
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά, μπάσο: Ron Royce
Κιθάρα, πλήκτρα: Tommy T. Baron
Drums: Marquis Marky
Πέρασαν κιόλας 30 χρόνια από το κύκνειο άσμα των Ελβετών και είναι από τις περιπτώσεις που δεν είναι σχήμα λόγου να το αποκαλούμε έτσι. Τόσο για τους οπαδούς όσο και για τους ίδιους είναι το magnum opus τους. Ο δίσκος για τον οποίο αναφέρουν οι ίδιοι ως τον πιο αντιπροσωπευτικό του ήχου τους, κάτι που αναμένεται να ισχύσει όταν και όποτε βγει ο πολυαναμενόμενος νέος τους δίσκος. Δεν θα ξεχάσω τον Δεκέμβρη του 2017 όταν είχα συναντήσει τον Τommy T. Baron στη Λισαβώνα στο Under a doom festival και μου είχε πει ότι μπαίνουν στο studio τους ερχόμενους μήνες για να ξεκινήσουν ηχογραφήσεις. Από τότε έχουν περάσει 6 χρόνια και το γεγονός ότι αργεί, προϊδεάζει για δίσκο με ανάλογη ηχητική και συνθετική προσέγγιση με το “Grin”. Αυτό φάνηκε και στο μοναδικό νέο κομμάτι που έπαιξαν πέρσι στις συναυλίες τους. Ποια στοιχεία, όμως, καθιστούν το “Grin” τόσο σημαντικό για εκείνους και τόσο αγαπημένο στους οπαδούς τους;
Οι CORONER είχαν από τις πρώτες μέρες τους μια λογική εξέλιξης τόσο του ήχου τους, όσο και της προσέγγισής τους στον τρόπο που διαμόρφωναν τη δομή πάνω στις συνθέσεις τους. Από το πρωτόλειο “R.I.P” (1987) και το “Punishment for decadence” (1988) με τις neoclassical κιθάρες, τα πάντα άλλαξαν με το “No more color” (1989). Από εκείνο το σημείο η ιδιότυπη υπόσταση τους στο thrash άρχισε να παίρνει μια πιο τεχνοκρατική μορφή, που ολοκληρώθηκε με μοναδικό τρόπο στο “Mental vortex” του 1991. Με αυτό το δίσκο ολοκλήρωσαν την προσέγγισή τους στην πολυρυθμία και στην πολυπλοκότητα των ιδεών τους και είχε έρθει ώρα για πιο μινιμαλιστικές συνθέσεις, ορμώμενοι από το techno που είχε επιβληθεί στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής στα early 90s. Αυτή η μουσική επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον κύριο συνθέτη τους, Tommy T. Baron, ο οποίος προσθέτοντας έντονο groove στις κιθάρες κατάφερε ένα απροσδόκητο συνθετικό αποτέλεσμα που δεν είχε ακουστεί ξανά στον χώρο της σκληρής μουσικής. Δεν ήταν thrash, αλλά ήταν heavy κυρίως λόγω του κλινικού ηχητικού σχεδιασμού, βαθύτατα επηρεασμένου από τον χώρο του industrial. Και δεν ήταν μόνο ο ηχητικός σχεδιασμός της rock ενορχήστρωσης, αλλά πολλά ambient, industrial στοιχεία τα οποία διαμορφώνουν μαζί με τα samples ένα αποτέλεσμα πολυεπίπεδο. Αυτό το γεγονός έκανε τον δίσκο «δύσκολο» για τους thrashers να το αντιληφθούν, αλλά τους ορκισμένους οπαδούς τους να μένουν άναυδοι σε κάθε του ακρόαση. Όμως για να έρθει στην τελική του μορφή περάσαν πολλά στάδια.
Συναντώντας τους στη Θεσσαλονίκη μετά την δεύτερη τους έλευση από τη χώρα μας πριν περίπου 10 χρόνια, μου είχε κάνει εντύπωση η απάντηση του Marky στο πως βλέπουν τη συνεργασία τους με την, τότε, εταιρία τους. “Αν δεν μας πίεζε η Noise, θα είχαμε βγάλει λιγότερους δίσκους”. Αυτή η παραδοχή αντικατοπτρίζει την σαφή θέση της γερμανικής εταιρίας να βγάζουν συνεχόμενους δίσκους όσα συγκροτήματα είχε στο ρόστερ της. Ουσιαστικά ο Marky μου παραδέχτηκε ότι αν δεν τους πίεζε η Noise ίσως να μην είχε βγει ποτέ το “Grin”!
Τα 10 μέρη του album θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι λειτουργούν αυτόνομα, διαμορφώνοντας ένα ψηφιδωτό κομματιών. Από τη φρενήρη ορμή του “Internal conflicts” μέχρι το συγκλονιστικό groove του mid temp “Serpent moves” είναι σαφές ότι ο δίσκος διαμορφώθηκε συλλογικά και από τα τρία μέλη της μπάντας. Οι στίχοι του Marky δένουν άριστα πάνω στο tempo σε όλες τις συνθέσεις, τις οποίες υπογράφει ο Tommy εκτός από τα, εμφανώς διαφορετικά, “Caveat (To the Coming)” και “Status: Still Thinking” που έγραψε ο Ron Royce. Μαζί τους και μια ομάδα μουσικών συνεισφέραν στο τελικό αποτέλεσμα με effects, programming και φωνητικά. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να δοθεί στο εκτεταμένο κιθαριστικό solo του Tommy στο “Serpent moves”, το οποίο είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφτεί ποτέ στην ιστορία της μουσικής, συνδυάζοντας πολλές τεχνικές και την μεγάλη του αγάπη στον Jimi Hendrix.
Η παρακαταθήκη του “Grin” είναι τεράστια και από τότε που επαναδραστηριοποιήθηκαν το 2010, το setlist τους έχει πολλά κομμάτια από αυτόν τον δίσκο. Η αναμονή για το νέο album είναι μεγάλη και όσο αργεί, τόσο οι πιθανότητες να βιώσουμε ανάλογο σοκ και δέος όπως με το “Grin” μεγαλώνουν. Για να μην πω ότι στοιχηματίζω ότι θα είναι ό,τι το “Monotheist” των CELTIC FROST για τα 00s.
Did you know that:
- O Marky έφτασε κυριολεκτικά στα όρια του κατά τις ηχογραφήσεις του δίσκου στο studio. Ο λόγος; Τον έβαζε ο Tommy να παίξει ξανά και ξανά τα μέρη του στα τύμπανα μέχρι να πιάσει τον μηχανικό τρόπο παιξίματος ενός beat όπως στην ηλεκτρονική μουσική. Αυτό οδήγησε τον Marky σε burn out και είναι από τις αιτίες που δεν συνέχισαν οι CORONER.
- Η αρχική έκδοση σε βινύλιο ήταν ο διακαής πόθος των ορκισμένων οπαδών τους. Ακόμα και η επανέκδοση του σε διπλό βινύλιο δεν έχει σβήσει τον πόθο τους να το έχουν αν και είναι φτωχό, μιας και δεν περιλαμβάνει κάποιο insert με πληροφορίες και στίχους. Στην επανέκδοση της Universal που πήρε τα δικαιώματα της Noise είναι διαθέσιμα και με πολλές πληροφορίες για τους συντελεστές του δίσκου.
- Οι ηχογραφήσεις έγιναν στη χώρα τους στα Greenwood Studios που κράτησαν 3 μήνες. Μάλιστα θα διαρκούσαν παραπάνω αν άνθρωποι της Noise δεν είχαν επέμβει. Παραξενεύτηκαν επειδή δεν προχωρούσαν οι ηχογραφήσεις και πήγαν στο studio να δουν τι συμβαίνει. Η επέμβαση τους να σταματήσουν να ηχογραφούν ξανά και ξανά τα μέρη τους λόγω της τελειομανίας τους, οδήγησε τελικά να ηχογραφηθεί ο δίσκος τελικά χωρίς να είναι απολύτως ευχαριστημένοι. Η μίξη έγινε στα Morrisound studios στη Φλόριδα, στα οποία ηχογραφούσε η αφρόκρεμα του death metal.
- Κατά τη διάρκεια της τελευταίας τους περιοδείας το 1995, κυκλοφόρησαν την κασέτα “The Unknown (Unreleased Tracks 1985-95)” με συνολική διάρκεια περίπου 1,5 ώρα. Σε αυτή τη συλλογή υπάρχουν κομμάτια της εποχής των ηχογραφήσεων του “Grin”, καθώς και live ηχογραφήσεις από εκείνη την περιοδεία, που δείχνουν πόσο είχαν αλλάξει ηχητικά και στις συναυλίες τους.
Λευτέρης Τσουρέας