A day to remember… 17/10 [SKYCLAD]

0
257












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “The wayward sons of Mother Earth” – SKYCLAD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1991
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Noise Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Kevin Ridley, Karl-Ulrich Walterbach
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Graeme English: Μπάσο, κλασσική κιθάρα
Steve Ramsey: Κιθάρες (lead, ρυθμική και ακουστική)
Keith Baxter: Τύμπανα, κρουστά
Martin Walkyier: Φωνητικά
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Mike Evans: Βιολί
Joe “Guido” Caprani: Φωνητικά στο “Pagan man”
Dominic Miller: Κλασσική κιθάρα στο “Moongleam and meadowsweet”
Rog Patterson: Πλήκτρα

Όταν ο Graeme English με τον Steve Ramsey δημιουργούσαν κάποιους από τους καλύτερους δίσκους της δεύτερης γενιάς του NWOBHM (αναφέρομαι φυσικά στα δύο πρώτα SATAN και PARIAH και στο ένα και μοναδικό «διαμαντάκι» των BLIND FURY), σίγουρα δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν τον ρόλο που θα έπαιζαν, λίγα χρόνια αργότερα, στην εξέλιξη του heavy metal. Άλλωστε εκείνα τα χρόνια πρέπει να υπήρχαν χιλιάδες (κυριολεκτώ) μπάντες επηρεασμένες από το δίδυμο JUDAS PRIEST – IRON MAIDEN που είτε ήταν φτασμένες, είτε βρίσκονταν σε ανοδική πορεία, ή ετοιμάζονταν να αδράξουν τη δική τους ευκαιρία ή τα σχέδιά τους έμειναν στο προβάδικο της γειτονιάς τους. Όταν ο Martin Walkyier «έφτυνε» τόνους οργής καταθέτοντας παράλληλα τα πρώτα δείγματα της στιχουργικής του ευφυΐας στα “History of a time to come” και “Dreamweaver”, οι SABBAT έπαιζαν μεν ένα δικό τους thrash, αλλά όπως και να το κάνεις, ήταν… thrash.

Τεχνικό, ιδιόρρυθμο και σχετικά δυσκολοχώνευτο, με ένα προκλητικό όσο και αριστοτεχνικά γραμμένο concept, τους χαρακτήριζε μεν ως μπάντα, αλλά κατατάσσεται και αυτό στο tech thrash κίνημα που είχε ήδη εδραιωθεί και γιγαντωθεί. Τέλος, όταν οι τρεις αυτοί μουσικοί μεγαλουργούσαν καλλιτεχνικά, προσπαθώντας να κάνουν πραγματικότητα το όνειρο κάθε μα κάθε μουσικού που είναι η εμπορική καταξίωση (φράσεις του τύπου «παίζει μουσική για τον εαυτό του και μόνο» και «δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά και η διαφήμιση, είναι ‘true’» τις ακούω βερεσέ, διότι έχουν υπόσταση μόνον εφόσον αντικατοπτρίζουν λίγες, ιδιάζουσες περιπτώσεις πραγματικά… ιδιαιτέρων μουσικών), ο έφηβος Keith Baxter άκουγε τους δίσκους των ειδώλων του, πιθανότατα και των SATAN και SABBAT, αγόραζε το πρώτο του drum set και ονειρευόταν με την σειρά του να γίνει η «ατμομηχανή» μιας heavy metal μπάντας που όχι, δεν θα ήταν οι thrashers APHASIA.

Ήταν μετά από μια εμφάνιση των SABBAT στο Ανατολικό Βερολίνο με CORONER, TANKARD και KREATOR (τι πακέτο, έτσι;), όταν o κιθαρίστας και βασικός συνθέτης Andy Sneap διαφώνησε με τον Walkyier για τον προσανατολισμό του νέου δίσκου, με αποτέλεσμα την αποχώρηση του δευτέρου. Ήταν όπως είπαμε η εποχή της παντοκρατορίας του όρου “tech” στο thrash και πλείστοι εκπρόσωποι της σκηνής εκείνης προσπαθούσαν να παίξουν ολοένα και πιο τεχνικά, από τους πρώτους των πρώτων, χρονολογικά και ιεραρχικά (ελάχιστες οι εξαιρέσεις τύπου SLAYER και SODOM) ως τα τελευταία «ξεπεταρούδια» που ετοίμαζαν τα πρώτα τους demos. Το “Dreamweaver” ήταν ήδη ένα τέτοιο album, πόσο πιο μακριά να φτάσει; Αρκετά πιο μακριά, σύμφωνα με τον Sneap, ως εδώ, σύμφωνα με τον Walkyier. Μοιραίο λοιπόν το finale. Καμιά φορά, σκέφτομαι πως ήταν κρίμα να λήξει έτσι άδικα μια τόσο ιδιαίτερη μπάντα… Το “Mourning has broken” είναι μεν SABBAT, είναι σίγουρα πολύ καλό, αλλά η ταυτότητά του βρίσκεται αλλού. Από την άλλη, η διάσπαση αυτή μας έδωσε ένα ακόμη πιο ιδιαίτερο και μοναδικό σχήμα, οπότε όχι, αν μου δινόταν η ευκαιρία δεν θα άλλαζα τίποτα απ’ όσα συνέβησαν.

Ήταν μεγάλος σχετικά ο πρόλογος, το αναγνωρίζω, αλλά αναγκαίος. Η περίπτωση “SKYCLAD” δεν είναι από αυτές που χρήζουν επιφανειακής προσέγγισης. Πίσω όμως στο 1990, όπου η “σπορά» των σκέψεων του Martin περί της απόλυτης “pagan metal μπάντας” θα έβρισκε πρόσφορο έδαφος στο πρόσωπο του Steve Ramsey. Η γερμανική Noise Records ήταν εκεί, τους πίστεψε και όλα πήραν τον δρόμο τους, με το “The wayward sons of Mother Earth” να κυκλοφορεί μια μέρα του Οκτωβρίου, σαν σήμερα, πριν τριάντα χρόνια. Φέρε τον εαυτό σου στο «τότε», αν μπορείς, έχει σημασία αυτό. Παίρνεις το βινύλιο, το CD ή την κασσέτα στα χέρια σου, παρατηρείς το εξώφυλλο. Διαπιστώνεις πως ο Garry Sharpe-Young, στη για μένα καλύτερή του στιγμή, αναιρεί την κατά τ’ άλλα ολόσωστη, παλιά και σοφή παροιμία που λέει πως δεν πρέπει να κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του. Μπαίνεις στα ενδότερα, και βλέπεις τους τέσσερεις Ουρανοντυμένους. Δέρμα, ατσάλι, ο Μεσαίωνας του Αλφρέδου του Μεγάλου ζωντανεύει μπροστά σου. Ευτυχώς, απορρίφθηκε ασυζητητί μια εμφάνιση τύπου “Robin Hood: Men in Tights”, που προϋπήρχε ως σχέδιο. Να και μια σαιξπηρική ρήση, παρμένη από τον «Έμπορο της Βενετίας», άκρως διαχρονική μα και διδαχτική: “They are as sick that surfeit with too much, as they that starve with nothing…”. Όλα φτιάχνουν ατμόσφαιρα. Ας παίξει τώρα ο δίσκος…

Με το ένα πόδι στο thrash των SABBAT και με το άλλο στο NWOBHM, γίνεται; Ναι, γίνεται. Οι THIN LIZZY να εγκρίνουν το προαναφερθέν μείγμα; Και αυτό γίνεται. Και για να λέμε τα πράγματα ως έχουν, κάτι τέτοιο έπρεπε να περιμένει ο τότε ακροατής. Αυτό που δεν θα περίμενε, ήταν η καινοτόμος ατμόσφαιρά του. Στο rock είχαμε ακούσει με άμεσο τρόπο folk ήχους από τους JETHRO TULL (μέγιστη επιρροή) και τους ακόμη παλαιότερους FAIRPORT CONVENTION (για τους πιο «ψαγμένους»). Εμμέσως και από άλλους, ακόμη και στο metal. Ο Quorthon επί παραδείγματι έναν χρόνο πριν στο “Hammerheart” είχε κι αυτός συνεισφέρει στο «χτίσιμο» αυτού του νέου, «παραδοσιακού κόσμου», «φέρνοντας» τον βόρειο Μεσαίωνα στις δισκοθήκες των απανταχού metalheads. Όλα αδιάψευστα γεγονότα, μα εδώ είναι η πρώτη φορά που το heavy metal «μπολιάζεται» με τόσο καθαρή folklore αισθητική, έστω κι αν αυτή εκδηλώθηκε ξεκάθαρα από το “A burnt offering for the bone idol” και μετά, σε σημείο να θεωρείται από κάποιους εκείνο ως το πρώτο καθαρό φολκλορικό metal album, λανθασμένα κατ’ εμέ.

Με το “The wayward sons of Mother Earth” (πόσο ωραίος τίτλος!) δεν «γεννήθηκε» λοιπόν απλά ένα συγκρότημα – «γεννήθηκε» ένα ολόκληρο «μεταλλικό» υποείδος, που θα ονομαστεί στην συνέχεια απολύτως φυσιολογικά και λογικά “folk metal”. Ο Martin Walkyier παραμένει μεν σε παγανιστικά/ειδωλολατρικά πεδία, εξακολουθώντας να είναι «ένα» με τον πολιτισμό και κυρίως με τον πνευματικό κόσμο των γηγενών κατοίκων της Γηραιάς Αλβιώνας αλλά περισσότερο μοιάζει με φυσιολάτρη περιπλανώμενο ποιητή. Οι πρώτες αναφορές/υπόνοιες περί κοινωνικών προβληματισμών υπάρχουν, αλλά όχι, η ώρα τους δεν έχει έρθει ακόμη. Οι πυκνογραμμένοι στίχοι του, στο στυλ των SABBAT, είναι σταθερά παρόντες, ο Martin δεν έχει στο ελάχιστο παραμελήσει το άκρως καυστικό του ύφος και η ανάγνωσή τους και μόνο, χωρίς καν την συνοδεία μουσικής, τον καθιστά και τυπικά το “next big thing” στο «στρατόπεδο» των metal στιχουργών.

Ισορροπημένο, ποιοτικό σε κάθε του πτυχή, το “The wayward sons of Mother Earth” είναι ο θεμέλιος λίθος μιας λαμπρής μουσικά καριέρας, αντιστρόφως ανάλογης με την όποια εμπορική επιτυχία. Είναι ένα «μπουκέτο» όπου όλα του τα «άνθη» (τραγούδια) μυρίζουν το ίδιο υπέροχα, για να κάνουμε και τον σχεδόν απαιτούμενο νατουραλιστικό παραλληλισμό. Το ομώνυμο τραγούδι εξαγγέλλει το μουσικό/κοινωνικό manifesto της μπάντας. Όπως οι παγανιστές «Ουρανοντυμένοι» συμμετείχαν στις τελετές τους γυμνοί, «ντυμένοι» μόνο με τον ουρανό, ως ένδειξη ισότητας και λατρείας προς τη Φύση, έτσι και οι SKYCLAD διατυμπανίζουν τις πανομοιότυπες αρχές και αξίες τους. Το «παιχνιδιάρικο» “The widdershins jig”, με το «τσαχπίνικο» βιολί του Mike Evans, είναι το κατά γενική ομολογία πρώτο καθαρό folk metal κομμάτι και «οδηγός» για το πού θα κινηθεί το είδος. Το «καυστικό» έπος “Our dying island” περιέχει τα πρώτα μηνύματα ενός ανθρώπου που γράφει στίχους όχι απλά για να «ντύσει» τη μουσική του, αλλά μέσω αυτής να βρει ένα βήμα ώστε να αφυπνίσει τον κόσμο για αξίες που χάνονται, οδηγώντας τον ίδιο τον Άνθρωπο στον αφανισμό.

Τέλος, για μένα πάντα θα αποτελεί μια ξεχωριστή κατηγορία το αειθαλές λυρικό αριστούργημα “Moongleam and meadowsweet”, προορισμένο να μαγεύει με τη μουσική του στο διηνεκές. Αν στο “Our dying island” η Γηραιά Αλβιώνα «αντικατοπτριζόταν» θανούσα, εδώ φορά το πιο λαμπρό της ένδυμα. Μια ωδή του Martin προς την πατρίδα του, που παίρνει διαστάσεις ερωτικής εξομολόγησης, με τον επί τριάντα χρόνια κιθαρίστα του Sting και μουσικό «έτερό του ήμισυ», Dominic Miller, στην κλασσική κιθάρα, να οδηγεί το τραγούδι σε ύψη που ζαλίζουν με την ποιότητά τους. Extra credit και για την τόσο ταιριαστή παραγωγή των Kevin Ridley και Karl-Ulrich Walterbach (μπλεγμένος σε σχεδόν κάθε δίσκο της Noise εκείνη την εποχή). Ξέρεις ποιον Ridley σου λέω. Αυτόν που φτιάχνει τον ήχο της μπάντας από το 1991 ως σήμερα, είναι μέλος της από το 1998 ως σήμερα, και ο κολλημένος (χωρίς εισαγωγικά) «οπαδός» (σε εισαγωγικά) δεν μπορεί να τον δεχτεί ως frontman της από το 2001 ως σήμερα.

Τριάντα χρόνια “The wayward sons of Mother Earth”, τριάντα συν ένα χρόνια SKYCLAD. Η επίσημη «πρώτη» ενός σχήματος που «άνοιξε δρόμους», έθεσε νέα δεδομένα, πήρε από το χέρι το heavy metal και το οδήγησε σε μέρη που σίγουρα κανείς δεν περίμενε, «έσπασε στεγανά», «ένωσε» οπαδούς από διαφορετικά ιδιώματα κάτω από το δικό του λάβαρο (από τα πλέον πολυσυλλεκτικά κοινά σε συναυλίες τους) και που ακόμη και σήμερα, με τα πάνω και τα κάτω του, παραμένει σταθερό στις αξίες του. Ένα πραγματικά προοδευτικό, avant-garde αριστούργημα, που τιμά τους εν λόγω όρους πολύ περισσότερο από κάποιους «καπηλευτές» που καμώνονται πως οι δύο αυτές ταμπέλες τους ανήκουν.

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here