ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Grand declaration of war” – MAYHEM
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2000
ΕΤΑΙΡΙΑ: Season of mist
ΠΑΡΑΓΩΓΟI: Børge Finstad – Mayhem
ΣΥΝΘΕΣΗ ΓΚΡΟΥΠ:
Blasphemer – κιθάρες
Maniac – φωνητικά
Hellhammer – ντραμς
Necrobutcher – μπάσο
Πέρασαν κιόλας 20 χρόνια από τον πιο αμφιλεγόμενο δίσκο στην ιστορία των MAYHEM, έναν δίσκο που ο αντίκτυπος του ήταν τεράστιος. Ήταν η εποχή που σχεδόν όλα τα «μεγάλα» ονόματα του νορβηγικού black metal εκμοντέρνισαν τον ήχο τους, αναγκάζοντας τους old school fans να τους γυρίσουν την πλάτη. Ήταν η απαρχή της ρετρολαγνείας από τα νέα σχήματα που έβλεπαν τους «ήρωες» τους να αλλάζουν ηχητικά και οπτικά σε μεγάλο βαθμό. Όμως στην περίπτωση των MAYHEM η κίνηση ήταν πολύ ριψοκίνδυνη, γιατί μιλάμε για την μπάντα με το μεγαλύτερο όνομα όσον αφορά την ιστορία του. Το γεγονός ότι τόλμησαν να κυκλοφορήσουν αυτό το δίσκο τους δίνει μεγάλο credit που καμία άλλη, ανάλογη σε ιστορία, μπάντα δεν έχει κάνει μέχρι και σήμερα
Η αρχή είχε γίνει με το “Wolf’s lair abyss” EP τρία χρόνια πριν, με το οποίο ο νεαρός κιθαρίστας και συνθέτης τους, Rune “Blasphemer” Eriksen έδωσε την νέα ηχητική ταυτότητα τους. Στα σχέδια τους ήταν να κυκλοφορήσουν από την ίδια εταιρία (Misanthropy) το επερχόμενο full length album τους. Όμως η Misanthropy έκλεισε το 1999 και έγινε το εξής αναπάντεχο: Ενας Γάλλος έβαλε μπρος τη νεοσύστατη εταιρία του, Season of mist, για να κυκλοφορήσει μέσω αυτής το δεύτερο full length album τους.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι ότι είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, δημιουργώντας την εικόνα της συνέχειας του “Wolf’s lair abyss”, ορίζοντας το ως πρώτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας. Στο οπισθόφυλλο αν προσέξετε αναφέρεται ως Part 2 και 3, ορίζοντας προφανώς το EP του 1997 ως πρώτο μέρος. Και πραγματικά λειτουργεί άψογα, δίνοντας, για εμένα, το περίγραμμα του τι μπορεί να είναι black metal συνολικά. Στο πρώτο μέρος (“Wolf’s lair abyss”) έχουμε είναι primitive με τρομερά νορβηγοθρεμμένα riffs, ενώ στο δεύτερο μέρος έχουμε να κάνουμε με ένα εξευγενισμένο και συνάμα ακραίο VOIVOD-ικό black metal. Στο τρίτο μέρος ο πειραματισμός είναι διάχυτος και ικανός να τεστάρει στο έπακρο τις αντοχές και του πιο die-hard οπαδού του black metal. Εκεί πραγματικά τους προσκύνησα! Τόλμησαν να δώσουν μια νέα ταυτότητα σε ένα σχήμα που το όνομα του ήταν συνυφασμένο με το νορβηγικό black metal! Αν όχι τόλμη, σίγουρα άγνοια κινδύνου χρειάζεται από πλευράς Blasphemer συνθετικά και από πλευράς Maniac στα φωνητικά για να βγει αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα!
Ο Blasphemer κατάφερε σε αυτήν την άτυπη τριλογία να ξεδιπλώσει τις συνθετικές του αρετές. Χωρίς να φοβάται στο παραμικρό ότι θα εκτεθεί απέναντι στους οπαδούς τους, ο, τότε, 25χρονος Νορβηγός κατάφερε να επαναπροσδιορίσει τα στοιχεία που συνέθεταν τους MAYHEM και να τους κάνει πραγματικά ακραίους. Και είχε στο πλευρό του τον Maniac που κάνει εκπληκτικής σύλληψης πολλαπλά φωνητικά που δένουν άψογα με τον ηχητικό σχεδιασμό του δίσκου. Πώς να προσπεράσει κανείς το “A bloodsword and a colder sun”, που είναι το πιο πειραματικό κομμάτι που έχει συνθέσει ποτέ νορβηγική black metal μπάντα; Ένα μοναδικό electronica κομμάτι που έρχεται στον απόηχο του κλεισίματος του πρώτου μέρους του δίσκου μετά το καταιγιστικό “View from Nihil”; Σε αυτό ο Maniac ερμηνεύει μοναδικά τους στίχους του! Πραγματικά η συνεισφορά του Maniac απογειώνει τις συνθέσεις του Blasphemer, ενδυναμώνοντας την ακρότητα που ξεχειλίζει με τις παύσεις, την εναλλαγή των ρυθμών, δίνοντας μαθήματα καθαρων φωνητικών για τον ακραίο ήχο!
Η διαφορά των δύο μερών του δίσκου είναι τόσο μεγάλη που μόνο το “Crystalized Pain in deconstruction” είναι συγγενές με τον καταιγιστικό του ρυθμό! Και μιλώντας για ρυθμούς, κάπου εδώ ο Hellhammer δίνει τα διαπιστευτήρια του ως drummer! Πραγματικός οδοστρωτήρας στο πρώτο μέρος του δίσκου, δημιουργώντας ένα αποπνικτικό πεδίο για όποιον προσπαθήσει να παρακολουθήσει τι κάνει!
Οι συντάκτες της εποχής στην προσπάθεια τους να μην εκτεθούν το αποθέωσαν, φτάνοντας στο σημείο να το θεωρήσουν ως το “Into the pandemonium” του black metal. Και ξέρανε πολύ καλά ότι αν τους έθαβαν όπως το Metal Forces τους CELTIC FROST, η ιστορία θα τους έκρινε αναλόγως. Και έχει μια βάση αυτός ο ισχυρισμός αν σκεφτούμε τι έγινε για το thrash το 1987 και αντίστοιχα για το black metal το 2000! Μόνο που τα νέα σχήματα του χώρου ούτε που θα μπορούσαν να φανταστούν να προβούν σε ανάλογο εγχείρημα, γι’αυτό και διατυμπάνιζαν ότι παίζουν «αληθινό» black metal, ξεπατικώνοντας τα early/mid 90s και φορώντας corpsepaint!
Κύριος λόγος που ο δίσκος είναι αμφιλεγόμενος είναι η πολύ «καθαρή» του παραγωγή σε σημείο που κάποιοι την θεώρησαν και «γυαλισμένη». Αποτέλεσμα ήταν το 2018 να κυκλοφορήσει μια remixed εκδοχή του δίσκου με εμφανή αλλαγή από τον κλινικό ήχο του 2000 σε έναν πιο οργανικό. Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να το ακούσετε για να αντιληφθείτε ότι σε συνθετικό επίπεδο το πρώτο μέρος του είναι black metal, βουλώνοντας το στόμα των επικριτών τους ότι δεν είναι! Η κυριότερη αλλαγή είναι στα drums που δεν ακούγονται ενοχλητικά τριγκαρισμένα όπως ισχυρίζονταν τότε.
Με αφορμή, λοιπόν, των 20 χρόνων από την κυκλοφορία του, επικοινώνησα με τον, τότε κιθαρίστα τους, Rune “Blasphemer” Eriksen δίνοντας του 5 ερωτήσεις, που φωτίζουν ακόμα περισσότερα τη δημιουργία αυτού του κολοσσιαίου album.
Όταν είχες συνθέσει το “Wolf’s lair abyss” EP είχες ως πλάνο να έχεις did you have a plan of part 2 and 3 to be the upcoming full length LP?
Δεν είμαι σίγουρος. Τείνω να πιστεύω ότι η ιδέα προέκυψε λίγο αργότερα, αφου είχα ετοιμάσει το τελευταίο riff στο “Symbols of bloodswords”. Είναι, όμως, ένα αλλόκοτο riff, οπότε φαίνεται σαν να ήταν προσχεδιασμένο, αλλά τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ. Θα έπρεπε να με είχες ρωτήσει 20 χρόνια πριν χαχα.
Είναι αλήθεια ότι περπατούσες για ώρες, έχοντας ιδέες για το δίσκο πριν καταλήξουν σε ολοκληρωμένες συνθέσεις;
Ναι, ισχύει. Αν είχα φτιάξει ένα ή δύο riffs, περπατούσα γύρω-γύρω για να συλλάβω περισσότερες ιδέες και να ολοκληρώσω το κομμάτι. Ένα μεγάλο μέρος του υλικού προέκυψε περπατώντας τα βράδια για πολύ ώρα στην ύπαιθρο του Οσλο. Ζούσα στο Grorud από το1995 έως και το1999, το οποίο είναι 25 λεπτά απόσταση με το μετρό από το κέντρο της πόλης. Είναι πραγματικά στα περίχωρα του Όσλο και είναι πραγματικά ένα μιζερο μέρος. Έχει αυτό την γκρίζα κομμουνιστική αισθητική πάνω του. Εκεί λοιπόν το “Grand declaration of war” βγήκε. Θα πρέπει να πω ότι ακόμα και σήμερα ακολουθώ την τεχνική του να περπατάω για να ολοκληρώσω τις συνθέσεις μου. Έκανα το ίδιο σε μεγάλη έκταση με τους VLTIMAS και αυτές τις μέρες πέρασα πολύ χρόνο κάνοντας γύρους – κάπως σαν τον Σκρουτζ θα έλεγα – για να ολοκληρώσω το επόμενο album των EARTH ELECTRIC, το οποίο θυμίζει ορχηστρικό doom μέχρι τώρα.
Σε μια παλιότερη συζήτηση μας, μου είχες αναφέρει ότι την περίοδο μετά την κυκλοφορία του “Grand declaration of war” νόμιζες ότι είχες φτάσει στο αποκορύφωμα σου ως συνθέτης μέχρι εκείνη τη στιγμή και κατά κάποιο τρόπο είχες γίνει υπερόπτης. Μπορείς να μας πεις γι’αυτό;
Ναι, ξέρεις, όταν είσαι νέος – ήμουν 23-24 όταν έγραψα αυτόν τον δίσκο – και κερδίζεις πολύ προσοχή από τα περιοδικά, παίρνουν τα μυαλά σου αέρα. Είχα και προβληματική περίοδο νεότητας επιπροσθέτως, οπότε ήταν φυσικό – για την ακρίβεια δυστυχώς – το hype και οι έπαινοι μου φούσκωσαν τα μυαλά. Αλλά δεν πειράζει, πήρα το μάθημα μου με αυτό τον τρόπο όπως όλοι έχουμε πάρει ως ένα βαθμό. Όσον αφορά αν έφτασα την κορυφή μου με αυτό το album; Όχι, δεν έχω φτάσει ακόμα εκεί. Πιστεύω στα επόμενα 5 χρόνια θα έχω φτάσει σε αυτό που στοχεύω…μετά φαντάζομαι θα υπάρχει κατηφόρα από εκεί χα χα
Το δεύτερο μέρος του album και τρίτο μέρος της άτυπης τριλογίας είναι πολύ πειραματικό. Συνεργάστηκες με τον Maniac γι’αυτό;
Ναι, είχαμε αρκετές συναντήσεις στο σπίτι μου εκείνο τον καιρό. Εϊμασταν μόνο οι δυο μας. Μου εξηγούσε τις ιδέες του και το concept που ετοίμαζε και εγώ του παρουσίαζα μέρος της μουσικής που είχα ετοιμάσει. Ενδιαφέρουσα περίοδος και νομίζω ότι βγήκε κάτι πραγματικά πολύ δημιουργικό και από τους δυο μας με αυτές τις συναντήσεις. Δυο μυαλά που αρνήθηκαν να πέσουν στην παγίδα της επανάληψης. Αλλά όλη η μουσική βγήκε από εμένα, εκτός από μια μικρή συνεισφορά του Anders Odden στο “A Bloodsword and a Colder Sun”. Το κομμάτι αυτό προοριζόταν για εμένα να είναι πιο noise, αλλά υποθέτω ότι η μοίρα το ήθελε διαφορετικό.
Πως βλέπεις την remixed έκδοση του δίσκου; Την προτιμάς από την αρχική μίξη του; Ηταν ιδέα της εταιρίας να γίνει αυτή η επανακυκλοφορία με διαφορετική μίξη;
Νομίζω ότι το remix είναι μια τιμητική προσθήκη στον δίσκο. Παρουσιάζει μια διαφορετική πλευρά του δίσκου και του concept του κατά τη γνώμη μου. Εντυπωσιακό ειδικά με το καινούριο artwork που έχει. Το remix δεν ήταν απαραίτητο αλλά ωραίο να το κάνεις όπως και να έχει. Υπάρχουν πράγματα που μου αρέσουν με το νέο, όπως ο ήχος του μπάσου και των drums. Από την άλλη δεν μπορεί να κοντράρει το αυθεντικό και κατά τη γνώμη μου την παλιά και αυθεντική έκδοση δεν μπορεί να την αγγίξει κανείς. Πιστεύω η ιδέα του remix είναι του Michael της εταιρίας μας (Season of mist). Αλλά επειδή εγώ έγραψα τον δίσκο, έπρεπε να εμπλακώ κατά κάποιον τρόπο και έτσι οι μίξεις έγιναν από εμένα και τον Hellhammer μαζί με τον Jaime Gomez Arellano.
Λευτέρης Τσουρέας