A day to remember… 15/8 [AC/DC]

0
1101












ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Flick of the switch” – AC/DC
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1983
ΕΤΑΙΡΙΑ: Albert/Atlantic
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: AC/DC
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Brian Johnson
Κιθάρες – Angus Young
Κιθάρες – Malcolm Young
Mπάσο – Cliff Williams
Τύμπανα – Phil Rudd

Το 1983 ήταν μία κομβική χρονιά για το heavy metal. Μεταξύ πολλών άλλων, ένα σχετικά άγνωστο συγκρότημα από το Los Angeles, οι QUIET RIOT, κατάφερε το φαινομενικά αδιανόητο, κυκλοφορώντας το πρώτο heavy metal άλμπουμ που πάτησε την κορυφή των αμερικάνικων charts, το “Metal health”. Σε μία πιο underground σκηνή που έπαιρνε σάρκα και οστά στο Bay Area του San Francisco, τέσσερεις πιτσιρικάδες υπό το όνομα METALLICA κυκλοφόρησαν τον Ιούλιο το ντεμπούτο τους (και το πρώτο thrash άλμπουμ), με τον εμφατικό τίτλο “Kill ‘em all”, αλλάζοντας μια για πάντα το τοπίο στον σκληρό ήχο. Λίγο πριν, δε, ένα άλλο συγκρότημα από το Sheffield της Αγγλίας, οι DEF LEPPARD, είχαν βγάλει ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας (όπως θα αποδεικνυόταν), το τεράστιο “Pyromania”, που άνοιξε διάπλατα τις πύλες για μία νέα γενιά συγκροτημάτων, τόσο με τον άρτιο ήχο του αλλά και τις δυνατές συνθέσεις του. Την παραγωγή του “Pyromania” είχε επιμεληθεί ο γκουρού της κονσόλας, John “Mutt” Lange, που τρία χρόνια πριν είχε συμμετάσχει στο απόλυτο hard rock μεγαθήριο. Το “Back in black” των AC/DC.

Οι AC/DC είχαν ξεκινήσει την ξέφρενη πορεία τους στις ΗΠΑ με το “Highway to hell”, όπου ο κόσμος άκουσε για τελευταία φορά τον εκρηκτικό Bon Scott, πριν αυτός αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο τον Φλεβάρη του 1980 πνιγμένος από τον εμετό του στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου. Μετά το αρχικό σοκ, όχι μόνο δεν τα παράτησαν, αλλά πέταξαν ακόμα ψηλότερα, με τον πανάξιο Brian Johnson στα φωνητικά, κυκλοφορώντας το προαναφερθέν μνημείο του δυτικού πολιτισμού, το “Back in black”, το πιο εμπορικά επιτυχημένο rock άλμπουμ όλων των εποχών και το δεύτερο πιο επιτυχημένο στην ιστορία της ηχογραφημένης μουσικής, μετά το “Thriller” του Michael Jackson, το οποίο κυκλοφόρησε το … 1983!

Οι AC/DC, ωστόσο το 1983, είχαν ξεθυμάνει κάπως. Παρόλο που είχαν βγάλει το πρώτο τους νο.1 στις ΗΠΑ μόλις δύο χρόνια πριν, το ιστορικό “For those about to rock”, με εξώφυλλο το κανόνι στον χαρακτηριστικό χαλκόχρωμο φόντο, πάλι με τον Lange στην παραγωγή, η κορυφή του chart δεν μεταφράστηκε σε ανάλογες πωλήσεις, πουλώντας αρκετά λιγότερα αντίτυπα από το “Back in black”. Όχι ότι αυτό τους κατακρήμνισε εμπορικά, άλλωστε το μαύρο άλμπουμ τους πουλούσε με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό. Όμως τα αντίτυπα του “For those about to rock” δεν μπορούσαν με τίποτα να πιάσουν τα νούμερα του “Back in black”. Πλην αυτού, υπήρχε και ένα νέο κύμα νεαρών συγκροτημάτων, κυρίως από το Los Angeles, που έπαιζαν πολύ με το glam look και οι κυκλοφορίες τους είχαν πιο πολύ γυαλισμένο ήχο και μελωδίες από τον κλασικό, ποτισμένο με αλκοόλ, αλητεία, boogie και rock n’ roll, ήχο των AC/DC.

Μετά από δύο εξοντωτικές περιοδείες προς υποστήριξη και προώθηση των “Back in black” και “For those about to rock”, οι AC/DC έπρεπε να ξαναμπούν στο στούντιο για την επόμενη κυκλοφορία τους. Η τελευταία περιοδεία τελείωσε κάπου στα μέσα Δεκέμβρη του 1982 και έμελλε να είναι η τελευταία στην οποία συμμετείχε ο ντράμερ Phil Rudd, λόγω του εθισμού του στο ποτό και τα ναρκωτικά, καθώς και λόγω της ακύρωσης του ευρωπαϊκού σκέλους που επρόκειτο να ξεκινήσει τον Αύγουστο και αργότερα επαναπρογραμματίστηκε, εξαιτίας της ανεπάρκειας του. Μετά από καυγά με τον Malcolm Young, ο οποίος και ο ίδιος το είχε ρίξει για τα καλά στο ποτό, ο Rudd απολύθηκε από το συγκρότημα, με την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων και δεν επέστρεψε μέχρι το 1994. Την θέση του πήρε ο Άγγλος ντράμερ Simon Wright, μετά από εκτενείς οντισιόν (περίπου 700 τον αριθμό), ο οποίος είχε παίξει στα NWOBHM  σχήματα των A II Z και TYTAN (ο Wright παίζει στο δυνατό ντεμπούτο τους “Rough justice”)

Ένα άλλο επαγγελματικό διαζύγιο ήταν αυτό με τον παραγωγό John “Mutt” Lange, τον άνθρωπο που με την φροντίδα του οι AC/DC είχαν βελτιωθεί σε κάθε επίπεδο και είχαν εκτοξευθεί στους αμερικανικούς καταλόγους επιτυχιών. Τα “Highway to hell”, “Back in black” και “For those about to rock”, όπου ο Lange ήταν παραγωγός, ήταν οι δίσκοι που έκαναν τους AC/DC το ασύλληπτα μεγάλο όνομα που είναι σήμερα, όπως έκρινε και η Ιστορία εκ των υστέρων. Την δεδομένη χρονική περίοδο, ο Malcolm Young δεν ήταν και πολύ θερμός στην ιδέα του να συνεχίσουν με τον Lange, o οποίος, όχι μόνο είχε κάνει ακόμη μία μεγάλη επιτυχία με το “4” των FOREIGNER το 1981, αλλά θα έφτανε σε νέα ύψη με τους προαναφερθέντες DEF LEPPARD, τους CARS, τον Bryan Adams και την όμορφη σύζυγο του και country τραγουδίστρια Shania Twain.

Η επικρατούσα άποψη, αυτή του αρχηγού της μπάντας Malcolm δηλαδή, υπαγόρευε ότι το νέο άλμπουμ οφείλει να είναι ωμό, αυθόρμητο, σαν μία ζωντανή ηχογράφηση και όχι κάτι «περιποιημένο» στο στούντιο. Άλλωστε, θεωρούσε, και σε συνάρτηση με τα σκηνικά της περιοδείας τους, την επιβλητική καμπάνα και τα κανόνια, ότι το συγκρότημα είχε εκτραπεί από την αρχική του αποστολή, η οποία ήταν να παίζει διαβολεμένο rock n’ roll στην μέγιστη δυνατή ένταση και απόδοση και όχι να περιφέρεται σε όλο τον κόσμο σαν θεματικό πάρκο δίνοντας παραστάσεις. Ήθελε να απλοποιήσει ξανά τους AC/DC, χωρίς πολλές φανφάρες και φτιασιδώματα, κάτι που κατά την γνώμη του είχε χαθεί βαθμιαία από το “Highway to hell” και μετά. Προφανώς είχε μία πολύ συγκεκριμένη ιδέα σε αυτή την κατεύθυνση, αφού αποφάσισε να κάνει ο ίδιος την παραγωγή, με την συνδρομή του μεγαλύτερου αδελφού του George Young και του συνεργάτη του Harry Vanda, ένα απωθημένο που μάλλον το είχαν και οι τρεις από τότε που οι δύο τελευταίοι απομακρύνθηκαν πριν το “Highway to hell” για χάρη της δισκογραφικής τους εταιρείας Atlantic Records και του Lange.

Το αποτέλεσμα ήταν παρόμοιο με το “Powerage”, από την εποχή του Bon Scott. Ένα ακατέργαστο άλμπουμ, που δεν θα συμβιβαζόταν με το να γίνει απαραίτητα ηχητικά αρεστό στις νέες λεγεώνες οπαδών των AC/DC. Ακόμα και το εξώφυλλο του νέου άλμπουμ, που ονομάστηκε “Flick of the switch”, ήταν ένα απλοϊκό σκίτσο από τον γραφίστα Brent Richardson, που δείχνει τον Angus Young να κατεβάζει ένα υπερμεγέθη διακόπτη, κάτι που ίσως να μην βοήθησε στην περαιτέρω πορεία του όλου εγχειρήματος. Βέβαια, και το “Back in black” είχε ένα απλό μαύρο εξώφυλλο και τίποτα παραπάνω, χωρίς αυτό να το εμποδίσει να διαλύσει τον ανταγωνισμό! Το εξώφυλλο δεν άρεσε καθόλου στην Atlantic, η οποία θεώρησε ότι και το άλμπουμ δεν περιείχε κάποιο hit και σε αντίδραση στις μονομερείς πρωτοβουλίες των αδελφών Young, δεν ασχολήθηκε και πολύ με το εξώφυλλο αλλά και με το άλμπουμ γενικότερα θα έλεγε κάποιος. Με το συγκρότημα να μπαίνει στα Compass Studio στις Μπαχάμες, μετά την τελευταία του επίσκεψη εκεί στο “Back in black”, ηχογράφησε το νέο άλμπουμ μεταξύ Απριλίου και Μάϊου 1983, με τον συνεργάτη τους Άγγλο μηχανικό ήχου Tony Platt .

Το άλμπουμ ανοίγει με το αργόσυρτο “Rising power”, όπου τα σεξουαλικά υπονοούμενα δίνουν και παίρνουν, κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη για τραγούδι των AC/DC, ενώ ενδεικτικά φαίνεται εδώ και η αλλαγή στην παραγωγή και τον ήχο του συγκροτήματος. Λίγο καλύτερο το “This house is on fire” που οδηγεί στο ομώνυμο και παρόμοιο “Flick of the switch”, το οποίο κυκλοφόρησε, αρκετούς μήνες αργότερα, ως το δεύτερο single του άλμπουμ. H πιο απλή προσέγγιση που χαρακτηρίζει όλη την ηχογράφηση αντικατοπτρίζεται και στο video clip του τραγουδιού, το οποίο γυρίστηκε με το συγκρότημα περιστοιχισμένο από ενισχυτές και κιβώτια που έγραφαν “AC/DC” στο πλάι, στην μέση ενός υπόστεγου που χρησιμοποιούνταν από αεροπλάνα. Η μόνη τους εντολή προς το συνεργείο ήταν «εμείς παίζουμε, εσείς τραβάτε, πηγαίνετε γύρω μας, κάντε ό,τι στο διάολο θέλετε, απλά θέλουμε να το τελειώσουμε σήμερα». Η πρώτη πλευρά δεν κρύβει άλλες ιδιαίτερες συγκινήσεις με τα “Nervous shakedown” (τρίτο single, για το οποίο επίσης γυρίστηκε video clip) και το γρήγορο boogie “Landslide” που ακολουθούν να μην διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας. To “Nervous shakedown” ήταν το πιο πετυχημένο από τα τρία singles του δίσκου στο Ηνωμένο Βασίλειο, φτάνοντας μέχρι το νο. 35.

Στην δεύτερη πλευρά, ωστόσο, ακούμε το εκπληκτικό “Guns for hire”, ένα από τα καλύτερα τραγούδια των AC/DC στα 80s και το πρώτο single από το εν λόγω άλμπουμ. Έφτασε μέχρι το νο. 37 του UK Singles Chart και στο νο. 84 του Billboard Hot 100 στις ΗΠΑ. Η κορυφή του “Flick of the switch”, για να ακούσουμε πάλι κάτι από τα ίδια και τα ίδια στο ορμονικά φορτισμένο “Deep in the hole”. Μέχρι αυτό το σημείο, παρολαυτά, ήταν φανερό ότι οι AC/DC ανακύκλωναν ιδέες και έπεφταν σε επαναλήψεις. Το “Bedlam in Belgium” είναι αρκετά καλό, στο στυλ του “Guns for hire”, ένας ρυθμός που νομίζει ταιριάζει στους AC/DC. Όμως, πιο ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία πίσω από τους στίχους, που αφηγούνται τα γεγονότα της εμφάνισης του συγκροτήματος στο Βέλγιο κατά την περιοδεία του “Let there be rock”, στην πόλη Kontich του Βελγίου, όταν ξέσπασαν επεισόδια καθώς η αστυνομία προσπάθησε να σταματήσει την συναυλία αφού το συγκρότημα φέρεται να αγνόησε την αυστηρή εντολή τους να σταματήσουν στις 11 μ.μ., όπως ίσχυε μέχρι τότε στην μικρή βελγική πόλη. Το “Badlands”, προτελευταίο και σε στυλ “Bad boy boogie” αντηχεί λίγο LED ZEPPELIN στο βάθος, ενώ στο κλείσιμο με το “Brain shake” δεν γύρισαν και πολλά κεφάλια. Και όλα αυτά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του φοβερού (για μία ακόμη φορά) τραγουδιστή τους Brian Johnson, ο οποίος πιστώνεται όλες τις συνθέσεις του άλμπουμ μαζί με τους αδελφούς Young.

Το ένατο άλμπουμ των AC/DC κυκλοφόρησε την 15η Αυγούστου 1983, 40 χρόνια πίσω. Ναι σοκάρομαι κι εγώ όταν ακούω ότι από το 1983 έχουν περάσει τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες, αλλά είναι η σκληρή και αμείλικτη αλήθεια. Όπως και ότι το “Flick of the switch” δεν έκανε και ιδιαίτερη εντύπωση στον κόσμο που περίμενε τον διάδοχο των “Back in black” και “For those about to rock”. Την χρονιά που κυκλοφόρησαν μνημεία του χώρου, όπως το “Pyromania” των DEF LEPPARD που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα από τον Γενάρη με τον John “Mutt” Lange παραγωγό, το επίσης επιτυχημένο “Eliminator” των ZZ TOP, το “Piece of mind” των IRON MAIDEN (επίσης ηχογραφημένο στα Compass Point τους μήνες που προηγήθηκαν του “Flick of the switch”), το νο. 1 άλμπουμ “Metal health” των QUIET RIOT και το φανταστικό ντεμπούτο των DIO, “Holy diver”, η πρόταση των AC/DC για το 1983 υπολειπόταν σε πολλά σημεία για να καταφέρει να πιάσει έστω τον προκάτοχο του. Το “Flick of the Switch” έφερε τους AC/DC στην προ-“Back in black” εποχή (για σύγκριση με το “Highway to hell” μουσικά, ούτε συζήτηση), φτάνοντας στις ΗΠΑ μέχρι το νο. 15 του Billboard και μετά βίας ξεπερνώντας το ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε πωλήσεις τον Γενάρη του 2001, με αποτέλεσμα να γίνει πλατινένιο μετά από 18 χρόνια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα πήγε λίγο καλύτερα στα charts, φτάνοντας μέχρι το νο.4. Άξιζε αυτή η μοίρα στο άλμπουμ;

Εδώ φάνηκε ξεκάθαρα ότι το ρίσκο που πήρε βάσει πείσματος και εμμονής ο Malcolm Young δεν του βγήκε σε καμία περίπτωση. Όχι μόνο δεν άφησε κάτι αξιομνημόνευτο στον μακρύ κατάλογο επιτυχιών των AC/DC αλλά σήμανε την αρχή μίας περιόδου …ανθυποπαρακμής για την μπάντα, που θα τελείωνε προς το τέλος της δεκαετίας. O Malcolm, ακόμα πιο χολωμένος από την μη αναμενόμενη γι’ αυτόν (αλλά κάπως δικαιολογημένη για όλους τους υπόλοιπους) αποτυχία του “Flick of the switch” ξεκίνησε έναν κύκλο εκκαθαρίσεων, που στο μυαλό του είχε ξεκινήσει με τον Lange και τον προβληματικό Rudd, συνεχίζοντας με τον tour manager του συγκροτήματος (όταν τα εισιτήρια σε κάποιες εμφανίσεις εμφάνισαν πτωτικές τάσεις), Ian Jeffrey και τον έμπειρο manager τους Peter Mensch, που στράφηκε στο πολύ πιο συνεργάσιμο και ελπιδοφόρο συγκρότημα των DEF LEPPARD. Μέχρι και ο φωτογράφος της μπάντας (!) Robert Ellis είδε την πόρτα της εξόδου, ούτε αυτός γλύτωσε την μανία του Malcolm. Μετά από χρόνια, βέβαια, ο κιθαρίστας, αποδεχόμενος έμμεσα τα λάθη του “Flick of the switch”, θα έλεγε ότι «το άλμπουμ ήταν καλό, απλά έγινε όλο πολύ βιαστικά». Εγώ πάλι, από το ταπεινό μου μετερίζι, θα έλεγα ότι δεν κατάφερε την δεδομένη περίοδο να στηρίξει τις αλλαγές που ήθελε να κάνει στην κατεύθυνση της μπάντας με το υλικό που είχε (ή καλύτερα να πω δεν είχε) στη διάθεσή του.

Τουλάχιστον, στο πλαίσιο της περιοδείας που ακολούθησε ακριβώς ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, έκαναν μία ακόμη headline εμφάνιση στην Μέκκα των heavy metal φεστιβάλ, στο Monsters of Rock στο Donington της Αγγλίας. Ενδεικτικά, να πούμε ότι το bill από κάτω τους (με χρονική σειρά εμφάνισης) ήταν τα αλητήρια ομορφόπαιδα MOTLEY CRUE, οι ασύλληπτοι ACCEPT με το κορυφαίο άλμπουμ “Balls to the wall”, οι πάντα αξιόπιστοι Y & T, o μεγάλος Gary Moore με την προσωπική του μπάντα, ο θρύλος Ozzy Osbourne και ακριβώς πριν οι VAN HALEN, στην μοναδική τους εμφάνιση εκεί, ίσως το μεγαλύτερο συγκρότημα της Αμερικής εκείνη την εποχή, με τελευταίο άλμπουμ το διαμαντένιο (πλέον) “1984”. Μάλιστα, υπήρχε κι μία κόντρα δηλώσεων εκείνες τις μέρες μεταξύ VAN HALEN και AC/DC, που κορυφώθηκε την ημέρα της συναυλίας (υπάρχει και σχετική κάλυψη του event από την αγγλική τηλεόραση, όπου ανταλλάσσονται οι ανάλογες ατάκες) με τελικό αποτέλεσμα την…ισοπαλία, αφού μοιράστηκαν τις εντυπώσεις. Οι συναυλιακές αναμετρήσεις συνεχίστηκαν και στις αρχές της επόμενης χρονιάς, αφού οι AC/DC εμφανίστηκαν, στο τέλος της περιοδείας του “Flick of the switch”, τον Γενάρη του 1985, στο έτερο ιστορικό μουσικό γεγονός του Νοτίου Ημισφαιρίου αυτή την φορά, στην Βραζιλία και το πρώτο φεστιβάλ “Rock In Rio”, επίσης μεταδιδόμενο μέσω της βραζιλιάνικης τηλεόρασης. To “Rock in Rio” διεξήχθη μεταξύ 11 και 20 Γενάρη και οι AC/DC έπαιξαν ως headliners δυο βραδιές, την 15η και την 19η Γενάρη! Την δεύτερη βραδιά είχαν από κάτω τους πολύ δυνατά ονόματα όπως οι δημοφιλέστατοι SCORPIONS, πάλι ο Ozzy Osbourne και οι WHITESNAKE, την εποχή πριν κάνουν το μεγάλο μπαμ στις ΗΠΑ και έχοντας κυκλοφορήσει το εξαιρετικό “Slide it in” την προηγούμενη χρονιά. Για τους κεραυνούς από την Αυστραλία, πάντως, θα περνούσε τουλάχιστον μία πενταετία μέχρι να ξαναβρούν τα πατήματά τους και να κάνουν την μεγάλη τους επιστροφή. Όμως αυτή είναι μία άλλη ιστορία, που θα την πούμε κάποια άλλη φορά!

Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here