ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ- “Tyranny and mutation” – BLUE OYSTER CULT
ETOΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1973
ETΑΙΡΙΑ : Columbia
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Murray Krugman / Sandy Pearlman
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Eric Bloom / Donald “ Buck Dharma” Roeser
Κιθάρες –Donald“ Buck Dharma” Roeser / Eric Bloom
Πλήκτρα /ρυθμικές κιθάρες – Allen Lanier
Μπάσο/ φωνητικά – Joe Bouchard
Τύμπανα/φωνητικά – Albert Bouchard
Δεν πέρασε πολύς καιρός από την κυκλοφορία του ομώνυμου πρώτου τους άλμπουμ και οι Αμερικάνοι μπαίνουν στα Columbia Studios της ιδιαίτερης πατρίδας τους (Νέα Υόρκη) για να ηχογραφήσουν τον διάδοχο του εξαιρετικού ντεμπούτου τους. Ένα ντεμπούτο που παρουσίαζε με πολύ εμφατικό και ξεκάθαρο τρόπο τις δυνατότητες του σχήματος και το πλούσιο μουσικό και εκτελεστικό τους ταλέντο. Εδώ πλέον πολύ πιο έμπειροι και με την ίδια ομάδα πίσω από την παραγωγή (Μurray Krugman και Sandy Pearlman) καταφέρνουν να παρουσιάσουν μια πιο άγρια κοφτερή και δυναμική παραγωγή σε όλους τους τομείς την ταυτότητα του σχήματος πιο ξεκάθαρα απ’ ότι μας παρουσίασαν στο μόλις προ ενός έτους ντεμπούτο τους.
Ο δίσκος αυτή την φορά θα έχει μαύρο φόντο σε αντίθεση με το λευκό του προκατόχου του και οι πλευρές του δίσκου θα ονομαστούν σε Black και Red.
Το εναρκτήριο “Τhe red & the Black” το είχαμε ξανασυναντήσει και στο ντεμπούτο τους με τον τίτλο “I’m on the lamb, but I ain’t no sheep”, αλλά εδώ ουσιαστικά ακούγεται σαν διαφορετικό κομμάτι αφού το tempo είναι πολύ πιο γρήγορο και πολύ πιο heavy. Λέγεται ότι το βασικό riff του κομματιού είναι επηρεασμένο από το κομμάτι “Frying pan” του Captain Beefheart. Εξαιρετικό κομμάτι που αποφάσισαν να του αλλάξουν την ενορχήστρωση μετά από τα διάφορα live που έκαναν και το “πείραζαν”.
“O.D’d on life itself” για την συνέχεια, που διαθέτει ένα blues rock ρυθμό, περασμένο από το φίλτρο της μπάντας μετατρέπεται σε ένα ψυχεδελικό άσμα, με τα φωνητικά του Βloom και τις κοφτερές κιθάρες του Buck Dharma να ξεχωρίζουν.
Η συνέχεια με το καταπληκτικό “Hot rails to Hell”, ένα από τα πιο heavy metal κομμάτια της πρώιμης καριέρας τους, γράφτηκε από τον Joe Bouchard για τον θάνατο ενός φίλου του. Μάλιστα o ίδιος σε αυτό το κομμάτι θα αναλάβει και τα φωνητικά του κομματιού. Μάλιστα το “Hot Rails to hell” ήταν και το κομμάτι που σαν single βγήκε για να εκπροσωπήσει τον δίσκο, αλλά χωρίς σημαντικά εμπορικά αποτελέσματα. Το Αμερικάνικο κοινό δεν ήταν έτοιμο ακόμη στο να κατανοήσει την σημαντικότητα της μουσικής των ΒΟC, δυστυχώς.
Άλλο ένα καταιγιστικό heavy metal κομμάτι θα έρθει για να κλείσει την The black πλευρά του βινυλίου και δεν είναι άλλο από το “7 screaming diz-busters”. Με σκοτεινούς στίχους που πραγματεύονται μια συνάντηση με το ίδιο τον διάβολο, χαοτικά πλήκτρα, μια εξαιρετική ενορχήστρωση που προάγει πάνω απ’ όλα την πλούσια εκτελεστική ποιότητα των μουσικών, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μοναδικό κομψοτέχνημα του proto metal που πολλοί μπορεί να θέλησαν κανένας δεν κατάφερε όμως να αντιγράψει ουσιαστικά. Τόσο μπροστά ήταν ήδη από τότε αυτή η μπάντα.
Ο Εric Bloom σε αυτόν τον δίσκο θα αναλάβει φωνητικά στα πέντε από τα οκτώ κομμάτια. Στο πρώτο κομμάτι της Τhe Red πλευράς “Baby ice dog” θα είναι αυτός πίσω από το μικρόφωνο. Μια σύνθεση της ποιήτριας Patti Smith (δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα δώσει κομμάτι της στην μπάντα πριν ξεκινήσει την προσωπική της, θαυμαστή καριέρα), τότε κοπέλα του Allen Lanier εκείνη την εποχή μιλά για ένα Μογγόλο που σκότωσε την κοπέλα του όταν αυτή τον παράτησε. Ωραία σύνθεση που θα δώσει πάσα στο εκπληκτικό “Wings witted down”, σύνθεση των αδελφών Βouchard. Μια σχεδόν μπαλάντα που περιέχει την μαγεία της μπάντας και μια πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα σαν σύνθεση. Η εναλλαγή των φωνητικών ανάμεσα στους Bloom και Joe Bouchard και τα ψυχεδελικά πλήκτρα (θυμίζουν Κen Hensley σε κάποια σημεία) προσδίδουν μια διαφορετική μαγεία σε αυτήν την πολύ όμορφή πραγματικά σύνθεση.
Το “Τeen archer” είναι το μοναδικό κομμάτι του δίσκου που τα φωνητικά αναλαμβάνει ο κιθαρίστας της μπάντας Donald Roeser. Με την συμμετοχή του παλιόφιλου Richard Meltzer στην συγγραφή της σύνθεσης, εδώ έχουμε ένα ξεκάθαρα ροκάδικο κομμάτι που κυλά υπέροχα στην ροή της δεύτερης πλευράς.
Ο δίσκος θα κλείσει με το ψυχεδελικό “Mistress of the salmon salt (Quicklime girl)”. Σύνθεση των Sandy Pearlman/ Albert Bouchard μιλά για μια πόρνη που αρέσκεται να σκοτώνει στρατιώτες, μουσικά θυμίζει αρκετά URIAH HEEP με τα παράξενα πλήκτρα και την κιθαριστική του δομή. Περίεργη σύνθεση, πανέμορφή κάθε άλλο όμως.
Ο δίσκος θα φτάσει μέχρι το Νο 122 των album charts και οι κριτικές γι’ αυτό θα είναι διφορούμενες. Παρόλο αυτά, η μπάντα δεν φάνηκε να πτοείται και συνέχισε τον δρόμο της και να δίνει συναυλίες, μεγαλώνοντας το κοινό της και διευρύνοντας και άλλο του μουσικό της υπόβαθρο. Παρόλο που η εμπορική επιτυχία θα αργούσε κάποια χρόνια ακόμα, με το “Tyranny and mutation” οι ΒLUE OYSTER CULT γίνονται πιο πολύπλοκοι, πιο ουσιαστικοί και αποκτούν προσωπική ταυτότητα σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ.
Did you know that?
- To “Tyranny and mutation” ανήκει στην λεγόμενη (λόγο χρωμάτων εξωφύλλων) Βlack and white περίοδο που αναφέρεται στα τρία πρώτα τους albums. Μάλιστα όπως αναφέρει ο Albert Bouchard, για τον ίδιο τα τρία πρώτα albums είναι ένα μακρύ album και η δική τους απάντηση στους ΒLACK SABBATH. Mια ιδέα που ξεκίνησε από τον δαιμόνιο manager και φίλο τους Sandy Pearlman, όπου τους ανέφερε σαν την «Αμερικάνικη απάντηση στους ΒLACK SABBATH», στον Τύπο.
- Λέγεται ότι ο Βruce Springsteen βρέθηκε στα γραφεία της Columbia και άκουσε τυχαία το “7 screaming diz-busters”. “Δεν μπορώ να πιστέψω πως κάποιος μπορεί να παίξει τόσο γρήγορα” αναφώνησε.
- Ο Richard Meltzer ήταν φίλος με τον manager Sandy Pearlman και τον βρίσκουμε να συμμετέχει σε δεκάδες κομμάτια της μπάντας. Έχει γράψει επίσης στίχους εδώ στο “Teen Archer” και μετέπειτα στα “Cagey Cretins”, “Harvester of Eyes”, “Death Valley Nights”, “Dr. Music”, “Lips in the Hills”, “Veins”, “Spy in the House of Night”, “Stone of Love”και “The Return of St. Cecilia. Υπήρξε επίσης συγγραφέας και αρθρογράφος σε μεγάλα περιοδικά όπως τα Rolling Stone, Cream και Village Voice.
- Ο Βuck Dharma σε μια δήλωσή του μας μεταφέρει στο κλίμα του δίσκου: «Ήταν για το σχήμα μια σημαντική κυκλοφορία αυτός ο δεύτερος δίσκος. Νιώθαμε σίγουρα μεγάλη πίεση να καταφέρουμε να κάνουμε άλλη μια αξιόλογη κυκλοφορία που θα διαδεχθεί το ντεμπούτο μας. Τα κομμάτια γράφθηκαν εν μέσω περιοδείας με όλη την πίεση που αυτό συνεπάγεται. Με αυτόν το δίσκο μάθαμε πως είναι να είσαι συγκρότημα που μπαίνει στο studio και γράφει δίσκους. Από την στιγμή που μπαίνεις στο studio, αποκτάς και το ανάλογο άγχος και νομίζω ότι αυτή η ένταση αποτυπώνεται και στα τραγούδια»
Γιάννης Παπαευθυμίου