A day to remember… 15/9 [DEEP PURPLE]

0
233

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Fireball” – DEEP PURPLE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1971
ΕΤΑΙΡΙΑ: Harvest/EMI
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Deep Purple
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Ian Gillan – φωνητικά
Ritchie Blackmore – κιθάρα
Jon Lord – πλήκτρα
Roger Glover – μπάσο
Ian Paice – ντραμς

Τον Ιούνιο του 1970 κυκλοφόρησε από τους DEEP PURPLE το απόλυτο hard rock άλμπουμ, το “In rock” (1970), μαζί με το (παραδόξως) εκτός άλμπουμ single “Black night”, που ήταν και τα μεγάλα breakthrough του συγκροτήματος, φτάνοντας στα νο. 4 και 2 των βρετανικών charts, αντίστοιχα. Η ιδέα του να γράψει κάποιος το διάδοχο άλμπουμ του δίσκου που άλλαξε δια παντώς τον χάρτη της σκληρής μουσικής, μπορεί να τρομοκρατούσε οποιοδήποτε συγκρότημα. Αναπόφευκτα το επόμενο εγχείρημα των PURPLE έγινε ένα project υπό τρομερή πίεση. Οτιδήποτε θα έβγαινε στη συνέχεια μοιραία θα περνούσε από ένα πολύ πολύ ψιλό κόσκινο οπαδών, δημοσιογράφων και ακόμα και των ίδιων των μελών του συγκροτήματος.

Οι DEEP PURPLE είχαν υιοθετήσει μία εξαντλητική συναυλιακή πολιτική. Προηγουμένως, οι εμφανίσεις τους στην ηπειρώτικη Ευρώπη ήταν αραιές και εκ των υστέρων θεώρησαν πως αυτό συνέβαλε στο ασθενές προφίλ τους. Ήταν ένα λάθος που δεν ήθελαν να επαναλάβουν. Με την τεράστια επιτυχία του “In rock”, η ζήτηση αυξήθηκε κατακόρυφα και οι ζωντανές εμφανίσεις της μιας βραδιάς, μαζί με σύντομες περιοδείες σε όλη την Ευρώπη έβαλαν το συγκρότημα σε μία σωματική και ψυχική μέγγενη.

Το management τους, άδραξε την ευκαιρία και τους δούλεψε μέχρι τελικής πτώσεως στις ζωντανές εμφανίσεις και σύντομες στούντιο ηχογραφήσεις στα ενδιάμεσα διαστήματα. Φυσικά μιλάμε για τους PURPLE, όπερ και σημαίνει ότι σχεδόν τίποτα δεν πήγε σύμφωνα με το πρόγραμμα και χωρίς περιπέτειες. Ο Blackmore είχε δει την απόφασή του να ακολουθήσει (και να πείσει τους άλλους να ακολουθήσουν) την hard rock κατεύθυνση να δικαιώνεται εκ του αποτελέσματος. Έβλεπε τον εαυτό του όλο και περισσότερο ως το επίκεντρο της μπάντας. Ως εκ τούτου, γινόταν ολοένα και δυσκολότερο να συνεννοηθεί κάποιος μαζί του. Από την άλλη, ο Ian Gillan, μια επίσης ισχυρή προσωπικότητα, δεν απέδιδε στον ιδιόρρυθμο κιθαρίστα τα credits που ο τελευταίος αισθάνθηκε ότι του άξιζαν, με αποτέλεσμα η σχέση τους να εξελιχθεί σε ιδιαίτερα τεταμένη. Ο Gillan το είχε ρίξει στο ποτό για να την παλέψει, κάτι που απλά επιδείνωσε την κατάσταση. Όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος, δεν θυμόταν τίποτα αναφορικά με την συγκριμένη περίοδο.

Όπου δεν υπήρχαν συγκρούσεις προσωπικοτήτων, υπήρχαν θέματα υγείας. Ο Lord είχε πόνους στην πλάτη, από την εποχή που ήταν ο roadie του εαυτού του στους ARTWOODS, οπότε και έπρεπε να μεταφέρει ο ίδιος το Hammond του. Ήταν τόσο χάλια, που το συγκρότημα αναγκάστηκε να ακυρώσει εμφανίσεις κατά διαστήματα. O δε Glover, είχε θέματα με το στομάχι του, λόγω έντονου άγχος, σε σημείο που λιποθύμησε κατά την διάρκεια συναυλίας (και όχι μόνο μία φορά).

Πριν ξεκινήσουν τις ηχογραφήσεις του νέου άλμπουμ, οι PURPLE επιλέχθηκαν ως headliners την τρίτη μέρα του National Jazz and Blues Festival στο Plumpton του Sussex. Όμως οι progressive rockers YES, που κανονικά θα έβγαιναν πριν τους PURPLE, καθυστέρησαν να φτάσουν στον χώρο (ίσως και επίτηδες), με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι DEEP PURPLE να βγουν πρώτοι. O Blackmore, όντας φύσει ανταγωνιστικός και μην επιθυμώντας να τους κλέψουν την δόξα οι YES, έδωσε μυστικά εντολή στον προσωπικό του roadie να βάλει φωτιά στους ενισχυτές του, με απώτερο να καταστρέψει την σκηνή και να μην μπορέσουν να παίξουν οι YES! Ευτυχώς για όλους, roadie άλλου συγκροτήματος επενέβη άμεσα με έναν πυροσβεστήρα, αποσοβώντας την επικείμενη καταστροφή.

Επισκέφτηκαν τις ΗΠΑ τέλη Αυγούστου, όπου επίσης το προφίλ τους έπασχε, για να παίξουν ολόκληρο το κλασικότροπο “Concerto for group and orchestra” στο Hollywood Bowl. Δυστυχώς, αυτό που τους πρόσφερε εκτεταμένη δημοσιότητα στην πατρίδα τους δεν κατάφερε να συγκινήσει τους Αμερικανούς. Όμως ο Lord δεν πτοήθηκε. Έγραψε την μουσική για το γουέστερν “The Last Rebel” (1971), ενώ παράλληλα, έχοντας γράψει πέντε συμφωνικά κομμάτια εμπνευσμένα από τα μέλη των DEEP PURPLE, τα έπαιξε ζωντανά τον Σεπτέμβριο του 1970 στο Royal Festival Hall με την ορχήστρα “The Light Music Society” (αυτό κυκλοφόρησε το 1993 ως “Gemini Suite Live”). Αργότερα, ο Lord ηχογράφησε και κυκλοφόρησε το πρώτο solo άλμπουμ του με τίτλο “Gemini Suite” (1971). Με την συνδρομή της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου, είχε συμμετοχές από τους Ian Paice και Roger Glover καθώς και τον Albert Lee (κιθάρα) και τους Yvonne Elliman και Tony Ashton (φωνητικά). Δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία (έφτασε μόνο μέχρι το αυστραλιανό νο. 42) άλλα οδήγησε στην κυκλοφορία των “Windows” (1974) και “Sarabande” (1976).

Οι πρώτες δειλές απόπειρες για τον διάδοχο του “In rock” έλαβαν χώρα στον Σεπτέμβριο, στο στούντιο De Lane Lea του Λονδίνου το οποίο είχε δημιουργηθεί από τον Γάλλο Ταγματάρχη και διπλωματικό ακόλουθο William De Lane Lea, με αρχικό στόχο να μεταγλωττίζει βρετανικές ταινίες στα γαλλικά. Το μοναδικό τραγούδι που ολοκληρώθηκε ήταν το χιουμοριστικό “Anyone’s daughter”, που μουσικά δεν παρέπεμπε καθόλου στην προηγούμενη δουλειά τους. Ο Blackmore εμπνεύστηκε τον σκοπό αυτό από τους αγαπημένους του country κιθαρίστες και τον συνάδελφο του στους TEN YEARS AFTER, Alvin Lee.

Το “Anyone’s daughter” ηχογραφήθηκε μετά από εκτενή συζήτηση σχετικά με το πόσο γαμάτοι και heavy είχαν γίνει σαν μπάντα, όταν ο Blackmore άρχισε να παίζει χαλαρά έναν σκοπό στην κιθάρα. Ιδιαίτερη ήταν και η ιστορία που σκέφτηκε ο Gillan για να συνοδεύσει αυτή την μελωδία, αλλά αργότερα παραδέχτηκε ότι ενώ είχε πλάκα σαν διαδικασία, ήταν λάθος να συμπεριληφθεί στο άλμπουμ. Ενδεικτικό ήταν ότι αργότερα, καθώς παίχτηκε ζωντανά λίγο πριν την κυκλοφορία του νέου δίσκου, η ανταπόκριση του κόσμου ήταν κάπως μουδιασμένη και έτσι εγκαταλείφθηκε σύντομα. Σε εκείνο το session o Paice ξεκίνησε να αναζητεί εκτός θαλάμου στούντιο τον ιδανικό ήχο για τα drums του, κάτι το οποίο έκανε από εκείνες τις μέρες και έπειτα, στήνοντας το σετ του στους διαδρόμους.

Ο Blackmore κατάφερε να κλέψει την παράσταση στην Γαλλία όπου έπαιξαν για πρώτη φορά και κατέστρεψε την Fender του μπροστά στο έκπληκτο κοινό (επίσης για πρώτη φορά). Στην Γαλλία έκανε και μία χοντρή «πλάκα» στον Gillan που έκτοτε θεωρούσε (κάπως σαδιστικά) ότι αυτό το σκηνικό ήταν που καθόρισε τις μεταξύ τους κακές σχέσεις. Ο σατανικός Μαυροντυμένος τράβηξε την καρέκλα του τραγουδιστή σε ένα nightclub στο Παρίσι, με αποτέλεσμα ο Gillan να σκάσει με το κεφάλι από ύψος περίπου 4,5 μέτρων. Ο Ritchie ήταν άνθρωπος που γενικά δεν είχε φίλτρα στην συμπεριφορά και στα λόγια του.

Μετά από μία σειρά ζωντανών εμφανίσεων μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, λόγω της ετεροχρονισμένης μεγάλης επιτυχίας του προηγούμενου τους single “Black night”, έγινε αντιληπτό ότι έπρεπε οπωσδήποτε να κινητοποιηθούν σχετικά με το επερχόμενο άλμπουμ και αποφάσισαν να απομονωθούν προκειμένου να αφοσιωθούν στο γράψιμο και (θεωρητικά) την ηχογράφηση εντός του Ιανουαρίου του 1971. Έτσι, τις δύο τελευταίες εβδομάδες του Δεκέμβρη, στο χωριό του Welcombe, κοντά στην ακτή του Devon, ένα κομβόι εθεάθη να κατευθύνεται προς την αγροικία Hermitage. Σύζυγοι, σύντροφοι και roadies κατέλαβαν το γραφικό ησυχαστήριο, κάνοντας σύντομα αισθητή την παρουσία τους και όλοι μαζί, μην έχοντας και ιδιαίτερη όρεξη για δουλειά, χαλάρωναν με φόντο τις ειδυλλιακές ανεμοδαρμένες ακτές του Ατλαντικού ωκεανού.

Σύμφωνα με τον Glover, τα πρώτα σοβαρά προβλήματα ξεκίνησαν στο Hermitage. Υπήρχε μεγάλη ένταση ανάμεσα στον Lord και τον Blackmore, με τον Glover να προσπαθεί διαρκώς να μεσολαβήσει ανάμεσα τους. Ο Gillan ήταν μονίμως με ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι, για το μεγαλύτερο μέρος αυτών των sessions. Εκείνες τις ημέρες ο Ritchie ανέδειξε ένα ακόμα κρυφό… ταλέντο του, διοργανώνοντας τελετές επίκλησης πνευμάτων! Σε ανάλογο πνεύμα να φανταστείτε τον Glover να διαβάζει το βιβλιαράκι του μέσα στην νύχτα και ξαφνικά να διαπερνάει την πόρτα του δωματίου του ένα τσεκούρι διαλύοντάς την. Όντας σε αμόκ, ο μπασίστας άρπαξε ένα σπασμένο πόδι καρέκλας και πήρε στο κυνήγι τον απρόσκλητο επισκέπτη, φτάνοντας οριακά στο σημείο να μην κοπανήσει μέχρι θανάτου τον θύτη, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Blackmore!

Οι μέρες περνούσαν αλλά ο ελέφαντας στο δωμάτιο δεν γινόταν πια να αγνοηθεί. Έπρεπε να ετοιμάσουν το επόμενο άλμπουμ τους. Τα σχέδια να ολοκληρώσουν τον Φεβρουάριο του ’71 και να κυκλοφορήσουν δίσκο τον Μάρτιο φαίνονταν ολοένα και πιο αισιόδοξα. Ούτε λόγος για την ιδέα που είχαν να κυκλοφορήσουν ένα διπλό άλμπουμ στην τιμή του μονού, σαν δώρο προς τους fans, με bonus live βινύλιο. Με όλο τον εξοπλισμό τους στημένο και να τους περιμένει (μάταια), μπήκαν στην διαδικασία να τζαμάρουν εν τέλει, και ένα από αυτά τα sessions κατέληξε να είναι η βάση του “Strange kind of woman”.

Το “Strange kind of woman” δεν συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ (στην βρετανική και την ευρωπαϊκή κυκλοφορία) αλλά κυκλοφόρησε μόνο σαν single, με b-side το “I’m alone”. To τελευταίο ήταν μία ιδέα του Gillan από την εποχή των EPISODE SIX (το προηγούμενο συγκρότημά του) και μουσικά ακολουθούσε το “Grabsplatter”, ένα άλλο ακυκλοφόρητο instrumental από το “In rock”. Στις ΗΠΑ και τον Καναδά το “Strange kind of woman” κυκλοφόρησε κανονικά στο άλμπουμ. Έχοντας αρχικά τον γραφικό τίτλο “Prostitute”, έγινε το δεύτερο σερί επιτυχημένο single τους στην Βρετανία, φτάνοντας μέχρι το νο. 8 των σχετικών charts και πουλώντας 20 χιλ. αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα. To ίδιο έγινε και στην Γερμανία, ενώ στην Δανία το single έφτασε στο νο. 1. Τους χάρισε και μία δεύτερη εμφάνιση στο ιστορικό μουσικό σόου “Top of the Pops” που δυστυχώς δεν υπάρχει κάπου.

Ο Gillan το παρουσίαζε στο κοινό, λέγοντας πως είχε γραφτεί για ένα φίλο τους που έμπλεξε με μία διαβολική γυναίκα, την οποία στο τέλος παντρεύτηκε και μετά από λίγες μέρες η γυναίκα πέθανε. Αργότερα ο τραγουδιστής μίλησε για τον έρωτά του με μία ιερόδουλη, την οποία δεν κατάφερε να πείσει να αφήσει την καθημερινότητα της, προκειμένου να είναι μαζί. Θα μπορούσε να είναι και ένας συνδυασμός προσώπων και καταστάσεων, που απομυθοποίησαν αυτόν τον ρομαντικό έρωτα που αρχικά ένιωθε. Όταν οι PURPLE έπαιζαν το τραγούδι live, οι Gillan και Blackmore αντάλλασσαν riffs και σκοπούς με φωνητικά και κιθάρα αντίστοιχα, με κατάληξη ένα από τα ιστορικά ουρλιαχτά του τραγουδιστή. Εξαιρετικό παράδειγμα αυτών των αυτοσχεδιασμών αποτελεί η ζωντανή έκδοση που υπάρχει στο κορυφαίο “Made in Japan” (1972).

Πριν την έναρξη μίας ακόμη βρετανικής περιοδείας τον Γενάρη του ’71, οι PURPLE ξεκίνησαν επιτέλους τις ηχογραφήσεις του καινούριου άλμπουμ τους, μεταξύ De Lane Lea και Olympic Studios. Το δεύτερο ήταν και πιο εξελιγμένο τεχνολογικά και τους έδωσε την δυνατότητα να παίξουν με νέες μεθόδους και εφέ, όπως στην περίπτωση του μυστηριακού “The mule”. Βέβαια δεν έλειψαν τα απρόοπτα. Μπερδεύτηκαν οι ταινίες πάνω στις οποίες ηχογραφούσαν, τα τραγούδια μαγνητοφωνήθηκαν ανάποδα σε σημεία ενώ σβήστηκαν και τα drums του Paice. Ίσως οι πιο έμπειροι να μπορέσουν να διακρίνουν κάποιες από αυτές τις ανακολουθίες στο τελικό αποτέλεσμα. Την ίδια περίοδο έγραψαν δύο ακόμα τραγούδια τα οποία δεν κατέληξαν στο άλμπουμ, τα “Freedom” και “Slow train”. To πρώτο προοριζόταν να γίνει single και να αντικαταστήσει την διασκευή του “Lucille” του LITTLE RICHARD που έπαιζαν σαν encore στις συναυλίες, κάτι που δεν έγινε ποτέ.

Το “The mule” είναι στο προοδευτικό ρεύμα της εποχής. Γενικά αντηχεί στο στυλ των PINK FLOYD και συνδυάζει στοιχεία ψυχεδέλειας με ένα σχεδόν άβολο τέμπο που κρατάει ο Paice. Ζωντανά, η εμπλοκή του Paice θα ήταν ακόμη πιο έντονη, αφού θα γινόταν το τραγούδι όπου θα έπαιζε το εντυπωσιακό drum σόλο του. Θεματικά, είναι εμπνευσμένο από τον ομώνυμο χαρακτήρα (Το Μουλάρι) που πρωταγωνιστεί στην τριλογία «Θεμέλιο» του συγγραφέα της επιστημονικής φαντασίας, Ισαάκ Ασίμωφ. Πρόκειται για έναν πανίσχυρο μεταλλαγμένο πολέμαρχο με τηλεπαθητικές ιδιότητες, που έχει την δύναμη να ελέγχει τα συναισθήματα των ανθρώπων και εχθρό της ανθρωπότητας.

Ένα ακόμα ταξιδιάρικο τραγούδι με ενδιαφέρον groove ήταν έτοιμο στις αρχές Φλεβάρη, μετά την εμφάνιση τους στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, το “No one came”.          Ο Gillan σχεδόν … ραπάρει, μιλώντας για την ανασφάλεια του ως μέλος μίας μπάντας η οποία είναι στην άνοδο αλλά θα μπορούσε να βρεθεί στα αζήτητα αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Το rhythm section των Paice και Glover φτιάχνουν ένα ιδιαίτερα funky ρυθμό, με τους Lord και Blackmore να δίνουν τις δικές τους πινελιές στο κομμάτι με τα παιχνιδιάρικα σόλο τους. Το συγκεκριμένο πάντως επίσης δεν τράβηξε πολύ στα live τους, ξένισε κάπως τους fans.

Μετά την κατάρρευση του Roger Glover από υπερκόπωση κατά την συναυλία τους στο Aberdeen στις αρχές Μαρτίου και την εγχείρηση αφαίρεσης σκωληκοειδίτιδας στον Blackmore, το συγκρότημα κατάφερε να ανασυνταχθεί και ολοκλήρωσε το “No no no”  με το επαναλαμβανόμενο θέμα του. O Blackmore δείχνει την προτίμηση του για τον Αμερικάνο Shuggie Otis (Johnny Alexander Veliotes), γιο του ελληνικής καταγωγής Johnny Otis και μουσικό που ασχολούνταν με soul, funk, jazz, blues και R&B. Είναι από τα αγαπημένα του κομμάτια στο άλμπουμ, καθώς και του Lord.

Πριν τον Μάϊο γράφτηκε το “Fools”, ένα τραγούδι στο οποίο λάμπει ο Gillan, τόσο ερμηνευτικά όσο και στιχουργικά. Η απαλή αρχή του έρχεται σε αντίθεση με το τρόπο που εξελίσσεται το τραγούδι, μουσικά και νοηματικά. Μπορεί να είναι μεγάλο σε διάρκεια, αλλά είναι μία ακόμα απόδειξη του πόσο καλοί μουσικοί ήταν οι DEEP PURPLE. Εδώ ο Gillan μιλάει για έναν άντρα που πεθαίνοντας κοιτάζει πίσω και συνειδητοποιεί ότι ο κόσμος διοικείται από ανόητους. Το σόλο της κιθάρας ακουγόταν επί σκηνής ως μέρος του αυτοσχεδιασμού του Ritchie όπου έπαιζε με την ένταση κατά τη διάρκεια του σόλο του παλιότερου τραγουδιού τους “Mandrake root”. Η εισαγωγή είναι μερικοί στίχοι του Gillan από την εποχή των EPISODE SIX.

Τον Μάιο του 1971, οι PURPLE επισκέφτηκαν την Αυστραλία για συναυλίες. Στο Sidney, ενόψει της εμφάνισης τους στο τεράστιο Royal Randwick Racecourse, διαπίστωσαν κατά την διάρκεια του soundcheck, ότι οι Marshall ενισχυτές που θεωρητικά τους περίμεναν επί σκηνής, ήταν κακέκτυπα, πρόχειρα κατασκευασμένα από ντόπιους, που περιείχαν από ένα κακόηχο ηχείο. Έξαλλοι, δήλωσαν ξεκάθαρα στον διοργανωτή ότι θα ακύρωναν την εμφάνισή τους. Τότε αυτός επιστράτευσε άλλα μέσα, λέγοντας τους ότι αν δεν έπαιζαν θα τους έπαιρναν παράμερα και θα τους πυροβολούσαν στα πόδια! Όντως λοιπόν, η συναυλία έγινε κανονικά, με χείριστο ήχο και τις καμπίνες των ηχείων καρφωμένες μεταξύ τους προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι δονήσεις.

Αργότερα κατάφεραν να βρουν λίγο χρόνο για να ηχογραφήσουν δύο ακόμα τραγούδια, το πρώτο εκ των οποίων είχε τον τίτλο “Fireball”. Ο ήχος στην εισαγωγή, που υποθετικά είναι μία μπάλα φωτιάς που διατρέχει το διάστημα, προέρχεται από το σύστημα κλιματισμού στο Olympic Studio, το οποίο οι μηχανικοί ήχου Martin Birch και Mike Thorne ηχογράφησαν για πλάκα και τους φάνηκε αρκετά εντυπωσιακό για να το χρησιμοποιήσουν στο τραγούδι αυτό (σ.σ. εγώ πάντα νόμιζα ότι ήταν κάποιο τεράστιο βιομηχανικού τύπου ασανσέρ). Αρχικά το συγκρότημα σε δηλώσεις του έλεγε ότι ο ήχος προερχόταν από κάποιο «ειδικό συνθεσάιζερ». To τραγούδι, που έδωσε και το τίτλο του στο άλμπουμ, είναι πολύ γρήγορο hard rock κομμάτι, στο στυλ των “Speed king” και “Hard lovin’ man” από το “In rock”. Πιθανόν η πρώτη speed τριάδα τραγουδιών.

Στιχουργικά, είναι μία ακόμη ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα από τον Gillan, όπως και στο “Strange kind of woman”. Περιέργως δεν έχει σόλο κιθάρας, αλλά έχει ένα σόλο μπάσου (!) από τον Roger Glover και ένα σόλο στο Hammond από τον Jon Lord. H EMI πρότεινε να βγει ως δεύτερο single, όπερ και εγένετο, με b-side το “Demon’s eye” στο Ηνωμένο Βασίλειο (όπου έφτασε άνετα μέχρι το νο. 15) και το “I’m alone” στις ΗΠΑ. To “Fireball” θα μπορούσε να έχει γίνει μάλλον ένα τυπικό εναρκτήριο κομμάτι για τα live των PURPLE, αλλά ήταν αρκετά γρήγορο και με αυτήν την ταχύτητα ο Paice θα χρειαζόταν δύο κάσες για να ανταπεξέλθει στον ρυθμό, οπότε αναθεώρησαν για καθαρά πρακτικούς λόγους, με κάποιον roadie να προσθέτει ένα ακόμα μπάσοτύμπανο στο encore.

Το “Demon’s eye” ήταν το τελευταίο τραγούδι που γράφτηκε για το άλμπουμ, σε μία περίοδο όπου έπρεπε πάση θυσία να ολοκληρώσουν την διαδικασία των ηχογραφήσεων. Το συγκρότημα είχε κλείσει πολύ σημαντικές περιοδείες στην Β. Αμερική και η εταιρεία τους εκεί, η Warner Bros, χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα νέο άλμπουμ με κάθε κόστος, για να στηριχθεί η περιοδεία. Επιθυμούσαν, επίσης, να ανοίξει το άλμπουμ με το “Strange kind of woman”, κάτι που για κάποιο λόγο δεν έγινε. Σε αναζήτηση ενός single για την ευρωπαϊκή αγορά, οι PURPLE ξεπέταξαν το “Demon’s eye”. To τραγούδι αυτό ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το funky στοιχείο που είχε τρυπώσει διακριτικά στην μουσική τους, σε αυτή την φάση της καριέρας τους.

Τελικά, τον Σεπτέμβρη του 1971 και μετά από αρκετές καθυστερήσεις, κυκλοφόρησε το πέμπτο στούντιο άλμπουμ των DEEP PURPLE, με τίτλο “Fireball”. Ομολογουμένως ηχογραφήθηκε κάτω από πιεστικές συνθήκες, μιας και έπρεπε να παραδώσουν ένα αποτέλεσμα αντάξιο του “In rock” σε περιορισμένο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι παράλληλα περιοδεύαν εντατικά. Ηχητικά, το “Fireball” δεν έχει την ομοιογένεια του προκατόχου του, αλλά το επίπεδο της μουσικότητας παραμένει υψηλό. Μπορεί να μην υπάρχει η κατά μέτωπο επίθεση του “Speed king” ή η αύρα του ονειρικού “Child in time”, αλλά παρόλα αυτά ήταν μία εξαιρετική προσπάθεια. Ενώ στο “In rock” έγινε μία προσπάθεια να καθιερωθούν μετά από κάμποσα χρόνια πειραματισμών, εδώ οι PURPLE εμφανίζονται ωριμότεροι και πιο προοδευτικοί, ενσωματώνοντας πλήθος επιρροών και μουσικών στυλ, καθώς τελειοποιούσαν τον ήχο τους.

Η παραγωγή πιστώθηκε στο συγκρότημα, αλλά από πίσω είχαν την συνδρομή του μόνιμου (πλέον) συνεργάτη τους Martin Birch, καθώς και των Lou Austin και Alan O’Duffy. Για το εξώφυλλο επελέγη ένα artwork που παρέπεμπε τόσο σε κομήτες όσο και σε … σπερματοζωάρια (στο πνεύμα της εποχής) με όλα τα μέλη του συγκροτήματος.

Ο Gillan δίνει κάποια από τα καλύτερα δείγματα γραφής του ως στιχουργός. Θεωρεί το “Fireball” ως το αγαπημένο του άλμπουμ από την κλασική εποχή του συγκροτήματος γιατί τους έδωσε την δυνατότητα να εκφραστούν όπως ποτέ άλλοτε. Κατά τον Blackmore, το άλμπουμ πάσχει, λόγω πίεσης από το management και έλλειψης χρόνου και ιδεών. Την ίδια άποψη είχε εκφράσει στο περίπου και ο Paice. Oι Glover και Lord ήταν πιο συγκαταβατικοί απέναντι στο άλμπουμ, υπερασπίζοντας την δουλειά τους και εξηγώντας ότι παρά την πίεση, έδωσαν εξαιρετικά δείγματα γραφής και αναπτύχθηκαν μουσικά, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μπέρδεψαν κάποιους. O μουσικός Τύπος της εποχής ήταν διχασμένος ως προς την αξία του “Fireball”, συγκρίνοντας το μοιραία με το καταιγιστικό “In rock” που είχε προηγηθεί.

Για πρώτη φορά οι DEEP PURPLE σκαρφάλωσαν στο νο.1 του βρετανικού chart (η πρώτη από τις 3 φορές που θα το κατάφερναν). Στις ΗΠΑ, το “Fireball” έφτασε στο ικανοποιητικό νο. 32, εν μέρει και υποβοηθούμενο από τις κοινές τους εμφανίσεις με τους FACES του Rod Stewart και του Ron Wood και έγινε χρυσό, πουλώντας πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Στην Ευρώπη έκανε κυριολεκτικά πάταγο, ανεβαίνοντας στο νο. 1 σε Αυστρία, Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία, Νορβηγία και Δανία. Στην Ολλανδία και την Γαλλία έφτασε στο νο. 3 και στην μακρινή Αυστραλία πήγε στο νο. 4. Στον Καναδά έφτασε στο νο. 24.

Λίγο αργότερα οι DEEP PURPLE έφτιαξαν την δική τους δισκογραφική εταιρεία, την περίφημη Purple Records, όπως έκαναν και άλλα συγκροτήματα την δεκαετία του ’70, π.χ. οι ROLLING STONES, οι MOODY BLUES και οι LED ZEPPELIN.

Περιέργως, ήδη από τον Μάρτιο του ‘71 το συγκρότημα άρχισε να παίζει ξένα προς το ‘άλμπουμ τραγούδια. Καθώς άνοιξαν τη βρετανική περιοδεία τους, το set list περιλάμβανε ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι, που αργότερα ονομάστηκε “Highway Star” και πρέπει να προβλημάτισε πολλούς που αγόρασαν το “Fireball” μιας και δεν υπήρχε πουθενά. Ένα δεύτερο νέο τραγούδι με τίτλο “Lazy” που γράφτηκε κατά τις πρόβες της περιοδείας ήταν επίσης στο σετ. Φαίνεται ότι το συγκρότημα είχε ήδη συνειδητοποιήσει ότι μεγάλο μέρος του “Fireball” απλώς δεν θα έβγαινε καλά στη σκηνή και ήθελαν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα προσθέτοντας δυναμικότερα κομμάτια στο set.

Μεταξύ των fans του “Fireball” ξεχωρίζουν διάσημοι καλλιτέχνες της hard rock και metal σκηνής, όπως ο Yngwie Malmsteen για τον οποίο τα πάντα άλλαξαν όταν του το χάρισε η μεγάλη του αδελφή στα οκτώ του χρόνια. Με αυτό το άλμπουμ ξεκίνησε και η σχέση του Lars Ulrich με τους PURPLE και το hard rock γενικότερα, καθώς ήταν το πρώτο άλμπουμ τους που αγόρασε, αφού πήγε με τον μπαμπά του σε μία συναυλία τους στην Κοπεγχάγη το 1973. Ο Michael Monroe (frontman των HANOI ROCKS) δήλωσε σε συνέντευξη του πως ήταν το πρώτο άλμπουμ που αγόρασε, μαζί με το “II” των LED ZEPPELIN, δίσκοι που τον ώθησαν να ασχοληθεί επαγγελματικά με την μουσική. Last but not least, o Βασιλιάς αυτοπροσώπως, ο King Diamond, έχει πει πως ήταν το πρώτο άλμπουμ που αγόρασε στα εφηβικά του χρόνια και αποτέλεσε έμπνευση για την καριέρα του.

Τον Οκτώβρη του 1971 το συγκρότημα επρόκειτο να παίξει στο Σικάγο όταν ο Ian Gillan προσβλήθηκε από ηπατίτιδα, αναγκάζοντας το συγκρότημα να παίξει χωρίς αυτόν, με τον Glover να τραγουδά (!) στην θέση του. Μετά από αυτό, οι εναπομείναντες ημερομηνίες στις ΗΠΑ ακυρώθηκαν και το συγκρότημα επέστρεψε στην Αγγλία. Τον Δεκέμβρη του 1971 κατέληξαν στο ελβετικό θέρετρο του Montreux. H συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή!

Κώστας Τσιρανίδης

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here