A day to remember… 13/9 [ANTHRAX]

0
234












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Worship music” – ANTHRAX
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2011
ΕΤΑΙΡΙΑ: Nuclear Blast
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Rob Caggiano, Jay Ruston
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Charlie Benante – ντραμς
Scott Ian – ρυθμική κιθάρα
Rob Caggiano – lead κιθάρα
Frank Bello – μπάσο
Joey Belladonna – φωνητικά

Η σχέση των ANTHRAX με την ηχογράφηση δίσκων, είναι μία πονεμένη ιστορία τα τελευταία 25 χρόνια, σχεδόν αλλεργική! Τρία χρόνια από το “Stomp 442” μέχρι το 1998 και το “Volume 8: The threat is real” (μεταξύ μας, θα μπορούσαν αμφότερα τα άλμπουμ να είχαν παραληφθεί από τη δισκογραφία τους). Το “We ‘ve come for you all”, κυκλοφόρησε το 2003 και ο θρόνος των DEF LEPPARD στις καθυστερήσεις ανάμεσα στους δίσκους, είχε αρχίζει να κλονίζεται, μέχρι που φτάσαμε στο 2011, οχτώ χρόνια αργότερα, για να έχουμε στα χέρια μας το “Worship music”!!! Να σας θυμίσω και τη συνέχεια; “For all kings” το 2016 και το ερχόμενο άλμπουμ τους ακόμη αγνοείται!!!

Στο μεταξύ, είχαν φροντίσει να μας γεμίσουν με διάφορες άλλες κυκλοφορίες, που σαν αρρωστάκια πήγαμε να αγοράσουμε, ανάμεσα στο “We ‘ve come for you all” και το “Worship music”, για το οποίο θα μιλήσουμε σ’ αυτό το κείμενο. Το “Music of mass destruction”, ήταν ένα χορταστικό live, που βγήκε μόλις το 2004, ένα χρόνο μετά το στούντιο άλμπουμ τους (το οποίο βγήκε και σε expanded version με bonus CD διάφορα καλούδια). Το “The greater of two evils”, είναι ένας δίσκος που μου άρεσε, αλλά περιείχε επανεκτελέσεις τραγουδιών της εποχής του Joey Belladonna με τον John Bush στα φωνητικά, ύστερα είχαμε το “Alive 2”, αυτή τη φορά με τον Belladonna στα φωνητικά, τη συλλογή “Anthrology: No hit wonders”, άλλο live, το “Caught in a mosh – BBC live in concert” (όπου ήδη είχα παρατήσει κάθε ελπίδα για δίσκο) και το split live από το Sonisphere, με το Big 4 όπου έπαιρναν μέρος… Ουφ… Κουράστηκα να τα απαριθμώ, πόσο μάλλον αν είναι να περιμένεις να βγει νέος στούντιο δίσκος.

Θα μου πείτε, γιατί τέτοια πρεμούρα για στούντιο δίσκο; Επειδή, φυσικά, δεν γίνεται να βγαίνεις συνεχώς περιοδείες (και μάλιστα να παίζεις σε πολύ καλές περιοδείες, όπως με τους IRON MAIDEN ή τους METALLICA), χωρίς να σε νοιάζει να βγάλεις νέο υλικό και να στηρίζεσαι αποκλειστικά στα τραγούδια της δεκαετίας του ’80, με ολίγη από 90s (δηλαδή το “Persistence of time” για να είμαστε πιο ακριβείς).

Υπάρχει μία πολύ σοβαρή δικαιολογία, πάντως, για τη συγκεκριμένη καθυστέρηση. Αφού είχαν περιοδέψει με τον Belladonna, εκείνος τους είπε ότι –αρχικά- δεν ήθελε να συμμετέχει σε στούντιο δίσκο και στράφηκαν εκ νέου στον John Bush, ο οποίος και αρνήθηκε. Πήραν λοιπόν τον Dan Nelson, πρώην frontman των DEVILSIZE, με τον οποίο ξεκίνησαν να ηχογραφούν αυτό που θα γινόταν το “Worship music”. Η συνεργασία του Nelson με τους ANTHRAX, αποδείχθηκε βραχύβια, πάντως, αφού «τον έστειλαν» κάποια στιγμή μέσα στο 2008, ενώ είχαν κάνει κάποια live μαζί του και προσπάθησαν να επανασυνδεθούν με τον John Bush, ο οποίος τελικά, αποφάσισε για μία ακόμη φορά να κάνει πίσω.

Εκείνη την περίοδο, είχε τύχει να συνομιλήσω με μέλος των ANTHRAX, όταν έψαχναν τραγουδιστή και υφάρπαξα την πληροφορία ότι μεγάλος στόχος τους –και είχαν φτάσει πολύ κοντά στο να πάρουν για τραγουδιστή τον Corey Taylor των SLIPKNOT / STONE SOUR!!! H Roadrunner, όμως, μόλις πληροφορήθηκε αυτή την είδηση, έθεσε βέτο, αφού ήθελε οπωσδήποτε να βγάλουν δίσκο οι SLIPKNOT (το “All hope is gone”) και η προσπάθεια αυτή, έπεσε στο κενό, οπότε τα κάστανα από τη φωτιά, έβγαλε ο Joey Belladonna, που μεταπείστηκε. Εντάξει, μιλάμε για μεγάλη κούραση, μ’ ένα rally τραγουδιστών που μόνο ο πρώην αντιπρόεδρος του Εδεσσαϊκού θα μπορούσε να περιγράψει με γλαφυρό τρόπο…

Πάμε στα του δίσκου, λοιπόν, έχοντας πει όλα αυτά, που είναι αναγκαία και απαραίτητα για να κατανοήσουμε το “Worship music”. Με όλες αυτές τις παλινωδίες, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να εστιάσει κανείς στη μουσική, ακούγοντας όμως το πρώτο δείγμα γραφής, που δόθηκε ως free download, το “Fight ‘em till you can’t”, καταλάβαινες ότι οι ANTHRAX ήρθαν να πάρουν κεφάλια και δεν αστειεύονταν. Εξίσου καλό ήταν το video clip του δίσκου, το “The devil you know” και μπορούσε κανείς να ακούσει το δίσκο με άλλον αέρα.

Το “We ‘ve come for you all”, μου άρεσε πολύ, το “Worship music” όμως, είναι ο καλύτερος δίσκος των ANTHRAX από την εποχή του “The sound of white noise”, άνετα. Κατ’ αρχάς, περιέχει ένα από τα καλύτερα τραγούδια της ιστορίας τους ολόκληρης, το “In the end”, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο κάποιων ηρώων τους/μας, όπως του Ronnie James Dio και του Dimebag Darrell. Τα δύο προαναφερθέντα τραγούδια, είναι πάρα πολύ δυναμικά και μπαίνουν στην πρώτη σειρά. Άλλο ένα πολύ καλό τραγούδι είναι το εισαγωγικό “Earth on hell”, ενώ με το “Judas Priest”, αποφεύγουν τις γραφικότητες, έχοντας σ’ ένα σημείο μόνο κάποιες «παραπομπές» στους μεγάλους Βρετανούς:
«Screaming, rapid fire genocide, Screaming, saints in Hell are running wild». Το “I’m alive”, μπορεί να μην είναι το καλύτερό τους τραγούδι στο άλμπουμ, είναι αυτό όμως το οποίο προτάθηκε για βραβείο Grammy στην κατηγορία “Best hard rock/Metal performance”, χάνοντας όμως από τους HALESTORM και το “Love bites (so do I)”.

Συνολικά, το άλμπουμ έχει πολύ καλές στιγμές και αν εξαιρέσει κανείς το πολύ μέτριο “Crawl”, αφήνει μόνο θετικές εντυπώσεις και με οδηγεί συχνά-πυκνά να το ξανακούω, δέκα χρόνια αργότερα, αντέχοντας το τεστ του χρόνου. Συνήθως οι καθυστερήσεις στην κυκλοφορία ενός δίσκου, αποβαίνουν σε βάρος του, αυτή τη φορά όμως, ευτυχώς, διαψευστήκαμε όλοι μας. Εντάξει, πάντα θα βρίσκονται δεινόσαυροι ανάμεσά μας, που να ακούνε μόνο τους πρώτους δίσκους των συγκροτημάτων, στην περίπτωση των ANTHRAX, η δισκογραφία τους έχει αρκετά διαμάντια και μετά το “Persistence of time”, είτε αρέσει σε κάποιους, είτε όχι.

Did you know that:

  • Στο δίσκο, έχει συνθετικά δικαιώματα και ο Dan Nelson, παρότι δεν τραγούδησε και μάλιστα σε 8 τραγούδια.
  • Το “I’m alive”, που προτάθηκε όπως είχαμε πει και για Grammy, είχε αρχικό τίτλο “Vampires” και ήταν το μοναδικό καινούργιο τραγούδι που είχε παρουσιαστεί ζωντανά, με τον Nelson πίσω από το μικρόφωνο. Οι κωλυσιεργίες, όμως, που συνέβησαν, οδήγησαν το γκρουπ, όχι μόνο να αλλάξει τον τίτλο, αλλά και τους στίχους, αφού αναφέρονταν στη διακυβέρνηση της Αμερικής από τον George Bush Jr. Με το δίσκο να καθυστερεί τόσο πολύ, ο Barack Obama, ήταν ήδη για αρκετά χρόνια πρόεδρος των ΗΠΑ, οπότε όλο αυτό το ζήτημα που πραγματεύονταν οι στίχοι ήταν σε …λάθος εποχή, οπότε ξαναγράφτηκαν από την αρχή…
  • To “Revolution screams” που κλείνει το δίσκο, δεν διαρκεί 16 λεπτά, φυσικά. Υπάρχει ένα hidden track, που ξεκινά μετά από πέντε λεπτά σιωπής και είναι μία διασκευή στο “New world” του hardcore/punk σχήματος από τη Σουηδία, REFUSED, συνεχίζοντας την παράδοση που έχουν οι ANTHRAX, να κάνουν διασκευές σκεφτόμενοι “out of the box”.

Σάκης Φράγκος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here