ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Stormbringer” – DEEP PURPLE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1974
ΕΤΑΙΡΙΑ: Purple
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Martin Birch, DEEP PURPLE
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Ritchie Blackmore – κιθάρα
David Coverdale – φωνητικά
Glenn Hughes – μπάσο, φωνητικά
Jon Lord – πλήκτρα
Ian Paice – ντραμς
Πενήντα χρόνια από την κυκλοφορία ενός εκ των τριών άλμπουμ των DEEP PURPLE που δίχασαν τους δημιουργούς του, το κοινό και τους κριτικούς. Για το “Slaves and masters” τα έχουμε πει, για το “Come taste the band” δεν τα έχουμε πει ακόμα, αλλά σήμερα ήρθε η στιγμή να τα πούμε για το “Stormbringer” με αυτό το καταπληκτικό εξώφυλλο που τόσο πολύ αγαπώ. Θα κάνουμε μια διαφορετική προσέγγιση σήμερα και δεν φέρω στο τραπέζι μόνο την δική μου άποψη, αλλά και την άποψη των πρωταγωνιστών της δημιουργίας του “Stormbringer”. Σήμερα δεν έχει ταξίδι στο χρόνο λοιπόν. Έχει μια αποτύπωση των διαστάσεων του άλμπουμ με μια διαφορετική οπτική, μια άλλη διαδρομή για να ανιχνεύσουμε το αποτύπωμα του ύστερα από πενήντα χρόνια ιστορίας.
Σε αυτό το άρθρο για το “Stormbringer” θα πάρουμε δυο πραγματάκια ως δεδομένα. Πρώτον: Ο Blackmore (παρά τις τότε δηλώσεις του) δεν το γουστάρει και πολύ ως άλμπουμ,, αλλά το σέβεται. Δεν ήθελε τις R&B, funky και soul επιρροές να επικρατήσουν των hard rock καταβολών του, αλλά συμβιβάστηκε με την μουσική οδό που ήθελαν οι Coverdale και Hughes. Ήθελε να φτιάξει τους RAINBOW με τον Dio και να πάρει την δική του προσωπική κατεύθυνση. Με άλλα λόγια δεν ήθελε άλλο να είναι σε μια μπάντα που δεν γίνονταν αυτό που ήθελε ο ίδιος και μόνο ο ίδιος.
Μια άλλη οπτική θα έλεγε ότι δεν ήθελε πλέον να ήταν σε μια μπάντα όπου θα διαφωνούσε με τα υπόλοιπα μέλη για μουσικά θέματα. Σεβαστό. Αυτό όμως που ήταν ενδιαφέρον είναι ότι, παρά τη δυσαρέσκειά του, δεν υποτίμησε το άλμπουμ, δούλεψε πάνω σε νόρμες που ήταν σχετικά ξένες με αυτόν ή διαφωνούσε τέλος πάντων με αυτές, και τελικά παρόλα αυτά μας χάρισε κάποιες από τις καλύτερες του στιγμές με τους DEEP PURPLE. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το “Stormbringer”, η δυσαρέσκεια του Blackmore κορυφώθηκε, ένιωθε ότι είχε χάσει τον έλεγχο της μπάντας και της μουσικής της ταυτότητας και έτσι ανακοίνωσε την αποχώρησή του την άνοιξη του 1975.
Δεύτερο δεδομένο: Οι νεοφερμένοι Hughes και Coverdale είχαν και το θράσος, την προσωπικότητα και την μουσική παιδεία να φέρουν πολλά νέα στοιχεία στους DEEP PURPLE και να τα φέρουν με τέτοιο τρόπο ώστε να καταφέρουν να τους αλλάξουν την ταυτότητα σε μεγάλο βαθμό. Έτσι π.χ. το “Machine head” δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το “Stormbringer”, εκτός πολύ συγκεκριμένων στιγμών, αλλά ποιος θα το πει κακό ή μέτριο άλμπουμ σήμερα; Και σε αυτό τους βγάζω το καπέλο, γιατί ότι και να έκαναν, το έκαναν τουλάχιστον πολύ καλά. Από την άλλη οι Paice και Lord προσπαθούσαν πάντα να επιφέρουν ισορροπίες, να είναι διπλωματικοί, αλλά το μόνο που έκαναν ήταν στο τέλος να είναι υποχωρητικοί σε όλους.
Πέρα όμως από τους δημιουργούς του, υπάρχει και ο Martin Birch ο οποίος είχε κάτσει πίσω από τον κονσόλα σε εκείνη την δύσκολη ηχογράφηση και φυσικά βρισκόταν στο επίκεντρο της δημιουργικής διαδικασίας οπότε είχε άμεση γνώση της δυναμικής μέσα στο συγκρότημα εκείνη την περίοδο. «Ήταν ξεκάθαρο ότι το συγκρότημα βρισκόταν σε μια φάση πειραματισμού. Οι Glenn Hughes και David Coverdale έφεραν νέες ιδέες στο τραπέζι, και το αποτέλεσμα ήταν μια ανάμειξη του hard rock με soul και funk στοιχεία. Δεν ήταν εύκολο να βρεις την ισορροπία στον ήχο, αλλά νομίζω ότι το καταφέραμε σε αρκετά σημεία» είχε αναφέρει. Είχε μιλήσει επίσης και για το πόσο δύσκολη ήταν η δουλειά του και για την πρόκληση της παραγωγής ενός τόσο ποικιλόμορφου άλμπουμ: «Το Stormbringer ήταν τεχνικά πολύ απαιτητικό, προσπαθούσαμε να κρατήσουμε την δυναμική του heavy rock, ενώ ενσωματώναμε παράλληλα νέα πιο groovy και μελωδικά στοιχεία στην μουσική της μπάντας… Έπρεπε να δουλέψω πολύ ώστε όλα αυτά να δείχνουν μια συνοχή και μια ισορροπία, ειδικά όταν οι μουσικοί είχαν τόσο διαφορετικά οράματα για το τι θέλουν να δημιουργήσουν. Η δυναμική στο στούντιο ήταν αρκετά περίπλοκη αλλά δεν θα την έλεγα τεταμένη. Ο Ritchie είχε ξεκάθαρα διαφορετική άποψη για την κατεύθυνση της μπάντας, ωστόσο, όταν καθόταν να παίξει, πάντα παρέδιδε μαγικές στιγμές με την κιθάρα του».
Κάτω από την σκιά λοιπόν αυτών των παραμέτρων δημιουργήθηκε το “Stormbringer”. Το κλίμα μέσα στην μπάντα δεν ήταν συγκρουσιακό, ούτε υπήρχε ένταση. Απλά υπήρχε ανοχή για πολλούς λόγους κάποιοι εκ των οποίων ήταν και φυσικά επαγγελματικοί. Η MK3 ήταν μια εξαιρετικά πετυχημένη εκδοχή της μπάντας, πολύ αποδεκτή από το κοινό και τα γρανάζια των DEEP PURPLE ακόμα ήταν καλογυαλισμένα και η μηχανή τους δούλευε σε υψηλές ταχύτητες παράγοντας εκατομμύρια δολάρια, οπότε η δουλειά έπρεπε να γίνει και να γίνει καλά, όπως και έγινε. Και εδώ πάντα μπαίνει η αιώνια ερώτηση του οπαδού. Είναι καλό το άλμπουμ; Εγώ λέω ότι όλα εξαρτώνται από το τι θες να ακούσεις από μια μπάντα που αγαπάς. Θέλεις να ακούς πάντα αυτό για το οποίο την αγάπησες; Θες να ακούσεις κάτι πιο προοδευτικό από αυτήν; Θες να εξελιχθεί; Θες να μην αλλάζει ποτέ τίποτα; Μέχρι που ακριβώς φτάνουν οι απαιτήσεις σου, αλλά και οι μουσικές σου διαδρομές; Καμία απάντηση σε όλα αυτά δεν είναι λάθος. Λάθος είναι να περιχαρακώνεις τον εαυτό σου στην άποψη της μάζας και να μην του δίνεις την ευκαιρία να εκτιμήσει μια διαφορετική μουσική προσέγγιση την οποία a priori αποκλείεις επειδή αυτό προτάσσει μια πλειοψηφία. Άκου, ξανά άκου και κρίνε μόνος σου.
Προσωπικά αυτήν τη διαφορετικότητα την θαυμάζω όταν συνδυάζεται με ποιότητα. Ρε φίλε, όσο και διαφορετικό και εάν είναι το “Stormbringer” είναι δυνατόν με την μουσική που έχει να μην είναι καλό; Ναι να δεχτώ ότι τρία μόνο τραγούδια παραπέμπουν στην περίφημη MK2 της μπάντας. “Stormbringer” (επικό έπος), “Lady double dealer” (κλασικό) και “Soldier of fortune” (κομψοτέχνημα). Τα υπόλοιπα παίζουν ξεδιάντροπα με funky και soul rock, με πολλά R&B στοιχεία ανάμικτα με πολλές hard πινελιές. Αλλά πείτε μου ποιο τραγούδι δεν είναι υπέροχο… Το “Gypsy”; Το “High ball shooter”; Το “Love don’t mean a thing” ή το “Holy man”; Δεδομένα ήταν ένα σημαντικό βήμα μακριά από τον παραδοσιακό hard rock ήχο των DEEP PURPLE, αλλά επίσης δεδομένο είναι πως μουσικά είναι πολύ ζεστό και θελκτικό. Ήταν σίγουρα μπροστά από την εποχή του και οι οπαδοί της μπάντας δεν ήταν έτοιμοι για αυτό, αλλά η μουσική είχε ποιότητα. Άλλωστε το γεγονός ότι ακόμα μιλάμε γι’ αυτό μετά από πενήντα ολόκληρα χρόνια, αποδεικνύει την αξία του.
Το “Stormbringer” όπως ήταν φυσικό προκάλεσε διάφορες αντιδράσεις στο κοινό, αλλά δεν πέρασε απαρατήρητο και από διάσημους μουσικούς μέσα στα χρόνια. Οι οποίοι το σχολίασαν αναγνωρίζοντας την αξία του. Οι Bruce Dickinson, και Joe Satriani, έχουν μιλήσει με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτό και εξήραν τα πειραματικά του στοιχεία. Ο Jimmy Page έχει χαρακτηρίσει το “Soldier of fortune” ως αριστούργημα, ενώ ο Lars Urlich θεωρεί το ομώνυμο κομμάτι ως ένα από τα πιο επιδραστικά τραγούδια που έχει ακούσει ποτέ. Για τον Sambora είναι ένα από τα άλμπουμ που τον παρακίνησαν να παίξει ροκ μουσική, και ο Vai έχει δηλώσει πόσο θαυμάζει το τρόπο με τον οποίο το “Stormbringer” συνδυάζει το hard rock και το παντρεύει άριστα με στοιχεία soul και funk μουσικής.
Αυτά είναι απόψεις τρίτων. Ενδιαφέρον όμως έχουν οι απόψεις των ίδιων των δημιουργών του και μάλιστα μέσα από το πρίσμα του χρόνου. Ο Glenn Hughes έβλεπε το “Stormbringer” ως μια ευκαιρία να εκφράσει την αγάπη του για τη funk και τη soul μουσική, κάτι που όμως δημιούργησε προστριβές με τον Blackmore. Με τα χρόνια, μίλησε ανοιχτά σχετικά και με τα δύο αυτά θέματα. Λίγο μετά την κυκλοφορία του, είχε δηλώσει πολύ υπερήφανος για αυτό, και ότι τραγούδια όπως τα “Holy man” και “Love don’t mean a thing” έδωσαν φρεσκάδα στον ήχο των DEEP PURPLE. Δυο δεκαετίες αργότερα όμως εκτίμησε ότι αυτή η αλλαγή ήταν μάλλον πρώιμη και ίσως απότομη με αποτέλεσμα να φύγει από την μπάντα ο Blackmore. «Ήθελα να φέρω κάτι νέο στη μπάντα, αλλά ο Ritchie δεν το αποδέχτηκε. Ίσως έπρεπε να ήμουν πιο προσεκτικός». Σήμερα, με τα χρόνια να περνάνε και με μια πιο ώριμή ματιά, παραμένει περήφανος για την εποχή του στους DEEP PURPLE και συχνά αναφέρεται στο “Stormbringer” ως ένα ενδιαφέρον καλλιτεχνικό πείραμα, που όμως δεν είχε την πλήρη υποστήριξη όλης της μπάντας και ήταν λογικό να διχάσει μέρος των οπαδών.
Ο David Coverdale, έχει μια διαφορετική οπτική σχετικά και αν παρατηρήσει κανείς τα πρώτα του χρόνια με τους WHITESNAKE βρίσκει πολλά κοινά μουσικά μονοπάτια σε σχέση με την αισθητική της μουσικής που ερμήνευσε και σύνθεσε στο “Stormbringer”. Όμως και αυτός παραδέχτηκε ότι η όλη φάση ήταν ένα ρίσκο για την μπάντα την ίδια «Το άλμπουμ ήταν ένα μείγμα από διαφορετικά μουσικά στυλ. Ήταν μια περίοδος πειραματισμού, και ίσως ορισμένοι ένιωσαν ότι πήγαμε πολύ μακριά από τον κλασικό PURPLE ήχο», Δεν είναι μια παράλογη τοποθέτηση, ε; Μέχρι σήμερα όμως παίζει το ομώνυμο τραγούδι στα live των WHITESNAKE, στο “Purple album” έβαλε πέντε τραγούδια (έξι στην Ιαπωνική έκδοση) από το “Stormbringer”, και συνεχίζει να είναι ευγνώμων στον Ritchie Blackmore για το “Soldier of fortune”.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Jon Lord συχνά αναφερόταν στο “Stormbringer” με μια πιο ώριμη οπτική, σχετικά με την πιο διπλωματικά συγκρατημένη κριτική που είχε εκφράσει πιο παλιά, όπου είχε παραδεχτεί τελικά ότι το “Stormbringer” ήταν ένας δύσκολο προορισμός για την μπάντα. «Ήταν ένα σημείο καμπής για τους PURPLE. Μερικοί το αγαπούν, άλλοι το απορρίπτουν, αλλά είναι αναμφίβολα ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία μας. Ο Glenn ήταν γεμάτος ενέργεια και ιδέες. Αν και δεν συμφωνούσα πάντα μαζί του, οφείλω να παραδεχτώ ότι έφερε κάτι νέο στη μουσική μας».
Για τον Ritchie Blackmore τα πράγματα πάντα ήταν απλά, γιατί έτσι είναι χαρακτήρας του: «Ήταν ένα περίεργο άλμπουμ. Είχα αρκετή ελευθερία να παίξω όπως ήθελα, αλλά τα υπόλοιπα μέλη ήθελαν να ακολουθήσουν μια διαφορετική κατεύθυνση. Σκέφτομαι ότι αν είχαμε καταφέρει να παραμείνουμε πιστοί στο σκληρό ήχο που είχαμε, το άλμπουμ θα ήταν καλύτερο. Ήταν το τελευταίο άλμπουμ που έκανα με τους DEEP PURPLE πριν φύγω για να σχηματίσω τους RAINBOW. Όταν βλέπεις μια μπάντα να απομακρύνεται από το είδος της μουσικής που την έκανε διάσημη, τότε ξέρεις ότι είναι η στιγμή να προχωρήσεις»…
Το “Stormbringer” ήταν και είναι ένα ποιοτικό άλμπουμ, ξεχασμένο και πια προορισμένο για ρομαντικούς ακροατές, που θέλουν να ανακαλύπτουν (ξανά και ξανά) με το πέρασμα του χρόνου στιγμές που ξεχάστηκαν, αλλά συνεχίζουν να λάμπουν, κάπου αυτόνομες, κάπου μακριά παρατημένες σαν τα ωραία τραγούδια των συγκροτημάτων που ξεχνάμε ότι υπάρχουν από την στείρα επανάληψη των κλασσικών τους.
Δημήτρης Σειρηνάκης