A day to remember… 14/9 [CYNIC]

0
599

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ – “Focus” – CYNIC
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
1993
ΕΤΑΙΡΙΑ
: Roadrunner
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
: CYNIC / Scott Burns
ΣΥΝΘΕΣΗ
ΜΠΑΝΤΑΣ:
Κιθάρα / Φωνητικά – Paul Masvidal
Κιθάρα – Jason Gobel
Μπάσο / Chapman Stick – Sean Malone
Τύμπανα – Sean Reinert

Με τα μέλη των CYNIC να έχουν κάνει το «αγροτικό» τους σε συγκροτήματα όπως οι MASTER, MONSTROSITY, ATHEIST και PESTILENCE, με πιο σημαντική τη συμμετοχή των Paul Masvidal και Sean Reinert στο “Human” των DEATH, οι CYNIC αποφασίζουν να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους. Έχοντας προκαλέσει αρκετά μεγάλη αίσθηση στο underground με τα demo τους, ο δρόμος για το συγκρότημα από το Miami μέχρι την ηχογράφηση του ντεμπούτου τους δεν ήταν ο πιο εύκολος τελικά.

Σταθερά μαζί από το 1987, οι Paul Masvidal και Sean Reinert, φίλοι από πρώτες τάξεις του δημοτικού, με κοινή αγάπη για τη μουσική και τη δημιουργία, ξεκίνησαν να προβάρουν ο ένας στο σπίτι του άλλου, με τη συμμετοχή του μπασίστα Mark van Erp στα δύο πρώτα demo, γνωστός από τη θητεία του τα επόμενα χρόνια με MONSTROSITY, MALEVOLENT CREATION και SOLSTICE, τον Jason Gobel στην δεύτερη κιθάρα και με την τελική προσθήκη του Tony Choy στο μπάσο, να φτάνουμε στο πιο αναγνωρίσιμο line-up της πρώιμης περιόδου των CYNIC. Με τη συγκεκριμένη σύνθεση ηχογραφούν και κυκλοφορούν το 1990 το τρίτο τους demo στα Μorrisound Studios στη Florida, με παραγωγό τον θρυλικό και guru του death metal ήχου, Scott Burns. Με έκδηλα πλέον τα στοιχεία που θα τους ξεχώριζαν από τα υπόλοιπα death metal συγκροτήματα όπως το πιο τεχνικό παίξιμο και οι περίπλοκοι ρυθμοί, το πολυπόθητο δισκογραφικό συμβόλαιο δεν έρχεται, παρότι τα μέλη των CYNIC τα συναντάμε την επόμενη σε πέντε κλασικά death metal άλμπουμ. Προσανατολισμένοι πάντα στην ηχογράφηση του ντεμπούτου τους, ειδικά από την στιγμή που οι Masvidal/Reinert έχουν γυρίσει στις Η.Π.Α. μετά την πρόωρη αποχώρηση των DEATH από την ευρωπαϊκή περιοδεία “Extravaganza Of Europe” λίγο πριν τις προγραμματισμένες τους εμφανίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι CYNIC βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις παρακάτω αντιξοότητες.

Αρχικά μέρος του εξοπλισμού τους είχε κατασχεθεί για σχεδόν πέντε μήνες από έναν Βρετανό promoter λόγω του χρέους που είχαν αφήσει οι DEATH από την ακύρωση της προαναφερθείσας περιοδείας και το χειρότερο ήταν η ολοσχερής καταστροφή του προβάδικού τους στο σπίτι του Jason Gobel από τον τυφώνα Andrew τον Αύγουστο του 1992, με αποτέλεσμα η ηχογράφηση του άλμπουμ να αναβληθεί. Παραδόξως το συγκρότημα αντιμετώπισε ψυχραιμία το τραγικό αυτό συμβάν και όντας κολλημένοι στο σπίτι τους και σε μία πόλη που είχε καταστραφεί, αφοσιώθηκαν πλήρως στα όργανά τους και στη συνθετική διαδικασία, όπου έπαιξε τεράστιο ρόλο στο πως διαμορφώθηκε το νέο υλικό που είχαν πλέον στα χέρια τους. Η τεχνική κατάρτιση των μελών είχε ξεφύγει, προκαλώντας ο ένας τον άλλον ενώ φυσικά προϋπήρχαν και οι κατάλληλες σπουδές και οι επιρροές εκτός του metal φάσματος από είδη όπως η jazz-fusion, experimental, world, new-age, electronic κλπ, με το μουσικό τους ύφος να γίνεται πιο περίπλοκο και η όλη τους εξέλιξη να είναι πλέον ευδιάκριτη στη μουσική που συνέθεταν. Οι ίδιοι έχουν περιγράψει πως η μουσική που είχαν συνθέσει μετά τον τυφώνα είχαν αλλάξει εντελώς τα τραγούδια και ήταν σαν να δούλευαν πάνω στη δεύτερή τους δισκογραφική δουλειά, χωρίς καν να έχει υπάρξει η πρώτη. Λίγο πριν όμως είχε προηγηθεί ένα demo τριών τραγουδιών, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την Roadrunner μετά από παρότρυνση του τραγουδιστή/κιθαρίστα των ATHEIST, Kelly Shaefer και του μουσικού συντάκτη Borivoj Krgin (ο οποίος έχει το site blabbermouth.net) έχοντας κεντρίσει το ενδιαφέρον του Monte Conner, υπεύθυνο του A&R τμήματος της εταιρείας με την οποία και υπέγραψαν. Η πρώτη επίσημη παρουσίαση των CYNIC γίνεται μέσω της συλλογής του 1993 “At death’s door II” με το τραγούδι “Uroboric forms” από το demo που είχαν στείλει στη Roadrunner δίπλα σε συγκροτήματα όπως οι DEATH, GORGUTS, MALEVOLENT CREATION, SUFFOCATION κ.α. με τους CYNIC να αναφέρονται στο booklet ως το πιο δημοφιλές underground σχήμα που δεν έχει βγάλει ακόμη δίσκο.

Τα βάσανα δεν έχουν τελειώσει όμως για τους CYNIC, μιας και ο μπασίστας Tony Choy αφού είχε αντικαταστήσει τον μακαρίτη Roger Patteson στους ATHEIST το 1991 και αργότερα μεταπήδησε στους PESTILENCE, τελικά προτίμησε να επιστρέψει στους ATHEIST και να ηχογραφήσουν το “Elements” αποχωρώντας οριστικά από τους CYNIC. Τον αντικαθιστούν με τον Darren McFarland o οποίος με τη σειρά του είχε αντικαταστήσει προσωρινά τον Tony Choy στους ATHEIST και μαζί του μπαίνουν στα Morissound Studios με παραγωγό τον Scott Burns. Έχοντας ηχογραφήσει τα τύμπανα και τις ρυθμικές κιθάρες σε μία μόλις εβδομάδα, συνειδητοποιούν πως ο McFarland δεν ταιριάζει στο ύφος του συγκροτήματος και ο Scott Burns τους προτείνει τον Sean Malone που δούλευε ως τεχνικός στο στούντιο. Κάνοντας διάλλειμα δύο εβδομάδων για να επιστρέψουν στο Miami και να προετοιμαστούν για το επόμενο session, ο Sean Malone δουλεύει πάνω στο υλικό που του έχουν υποδείξει και κυριολεκτικά το τελειοποιεί δίνοντάς του την ίδια στιγμή μια άλλη διάσταση με το άταστο μπάσο του και το chapman stick αποτελώντας αναπόσπαστο στοιχείο του άλμπουμ. Ο Paul Masvidal αφοσιώθηκε αποκλειστικά στα -περασμένα από vocoder- καθαρά φωνητικά και κάλεσαν τον Tony Teegarden, κιθαρίστας/τραγουδιστής των EPITAPH για τα death metal, με τη συμμετοχή της Sonia Otey και του Steve Gruden. To άλμπουμ ολοκληρώθηκε σε δύο εβδομάδες, με τον Scott Barnes να στηρίζει πλήρως το συγκρότημα, δουλεύοντας υπερωρίες χωρίς περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση γιατί αλλιώς δεν θα έφτανε το budget της Roadrunner ενώ για τη μίξη χρειάστηκαν περίπου τρεις μέρες στα Criteria Studios.

Στο άλμπουμ έδωσαν το όνομα “Focus” και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό το μουσικό αποτέλεσμα. Ειδικά από τέσσερις death metal τύπους αν και στην πραγματικότητα είχαν πάψει να ακούνε ακραίο metal όταν συνέθεταν το υλικό του. Το “Focus” αντικατοπτρίζει μια ωριμότητα που σπάνια βρίσκεις σε ντεμπούτο. H τεχνική τους κατάρτιση αν κι εξωπραγματική για τα metal δεδομένα δεν είναι αυτή καθαυτή η ουσία των CYNIC όσο η συνθετική αρτιότητα των τραγουδιών και η λατρεία τους για συγκροτήματα όπως οι WATCHTOWER και οι MAHAVISHNU ORCHESTRA. Η jazz fusion σφιχταγκαλιάζει το death metal παρελθόν τους, με το zen πλήρως αφυπνισμένο, την ενέργεια να διοχετεύεται με τρόπο ψυχοθεραπευτικό και την ακρόαση να αγγίζει τα όρια του διαλογισμού. Από τα καλύτερα progressive metal album και με διαφορά από τις πιο ευφυέστερες μπάντες που έχουν υπάρξει. Διαβάζεις στις συνεντεύξεις τους να μιλούν για τον Robert Fripp των KING CRIMSON όταν αναφέρονται στο instrumental “Textures”, το τελευταίο τραγούδι που έγραψαν για το δίσκο, ακούμε λούπες και ambient στοιχεία στο background, jazz-fusion συγχορδίες και progressive rock επιρροές που βρήκαν επιτυχώς το δρόμο τους στα τραγούδια, Charlie Parker αναφορές στο “How could I”, Allan Holdsworth, επικοινωνώντας με τον ακροατή με έναν τρόπο αρκετά πνευματιστικό. Όλα τα παραπάνω όμως χωρίς υπερβολές και κινήσεις εντυπωσιασμού κι έχοντας υψηλό αισθητικό κριτήριο. Οκτώ συνθέσεις η μία καλύτερη από την άλλη εκτελεσμένες από τέσσερις μουσικούς που σπάνια συναντάς στο ίδιο συγκρότημα. Η εύθραυστη, σχεδόν αέρινη άποψη του Paul Masvidal στην κιθάρα με το πιο συγκροτημένο και τεχνικό παίξιμο του Jason Gobel, το χαρακτηριστικό γεμίζοντας τα κενά παίξιμο του Sean Malone στο μπάσο θυμίζοντας Jaco Pastorius και το εξωπραγματικό παίξιμο του Sean Reinert, o οποίος δύο χρόνια πριν στο “Human” των DEATH, μόλις στα είκοσι του, είχε προλάβει να σβήσει και να θέσει νέα standard σχετικά με το πως εκτελείται το death metal drumming.

Η περιοδεία το 1994 με τους CANNIBAL CORPSE και SINISTER στις Η.Π.Α. καθώς και με τους PESTILENCE στην Ευρώπη και η εμφάνιση τους στο Dynamo Open Air, δεν βοήθησαν να μεταλαμπαδευτεί το μήνυμά τους μιας και ο απόηχος του δίσκου δεν ήταν τότε ο ίδιος με αυτός που δημιουργήθηκε χρόνια μετά την κυκλοφορία του μιας και το σκληροπυρηνικό death metal κοινό δεν τους δέχτηκε με ιδιαίτερη θέρμη, όπως είχε συμβεί και στην αντίστοιχη περίπτωση με τους ATHEIST. Στο ευρωπαϊκό σκέλος τον Sean Malone τον αντικατέστησε ο Chris Kringel, με τον Tony Teegarden να αναλαμβάνει τα death metal φωνητικά και η τραγουδίστρια των DEMONOMACY, Dana Cosley να γρυλίζει πίσω από τα keyboards στο αμερικάνικο.

Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως έπρεπε για το συγκρότημα, η σχέση τους με τη Roadrunner δεν ήταν η επιθυμητή, με ένα συμβόλαιο που τους δέσμευε για επτά άλμπουμ, το νέο υλικό κινούνταν σε αρκετά διαφορετικό ύφος και οι σχέσεις μεταξύ των μελών ήταν διαταραγμένες με αποτέλεσμα η διάλυση των CYNIC να έρθει μέσα στη χρονιά. Οι Masvidal, Reinert και Gobel μαζί με τον μπασίστα Chris Kringel και την τραγουδίστρια Aruna Abrams φόρμαραν τους PORTAL σε πιο ethereal dream pop ύφος κυκλοφορώντας ένα demo 10 τραγουδιών το 1995 το οποίο και κυκλοφόρησε επίσημα το 2012 ως CYNIC με τον τίτλο “The Portal tapes”, με το συγκρότημα να έρχεται σε επαφές με την Atlantic αλλά να μην προχωράει λόγω του συμβολαίου με την Roadrunner.

Όπως και να ’χει, τριάντα χρόνια μετά το “Focus” θεωρείται άλμπουμ-φάρος για όλα τα ανήσυχα συγκροτήματα εκεί έξω, από τους MESHUGGAH και τους THE DILLINGER ESCAPE PLAN μέχρι τους REVOCATION και τους OBSCURA και μάλιστα το καλοκαίρι που μας πέρασε οι CYNIC το παρουσίασαν ολόκληρο ζωντανά στην κοινή τους περιοδεία με τους ATHEIST, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο τη μνήμη των Sean Reinert και Sean Malone, που δυστυχώς από το 2020 δεν βρίσκονται κοντά μας.

Did you know that:

  • Το “Focus” επανακυκλοφόρησε το 2004 με επτά έξτρα τραγούδια. Τα “Veil of Maya”, “I’m but a wave to…” και “How could I” σε νέο remix από τον John Hiler, με το τελευταίο χωρίς το fade-out αλλά με ένα επιπλέον λεπτό και το “I’m but a wave to…” σε instrumental εκτέλεση ως hidden track και τα “Cosmos”, “The Circle’s gone” και “Endless endeavours” από το demo των PORTAL. Φέτος επανακυκλοφόρησε με νέα μίξη και remastered μορφή από τον Warren Riker (DOWN, CATHEDRAL, CROWBAR) υπό τον τίτλο “ReFocus”.
  • Για λογότυπο του συγκροτήματος και το εξώφυλλο του “Focus” οι CYNIC επέλεξαν το έργο “Angelic manifestation” (1974) του εικαστικού, Robert Venosa. Ο Venosa είχε φιλοτεχνήσει το λογότυπο των SANTANA για το άλμπουμ “Abraxas” (1970) καθώς και το εξώφυλλο για το προσωπικό άλμπουμ του κιθαρίστα, “Oneness: Silver dreams – Golden reality” (1979) και το “Mandala” του Γιαπωνέζου new age μουσικού, Kitarō. O Paul Masvidal ταξίδεψε μέχρι το Colorado για να τον συναντήσει και να συζητήσουν πάνω στο εξώφυλλο του “Focus” ξεκινώντας από τότε μία στενή συνεργασία και φιλία που διήρκησε μέχρι και τον θάνατό του στις 9 Αυγούστου 2011 και έργα του συναντούμε σε όλες τις κυκλοφορίες των CYNIC.
  • Οι CYNIC διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τους ATHEIST και σίγουρα ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι κοινές τους επιρροές από progressive rock και jazz-fusion. Όταν σκοτώθηκε ο μπασίστας τους Roger Patterson και μετά το άκυρο που έφαγαν από τον Doug Keyser των WATCHTOWER για να ηχογραφήσει το υλικό του “Unquestionable presence”, η αμέσως επόμενη επιλογή ήταν ο Tony Choy των CYNIC. Υπάρχει στο YouTube η πρώτη πρόβα των ATHEIST με τον Tony Choy την άνοιξη του 1991, με μέλη των CYNIC να είναι παρόντες. Ο Kelly Shaefer έχει δηλώσει σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των δύο συγκροτημάτων, πως οι CYNIC ήταν ένα jazz συγκρότημα με metal στοιχεία και οι ATHEIST ένα metal συγκρότημα με αντίστοιχα jazz στοιχεία.
  • Οι δίσκοι με συμμετοχή μελών των CYNIC πριν την ηχογράφηση του “Focus” είναι οι εξής: O Paul Masvidal έπαιξε κιθάρα στο “On the seventh day God c.. Master” και στο “Human” των DEATH μαζί με τον Sean Reinert. Νωρίτερα είχε αντικαταστήσει τον Rick Rozz για κάποιες εμφανίσεις των DEATH στο Μεξικό το 1989, κάνοντας το ίδιο και το 1990 όταν αντικατέστησε τον James Murphy κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το “Spiritual healing”. O Jason Gobel ηχογράφησε κάποια από τα solo στο ντεμπούτο των MONSTROSITY, “Imperial doom” και τέλος ο Tony Choy συμμετείχε στα “Testimony of the ancients” και “Unquestionable presence” των PESTILENCE και ATHEIST αντίστοιχα.
  • Πριν μπουν στα Morrisound για να ηχογραφήσουν το “Focus”, o Paul Masvidal είχε αποφασίσει πως δεν ήθελε πλέον να τραγουδάει brutal και είχαν ζητήσει από τον Brian DeNeffe των VIOGRESSION να αναλάβει τα death metal φωνητικά αλλά προσωπικά θέματα τον ανάγκασαν να γυρίσει πίσω στο Milwaukee πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις. Οι VIOGRESSION ήταν μία από τις support μπάντες στην περιοδεία για το “Human” κι εκεί τον είχε γνωρίσει ο Masvidal και είχε εντυπωσιαστεί από τη φωνή του που του θύμιζε τον Jon Tardy. Στη συλλογή των CYNIC, “Uroboric forms – The complete demo recordings” μπορείτε να ακούσετε την audition tape από το 1991.
  • Ο τυφώνας Andrew που διέλυσε το προβάδικο των CYNIC θεωρείται από τους πιο καταστροφικούς τυφώνες που χτύπησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατέστρεψε την περιοχή της νότιας Florida, προκαλώντας ζημιές ύψους 26,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων και με 15 ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους.
  • Οι CYNIC επανασυνδέθηκαν το 2006 χωρίς όμως τον Jason Gobel και τον Sean Malone να συμμετέχει αποκλειστικά στο studio, με εξαίρεση την εμφάνιση στο Graspop το 2014 και ένα μικρό tour στις Η.Π.Α. και την επόμενη χρονιά στην Ιαπωνία και στο Euroblast Vol. XI στη Γερμανία. H μοναδική φορά που ξανακούσαμε το line-up του “Focus” στην ίδια ηχογράφηση ήταν το 2006 για το τραγούδι “A Shaman’s whisper” από το δεύτερο άλμπουμ των GORDIAN KNOT, “Emergent”. Οι GORDIAN KNOT ήταν ένα progressive/fusion instrumental project του Sean Malone, με συμμετοχές από αρκετούς μουσικούς όπως ο Bill Bruford (YES, KING CRIMSON), Jim Matheos (FATES WARNING), John Myung (DREAM THEATER), Ron Jarzombek (WATCHTOWER, SPASTIC INK), Steve Hackett (GENESIS) κ.α.
  • Μέχρι και την επανασύνδεσή των CYNIC το 2006, μέλη τους συναντάμε στα ομώνυμα παρθενικά άλμπουμ των AGHORA, ANOMALY και O.S.I., στα “Ink compatible” των SPASTIC INK, “Surface tension” των CLOCKWORK και “A sceptic’s universe” των SPIRAL ARCHITECT, στο προσωπικό άλμπουμ του Sean Malone (“Cortlandt”), στις συλλογές “Guitars that rule the world Vol. 2: Smell the fuzz/The superstar guitar album”, “Working man” και “Roadrunner united” καθώς και στα δύο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι ÆΟΝ SPOKE και GORDIAN KNOT.

Κώστας Αλατάς

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here