ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Requiem” – BATHORY
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1994
ΕΤΑΙΡΙΑ: Black Mark Production
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Quorthon
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Quorthon – Φωνητικά, κιθάρες
Kothaar – Μπάσο
Vvornth – Τύμπανα
Η προσφορά και η παρουσία των BATHORY, των Σουηδών τιτάνων (εντάξει, του Σουηδού Τιτάνα Quorthon, ας είμαστε ακριβείς), στον extreme metal χώρο και αλλά εν γένει σε αυτό που αποκαλούμε heavy metal, ήταν και είναι τεράστια. Η επιδραστικότητά τους, ανεξίτηλη, τα στίγματα στον σύγχρονο μεταλλικό κόσμο και ειδικότερα στο black metal, προφανή και μόνιμα παρόντα, ακόμα και αν η μουσική δεν αποτελεί κοινό σημείο μιας σύγχρονης μπάντας. Οι BATHORY, σίγουρα γαλούχησαν γενιές μουσικών μετά από αυτούς (αυτόν).
Όλες οι στιγμές τους όμως, παρότι κλασικές πλέον, δεν ήταν και απαραίτητα ίδιου επιπέδου μεταξύ τους. Οι BATHORY γέννησαν είδη, ένα από αυτά, αποδεκτό ή μη σαν «ταμπέλα» είναι το Viking metal. Ο γράφων το δέχεται κυρίως ως «στιχουργικό» είδος, παρά ως μουσικό παρακλάδι, όμως μια τέτοια περίπτωση δίσκου είναι και το “Requiem” του 1994, το οποίο φέτος κλείνει τα τριακοστά, ολοστρόγγυλα γενέθλια του.
Το έβδομο άλμπουμ των BATHORY, έρχεται σαν η συνέχεια της μπάντας, μετά την απόφαση του Quorthon να την «παγώσει», για να μπορέσει να επικεντρωθεί στην συγγραφή και κυκλοφορία του πρώτου προσωπικού του άλμπουμ. Το “Requiem”, είναι από την φύση του όμως ένα περίεργο άλμπουμ, το οποίο ναι μεν συνεχίζει την Βίκινγκ λογική του δημιουργού του, όπως την ξεκίνησε δυο δίσκους πριν, με το “Hammerheart” (με τα πρώτα δείγματα αυτής της επιλογής του Quorthon να κάνουν την εμφάνιση τους στο τρομερό “Blood fire death”, μουσικά όμως, δείχνει να κάνει ξεκάθαρα πισωγυρίσματα.
Με τις πρώιμες επιρροές του Quorthon να κάνουν προφανή επανεμφάνιση, το “Requiem”, επιστρέφει σε πιο thrash metal δομές, με τις συνθέσεις να είναι απλούστερες, τα κομμάτια πιο μικρά και πιο ωμά, τα δε φωνητικά, τα οποία ήταν καθαρά στις πρόσφατες δουλειές των BATHORY, αποκτούν και πάλι γρέζι, θυμίζοντας τις πρώτες δουλειές του συγκροτήματος.
Το άλμπουμ, παρότι καθαρό ως προς την κατεύθυνση του, στην συγκεκριμένη φάση, ήταν αρκετά μακριά από αυτά που καθόρισαν τελικά την ταυτότητα των BATHORY, δίνοντας ένα σύνολο εννέα τραγουδιών, με μεγαλύτερο και ίσως πιο λυρικό το ομώνυμο του δίσκου, ο οποίος στο σύνολο του, ήταν μόλις κάτι παραπάνω από μισή ώρα σε διάρκεια.
Η αφοσίωση του Quorthon στην κυκλοφορία του “Album”, του πρώτου του προσωπικού δίσκου, ο οποίος κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με το “Requiem”, το 1994, οι πειραματισμοί του με είδη όπως η grunge και το alternative rock, δίνουν την εντύπωση ότι και ο ίδιος, κάπου έχασε την ταυτότητα των BATHORY.
Όλα τα παραπάνω, είχαν σαν αποτέλεσμα, το “Requiem” να δίνει την εντύπωση ότι ήταν πρόχειρο, γραμμένο «στο πόδι», στερούμενο την παροιμιώδη και μοναδική έμπνευση του ανθρώπου που ταύτισε το όνομα του όσο λίγοι με την Σουηδική (και όχι μόνο φυσικά) μεταλλική σκηνή.
Ο διάδοχος δε του “Requiem”, συνέχισε να κρατά αυτήν την ρετρό thrash αισθητική, βαθαίνοντας ένα παράξενο χάσμα μεταξύ του ανθρώπου πίσω από τους BATHORY και των ίδιων των BATHORY όπως αυτοί υπήρχαν στην συνείδηση του κοινού. Πρέπει αυτό να απασχολεί τον καλλιτέχνη; Όχι! Ειδικά αν αυτό που κάνει έχει μεράκι. Το κακό όμως εδώ, είναι ότι φαίνεται το μεράκι και η έμπνευση να τέθηκαν σε παύση για την περίοδο 1994-1996, για τον Quorthon. Το “Blood on ice” του ‘96, ήρθε για να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά ξανά.
Μπορεί άραγε να υπάρχει «κακός» δίσκος BATHORY; Όπως όλες οι δουλειές τους, έτσι και το “Requiem”, έχει το κοινό του και τους οπαδούς του. Η μοίρα των πιονέρων όμως, είναι να πρωτοπορούν… και σε αυτήν την δισκογραφική στιγμή τους οι BATHORY, δεν πρωτοπόρησαν ακριβώς και ίσως αυτό να είναι η αιτία για την ανάμεικτη (προς πικρή) «γεύση» που άφησε το “Requiem” στα αυτιά των ακροατών του.
Φανούρης Εξηνταβελόνης