A day to remember… 11/3 [ALICE COOPER]

0
78
Cooper
















Cooper

ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Welcome to my nightmare” – ALICE COOPER
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1975
ΕΤΑΙΡΙΑ: Atlantic Records (ΗΠΑ/Καναδάς) – Anchor (Ηνωμένο Βασίλειο)
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Bob Ezrin
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Alice Cooper
Κιθάρες – Dick Wagner
Κιθάρες – Steve Hunter
Mπάσο – Prakash John
Τύμπανα – Pentti Glan

Ένα νεαρό αγόρι, ο Steven, βασανίζεται από εφιάλτες. Εφιάλτες που τον παγιδεύουν σε ένα ατέρμονο λαβύρινθο γεμάτο τέρατα, ανατριχιαστικούς χαρακτήρες και ψυχολογικά βασανιστήρια, καθώς βυθίζεται ολοένα και βαθύτερα στο σκοτεινό κόσμο του υποσυνείδητου.

Κάτι τέτοιο φώλιαζε στο μυαλό του Alice Cooper (κατά κόσμο Vincent Furnier) ήδη από το 1973, όταν ακόμα περιόδευε με το ομώνυμο συγκρότημα του για το επιτυχημένο “Billion dollar babies”, που πήγε στο νο. 1 σε Αμερική και Μεγάλη Βρετανία. Ήταν η χρονιά που ανέβασε το συγκρότημα περισσότερο από ποτέ, αφού τελειοποίησαν το θεατρικό στοιχείο στις συναυλίες τους και έσπασαν τα ρεκόρ εισιτηρίων στις ΗΠΑ. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησαν το “Muscle of love”, που τους χάρισε ένα ακόμη top-20 single στο Ηνωμένο Βασίλειο με την μορφή του “Teenage lament ’74”. To 1974 πρόσφεραν και το “The Man with the Golden Gun” για την ομώνυμη ταινία του James Bond, όμως οι παραγωγοί προτίμησαν ένα διαφορετικό τραγούδι με τον ίδιο τίτλο από την Σκωτσέζα pop τραγουδίστρια Lulu, το οποίο εν τέλει δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επιτυχία. Ίσως, τελικά, να έπρεπε να προχωρήσουν με τους ALICE COOPER!

Ήταν εκείνη ακριβώς η περίοδος που η φρενήρης πορεία των τελευταίων χρόνων για το συγκρότημα έφτασε σε αδιέξοδο. Μετά από χρόνια περιοδειών, ηχογραφήσεων και καταχρήσεων, ο Alice Cooper και οι ALICE COOPER – που πλην του frontman αποτελούνταν από τους κιθαρίστες Glen Buxton και Michael Bruce, τον μπασίστα Dennis Dunaway και τον ντράμερ Neal Smith – φαινόταν να κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Παράλληλα, το “Muscle of love” δεν απέφερε τα αναμενόμενα σε σχέση με το υπέρ-επιτυχημένο “Billion dollar babies” που προηγήθηκε. Από την μια, ο Alice επιθυμούσε να κινηθεί σε ακόμα πιο ατμοσφαιρικά και θεατρικά μονοπάτια. Η υπόλοιπη μπάντα, πάλι, ήθελε να συνεχίσει πάνω στο θορυβώδες glam rock, με το οποίο προχωρούσαν όλα αυτά τα χρόνια και τους είχε κάνει τόσο επιτυχημένους, ειδικά μετά το 1971, με τα “Love it to death” και “Killer”. Οι διαφωνίες μεταξύ των μελών της μπάντας δεν άργησαν να έρθουν στην επιφάνεια. Σύντομα, άρχισαν να γίνονται εντονότερες, βγάζοντας δείχνοντας και προς τα έξω ένα συγκρότημα στα πρόθυρα της διάλυσης.

Ο επί σειρά ετών manager των ALICE COOPER, Shep Gordon παρατηρούσε τις εξελίξεις, άλλοτε διακριτικά και άλλοτε πιο ενεργητικά, προσπαθώντας να βρει μία λύση σε όλο αυτό το αδιέξοδο που είχε προκύψει.  Αρχικά ήταν αισιόδοξος, πιστεύοντας πως όλα μπορούν να λυθούν μέσω του διαλόγου. Ωστόσο, αυτή την φορά η κατάσταση δεν έδειχνε σημάδια βελτίωσης. O Buxton είχε «παραιτηθεί» από την όλη φάση, κυρίως λόγω θεμάτων που είχε με καταχρήσεις. Η κατάσταση του ήταν τόσο κακή, που δεν κατάφερε να παίξει στο “Muscle of love” (παρά την παρουσία του στα credits), όμως δεν ήθελαν να τον απολύσουν λόγω της σχέσης που είχαν από τα σχολικά τους χρόνια. Επίσης, οι Bruce και Smith είχαν ήδη εκφράσει την επιθυμία τους να ηχογραφήσουν προσωπικά άλμπουμ, παρά τις αντιρρήσεις του Gordon, που τους είχε προειδοποιήσει ότι αν προχωρούσαν σε κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανό να έπραττε το ίδιο και ο Alice Cooper. Και παρόλο που είχαν καλές πιθανότητες να πετύχουν εμπορικά, όντας μέλη της πλέον επιτυχημένης αμερικάνικης μπάντας, ίσως τους διέφευγε μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια: ο Alice ήταν το πρόσωπο της μπάντας, αυτός που όλοι περίμεναν να δουν, αυτός που εκπροσωπούσε την μπάντα στα ΜΜΕ, το κεντρικό άτομο στους ALICE COOPER σε βαθμό που ο περισσότερος κόσμος όντως πίστευε από τότε πως πρόκειται για έναν solo καλλιτέχνη με μουσικούς που τον πλαισίωναν και όχι ένα ενιαίο συγκρότημα.

Όταν ο Gordon διαπίστωσε πως οι δύο μουσικοί παρέμεναν αμετακίνητοι στις προθέσεις τους, έβαλε μπρος το Plan B. Αν και ακούστηκε από κάποιους πως το είχε σχεδιάσει όλο αυτό από την αρχή, η αλήθεια είναι πως η κατάσταση εντός της μπάντας απλώς επιτάχυνε τις εξελίξεις. Οι ALICE COOPER διαλύθηκαν την άνοιξη του 1974, αφού έπαιξαν στην Βραζιλία, σπάζοντας ένα ακόμα ρεκόρ για συναυλία σε κλειστό χώρο, με πάνω από 150.000 θεατές να έρχονται για να τους δουν στο São Paulo.

O Alice είχε ήδη μετακομίσει στο Los Angeles, όπου εμφανίστηκε σε διάφορα τηλεοπτικά σόου, ενώ η δισκογραφική τους εταιρεία, Warner Brothers, κυκλοφόρησε την συλλογή “Alice Cooper’s Greatest Hits”, την μοναδική που θα κυκλοφορούσε από το συγκρότημα ALICE COOPER και η οποία έφτασε μέχρι το νο. 8 του αμερικάνικου Billboard, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον μετά την χλιαρή υποδοχή του “Muscle of love”. Στην συνέχεια ο τραγουδιστής ταξίδεψε στο Toronto του Καναδά, προκειμένου να δουλέψει με τον παραγωγό Bob Ezrin, πάνω στο πρώτο του προσωπικό άλμπουμ.

Ο πασίγνωστος, πλέον, Ezrin ήταν από τους βασικούς αρωγούς του Alice και της πρώην μπάντας του στον δρόμο προς την επιτυχία. Συνεργάστηκε μαζί τους από την εποχή του “Love it to death” και για τα επόμενα τρία άλμπουμ, μέχρι το “Billion dollar babies”, με τον Alice να τον αποκαλεί «ο δικός μας George Martin» (κάνοντας ένα παραλληλισμό με τους BEATLES και τον δικό τους παραγωγό). Ο Ezrin μοιραζόταν το όραμα του Alice για ένα concept άλμπουμ πιο καλλιτεχνικό, πιο θεατρικό, πιο πρωτοποριακό από αυτά που έκαναν στο πλαίσιο του συγκροτήματος μέχρι τότε. Και κάπου εδώ μπαίνει το επιχειρηματικό δαιμόνιο του καλού manager.

Ο Shep Gordon είχε συμπεριλάβει μια ρήτρα στο συμβόλαιο μεταξύ του συγκροτήματος και της Warner, που επέτρεπε στα μέλη των ALICE COOPER να κυκλοφορήσουν ένα άλμπουμ τύπου soundtrack για μια άλλη δισκογραφική εταιρεία. Για να ενεργοποιηθεί αυτή η ρήτρα, το προς κυκλοφορία άλμπουμ χρειαζόταν να έχει μια ιστορία την οποία θα επένδυε μουσικά το soundtrack, ενώ στη συνέχεια θα προσαρμοζόταν σε μία κινηματογραφική ή τηλεοπτική παραγωγή. Οι Ezrin και Cooper σκέφτηκαν μια ιστορία για το άλμπουμ, με τον τραγουδιστή να αφηγείται τους εφιάλτες ενός αγοριού ονόματι Steven, αφού σκέφτηκαν κι ένα άλλο σενάριο με βαμπιρικό χαρακτήρα, το οποίο δεν υιοθέτησαν τελικά και προσωπικά πιστεύω καλύτερα που έγινε έτσι. Οι εφιάλτες και τα παιχνίδια του μυαλού χτυπάνε βαθύτερα στις φοβίες του ανυποψίαστου ακροατή.

Προκειμένου να δώσει πνοή στο νέο όραμα του ο Alice, έπρεπε να διευθετήσει δύο θέματα: την δισκογραφική εταιρεία που θα κυκλοφορούσε το άλμπουμ και τους μουσικούς που θα έπαιζαν σε αυτό. Για το πρώτο, οι Gordon και Alice απευθύνθηκαν στην Atlantic Records (θυγατρική τότε της Warner)  που εκείνη την εποχή μεσουρανούσε λόγω του γεγονότος ότι στο δυναμικό της εντασσόταν το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο, οι LED ZEPPELIN. Στο δεύτερο κομμάτι, ανέλαβε ο Ezrin με τον Cooper, φέρνοντας στην ομάδα τους κάποιους παλιούς τους γνώριμους από την μπάντα του διάσημου Νεοϋορκέζου rocker Lou Reed. Αυτοί ήταν οι κιθαρίστες Steve “Deacon” Hunter και Dick Wagner, ο μπασίστας Prakash John και ο ντράμερ Pentti “Whitey” Glan. Οι δύο κιθαρίστες είχαν παίξει και στο “Billion dollar babies” ενώ αμέσως μετά, ο Ezrin έκανε την παραγωγή στο “Berlin” του Lou Reed, όπου εκτός των προαναφερθέντων, συμμετείχε και ο μεγάλος μπασίστας Tony Levin τον οποίο επίσης προσκάλεσε να συμμετέχει, καθώς και έναν ακόμα ντράμερ, τον Johnny “Bee” Badanjek. Ο ίδιος o παραγωγός ανέλαβε το συνθεσάιζερ και τα πλήκτρα από κοινού με τον Jozef Chirowski. Οι συμμετοχές, πάντως, περιλάμβαναν και άλλους χαρακτήρες όπως τον θρυλικό ηθοποιό ταινιών τρόμου, Vincent Price (o οποίος με την ερμηνεία του έδωσε ένα ψυχοπαθές χρώμα στο νέο άλμπουμ), την καλλιτέχνιδα Trish McKinnon, παιδάκια που τραγούδησαν χορωδιακά μέρη (μεταξύ αυτών και ο γιος του Bob Ezrin, David) και τον συνεργάτη του παραγωγού, Allan Macmillan, στην ενορχήστρωση.

Σημειώνεται ότι οι Cooper, Ezrin και Wagner έγραψαν την πλειονότητα του υλικού στο πειραματικό, νέο concept άλμπουμ. Η τριάδα είχε όντως ξεκινήσει να γράφει τραγούδια για μία κινηματογραφική ταινία. Στην πορεία η ταινία έγινε τηλεοπτική εκπομπή. Από ένα σημείο και μετά, η προοπτική μίας οπτικοποιημένης εκδοχής του concept, υπό οποιαδήποτε μορφή, άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα, κυρίως λόγω του ότι οι παραγωγοί δεν μπορούσαν να διαχειριστούν το project, ούτε ακόμα και μετά την συνεισφορά των Cooper και Ezrin όσον αφορά τον χαρακτήρα που θα υποδυόταν ο Alice, παρέχοντας ουσιαστικά έναν «πιλότο» για το τι και πως θα έπρεπε να γυριστεί. Στο τέλος έμειναν με 7-8 ιδέες για ισάριθμα τραγούδια που να άξιζαν να δουλευτούν σε τραγούδια και συνέχισαν, καλή τη πίστη και παρά την στασιμότητα στο κινηματογραφικό κομμάτι, να εργάζονται αφοσιωμένα πάνω στο όραμα τους.

Από την όλη διαδικασία προέκυψαν έντεκα κομμάτια, με απώτερο σκοπό να στοιχειώσουν το μυαλό του ακροατή σε συνολική διάρκεια κάτι παραπάνω από 43 λεπτά. Την πόρτα στον βασανιστικό κόσμο του εφιάλτη του Steven την ανοίγει το τραγούδι που βάπτισε και το άλμπουμ, το “Welcome to my nightmare”. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Alice, προσπαθεί να προβάλλει ιδέες στον ανυποψίαστο ακροατή, βοηθώντας τον να σχηματίσει την δική του εικόνα, με ένα τραγούδι που κυκλοφόρησε και ως single, πηγαίνοντας μέχρι το νο. 45 των αμερικάνικων charts. Εδώ αρχίζει να στήνει το σκηνικό για τις φρίκες που θα ακολουθούσαν και παρόλο που το μπάσο του John ανοίγει ήρεμα με τις πρώτες νότες, ένα χαλαρωτικό καλωσόρισμα, όμως αναμφίβολα κάπου στο βάθος ελλοχεύει μία ανατριχίλα, μία άβολη αίσθηση, η οποία γίνεται εντονότερη όσο περνάει η ώρα. Και στην συνέχεια αναδύεται η πρώτη αναστάτωση, ο αρχέγονος φόβος του ανθρώπου απέναντι στο μικρό αλλά ενοχλητικά απειλητικό επίτιμο μέλος της ομοταξίας των Αραχνιδίων, την Μαύρη Χήρα, μέσα από τα “Devil’s food” και “Black Widow”, που τα γεφυρώνει ο συγκλονιστικός μονόλογος του Vincent Price, ο οποίος εδώ είναι ο έφορος μίας εκτεταμένης συλλογής αραχνών και η ψυχοπάθεια του έγκειται στην απόλυτη ταύτιση του με τον κυνηγό (την Μαύρη Χήρα), παρότι αυτός ανήκει στην κατηγορία των θυμάτων (άνθρωπος). Η ερμηνεία του είναι συναρπαστική και τρομακτική ταυτόχρονα, τόσο που μπορείς να τον δεις χωρίς να τον βλέπεις, καθώς τον συνεπαίρνει η παράνοια της αυτούσιας υποταγής στην σκοτεινή πριγκίπισσα των αραχνών, η οποία τελετουργικά καταβροχθίζει το αρσενικό του είδους της αφού πρώτα ζευγαρώσει μαζί του.

Το “Some folks” είναι ο διάδρομος για να αποδράσουμε από την απειλή της αράχνης, ένας ανάλαφρος σκοπός σε στυλ Broadway, που όμως δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις και πολύ καθότι συντηρεί ένα ειρωνικά συνωμοτικό ύφος που δεν σε αφήνει να κοιτάξεις ήρεμα μπροστά. Προφανώς κάπου θα αντιληφθείτε ότι το τραγούδι ρυθμικά πατάει πάνω στο πασίγνωστο “Fever” της Peggy Lee. Η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με το “Only women bleed”, που σίγουρα δεν αφορά την γυναικεία περίοδο, αλλά τον πόνο που υπομένει μία ταλαίπωρη γυναίκα, ως θύμα άνανδρης βίας από τον κακοποιητικό σύζυγο της. Είναι συγκινητικός ο τρόπος που εκφράζεται ο Alice σε αυτή την μπαλάντα, σύνθεσης Dick Wagner (από το προηγούμενο του σχήμα, τους FROST), για ένα θέμα που είναι βασανιστικό τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά. Το συγκεκριμένο τραγούδι η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Alice ως σόλο καλλιτέχνης, καθώς με την κυκλοφορία του πήγε στο καναδικό νο. 1 και στο αμερικάνικο νο. 12.

Στο πνεύμα του “School’s out” αλλά σε πιο εύθυμο τόνο, ο Alice δίνει πάλι την δύναμη στα παιδιά, με το “Department of Youth”, το οποίο ήταν και το δεύτερο single του “Welcome to my nightmare”, φτάνοντας μέχρι το νο. 7 στην Αυστραλία και στο «φτωχό» νο. 67 στις ΗΠΑ. Το ανίερο “Cold ethyl” ξαναφέρνει στο προσκήνιο  – μετά το “I love the dead” από το “Billion dollar babies” –  την βλάσφημη νεκροφιλία, επιβεβαιώνοντας ακόμη μία φορά την αξία του σοκ που καταθέτει ο μέγιστος shock rocker όλων των εποχών. Ο τίτλος είναι ένα παιχνίδι με τις λέξεις, “ethyl” από την μια που αναφέρεται στο οινόπνευμα και στο αλκοόλ, “Ethel” από την άλλη, όπως λέμε η «κρύα Έθελ», καθότι το αντικείμενο του πόθου του πρωταγωνιστή είναι μία νεκρή γυναίκα την οποία συντηρεί σε ένα ψυγείο. Τώρα, αν ονειρεύεται ή είναι ξύπνιος, δεν είναι και πολύ ξεκάθαρο εδώ. Όπως και αν η Ethel είναι τελείως νεκρή ή επανέρχεται στη ζωή στιγμιαία.

Το “Years ago” μας επαναφέρει βασανιστικά μέσα στην παιδική χαρά του εφιάλτη, με τον μικρό Steven να ακούει από μακριά την μητέρα του να τον φωνάζει (για πρώτη φορά με το όνομα του στο άλμπουμ) να γυρίσει σπίτι. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Alice, οι φωνές που ακούγονται στο παρασκήνιο, είναι παλιές ηχογραφήσεις από κάποιον υποτιθέμενο εξορκισμό. Σε αυτό το σημείο έρχεται η κορύφωση του δράματος με το σπαρακτικό “Steven”. H προσωπική έμπνευση του Alice για την δημιουργία του Steven προήλθε από τον Kilgore Trout, έναν χαρακτήρα που εμφανιζόταν στα βιβλία του διάσημου Αμερικάνου συγγραφέα Kurt Vonnegut, που αναφερόταν σε έναν αποτυχημένο συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας. Εδώ, ο χαρακτήρας του Alice είναι ο επτάχρονος Steven, που μας συστήνεται αυτοπροσώπως, δυστυχώς σε μία κατάσταση απελπισίας. Φοβάται το σκοτάδι, φοβάται ό,τι είναι αυτό που κρύβεται κάτω από το κρεβάτι του και κλείνει τα μάτια σφιχτά με την ελπίδα να φύγει μακριά αυτός ο απροσδιόριστος τρόμος που τον έχει κοκκαλώσει μέσα στον εφιάλτη του. Πάνω από όλα ο Steven βλέπει τον θάνατο κατάματα, μόνο που στην αφήγηση χάνεται η αίσθηση του χρόνου, μην γνωρίζοντας τελικά αν είναι όντως παιδί ή το παιδί που αυτός ως ενήλικος κρύβει μέσα του.

Το ξύπνημα (“The awakening”) δεν κάνει τα πράγματα καλύτερα, ένα κόκκινο υγρό στάζει από τα χέρια του Steven με αυτόν να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί όση ώρα βασανιζόταν στον ύπνο του. Ευτυχώς έρχεται το “Escape” να τελειώσει οριστικά τον εφιάλτη. Και πάλι όμως, είναι αμφίβολο το κατά πόσο ο εφιάλτης είναι χειρότερος από την πραγματικότητα. Υπάρχει μία θεωρία που τα δένει όλα μαζί και είναι η εξής: ο Steven είναι ένας νεκρόφιλος, κατά συρροή δολοφόνος. Και κυρίως, είναι ενήλικος. Ο μικρός Steven είναι το αγέννητο παιδί του και η Ethel είναι η μητέρα του παιδιού, η οποία εν ζωή δεν διέγειρε σεξουαλικά τον Steven και για αυτό της πήρε την ζωή. Αυτή αποτέλεσε την πρώτη του δολοφονία. Ταύτισε τον εαυτό του με την δολοφονική αράχνη, για την οποία ο φόνος είναι κάτι το τελείως φυσικό (και φυσιολογικό) και το δίχως άλλο, αν είναι ο ίδιος αράχνη τότε σίγουρα δεν είναι τρελός. Κάπου εκεί, υπάρχει κι ένας τέταρτος χαρακτήρας, μία μεταφυσική οντότητα που βοηθάει την ψυχή του μικρού Steven να φύγει. Αυτή η ιστορία ολοκληρώνεται δεκαετίες αργότερα, στο άλμπουμ “Along came a spider” (2008).

Το “Welcome to my nightmare” κυκλοφόρησε πριν 50 χρόνια και έγραψε ιστορία ως ένα από τα σημαντικά άλμπουμ του Alice Cooper. Με ένα θαυμάσιο εξώφυλλο από τον εικονογράφο Drew Struzan, το οποίο πλέον θεωρείται κλασικό και κατατάσσεται ανάμεσα στα καλύτερα εξώφυλλα όλων των εποχών, το άλμπουμ έκανε ιδιαίτερη αίσθηση όταν κυκλοφόρησε, αν και οι κριτικές ήταν ανάμικτες, καθώς πολλοί είχαν μείνει προσκολλημένοι στο σκληρό glam rock των παλαιότερων άλμπουμ. Σίγουρα, πάντως, αυτή η πρώτη απόπειρα του Alice Cooper ως σόλο καλλιτέχνης στέφθηκε με επιτυχία, ξεπερνώντας το “Muscle of love” και φτάνοντας στο αμερικάνικο νο. 5, ενώ μπήκε και στο βρετανικό top-20 (νο. 19). Το “Welcome to my nightmare” είναι πλέον πλατινένιο στις ΗΠΑ και δυστυχώς ούτε ο ίδιος ο Alice κατάφερε να το ξεπεράσει για πολλά χρόνια, μέχρι που αναγεννήθηκε από τις στάχτες του κάπου στο μέσο της δεκαετίας του ’80 με (όπως πάντα) θεαματικό τρόπο. Παράλληλα, τον Απρίλιο του 1975 προβλήθηκε στην αμερικάνικη τηλεόραση και το συνοδευτικό σόου με τίτλο “Nightmare”, στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο, πλάι στον Alice είχε και ο μεγάλος Vincent Price. Tο “Nightmare”, που με τον τρόπο του άνοιξε τον δρόμο σε πολλά ευφάνταστα βιντεοκλίπ την δεκαετία που ακολούθησε (πχ βλέπε “Thriller” από Michael Jackson) κέρδισε βραβείο Emmy την επόμενη χρονιά (κατηγορία “Best Video Tape Editing”).

Ακόμα πιο θεαματική ήταν η περιοδεία που ακολούθησε, εμφάνιση της οποία έχει καταγραφεί και στο live video “Welcome to my nightmare” – πρακτικά, το σόου στο Wembley (μπορείτε να το δείτε και στο YouTube). To σόου, που θα το ζήλευε ακόμα και μία θεατρική παράσταση του Broadway, περιλάμβανε πύργους, αράχνες, ένα τεράστιο κουτί με παιχνίδια, ένα επίσης τεράστιο κρεβάτι, μία κούκλα σε ανθρώπινο μέγεθος (την Ethel που λέγαμε παραπάνω) και έναν τεράστιο Κύκλωπα. Και όλα αυτά σε μία καλοστημένη χορογραφία που συνδυαζόταν με μαγνητοσκοπημένο υλικό που έπαιζε στο background. Κανείς μέχρι τότε δεν είχε κάνει μία τόσο μεγάλη παραγωγή μέχρι τότε, τουλάχιστον όσον αφορούσε τις rock συναυλίες. Η μπάντα έπαιζε πίσω από την σκηνή ενώ μπροστά έβγαινε μόνο ο Alice, ως κεντρικός πρωταγωνιστής σε ένα μικρό μιούζικαλ τρόμου, με χορευτές να τον συνοδεύουν σε σημεία του live. Ίσως το μεγαλύτερο κέρδος του Alice, όπως θα αποδεικνυόταν μετά από όλα αυτά τα χρόνια (μέχρι και σήμερα) ήταν ότι ανάμεσα στους χορευτές και τις χορεύτριες που τον συνόδευαν, βρισκόταν και μία νεαρή κοπέλα, η Sheryl Goddard, στην οποία τραγουδούσε ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι και αυτή τον πλησίαζε χορεύοντας, ώσπου να την πιάσει και να την σκοτώσει, με αυτή να μεταμορφώνεται μαγικά στην κούκλα που χρησιμοποιούσε ο Alice στο “Cold Ethyl”. Με την Sheryl ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν την επόμενη κιόλας χρονιά και – κόντρα σε όλους και σε όλα –  είναι μαζί μέχρι σήμερα. Τελικά, αυτός ο εφιάλτης του βγήκε σε καλό!

ΥΓ: Όπως πάντα, σε ό,τι αφορά τον Alice Cooper, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Κωνσταντίνο Κουζήγιαννη για την πολύτιμη βοήθεια του.

Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here