A day to remember… 2/10 [IRON MAIDEN]

0
573
Maiden




















Maiden

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ:  “The X Factor” – IRON MAIDEN
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΙΑ: EMI Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ:  Steve Harris, Nigel Green
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Blaze Bayley – Φωνητικά
Dave Murray – Κιθάρες
Janick Gers – Κιθάρες
Steve Harris – Μπάσο
Nicko McBrain – Τύμπανα

Το 1995 οι IRON MAIDEN βρέθηκαν σε ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της καριέρας τους. Μετά από μια δεκαετία θριάμβων και τη χρυσή περίοδο των 80s, η μπάντα έπρεπε να διαχειριστεί την αποχώρηση του Bruce Dickinson, του τραγουδιστή που με τη φωνή και την παρουσία του είχε καθορίσει τον ήχο και την εικόνα του συγκροτήματος. Ο Dickinson είχε αποχωρήσει το 1993 για να ακολουθήσει σόλο καριέρα, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο κενό. Η αντικατάστασή του ήταν ένα ριψοκίνδυνο βήμα, καθώς το κοινό είχε ταυτίσει σχεδόν απόλυτα τη φωνή του με τους MAIDEN. Η επιλογή του Blaze Bayley, πρώην frontman των WOLFSBANE, αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη. Ο Bayley είχε πολύ διαφορετικό φωνητικό ύφος. Πιο βαρύ, πιο σκοτεινό και με περιορισμένη έκταση σε σχέση με τον προκάτοχό του. Έτσι, το “The X Factor” έγινε το πρώτο άλμπουμ των IRON MAIDEN χωρίς τον Dickinson μετά από μια μακρά εποχή επιτυχιών, σηματοδοτώντας μια ριζική αλλαγή.

Το ύφος του άλμπουμ αντικατοπτρίζει αυτή την αλλαγή. Οι συνθέσεις έχουν πιο σκοτεινή και μελαγχολική διάθεση, απομακρυσμένες από τα επικά και συχνά αισιόδοξα στοιχεία των προηγούμενων δίσκων. Τραγούδια όπως το “Sign of the Cross” και το “The edge of darkness” αποπνέουν μια βαριά, σχεδόν απελπισμένη ατμόσφαιρα, που ταιριάζει με το ηχόχρωμα του Bayley αλλά ξενίζει τους οπαδούς που είχαν συνηθίσει τη δυναμική και μελωδική ερμηνεία του Dickinson. Η παραγωγή του άλμπουμ, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Steve Harris, ο ηγέτης και μπασίστας της μπάντας, τονίζει αυτή την πιο σκοτεινή κατεύθυνση. Ο Harris βρισκόταν και σε προσωπική κρίση εκείνη την περίοδο, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στην προσωπική του ζωή, κάτι που αντικατοπτρίζεται στον βαρύ και καταθλιπτικό τόνο του άλμπουμ. Η έμφαση στις αργές, ατμοσφαιρικές εισαγωγές και οι εκτενείς συνθέσεις φανερώνουν τη διάθεση της μπάντας να εξερευνήσει ένα πιο δραματικό, σχεδόν κινηματογραφικό στυλ.

Η υποδοχή που έλαβε το “The X Factor” υπήρξε αμφιλεγόμενη. Παρότι το άλμπουμ είχε φιλόδοξες στιγμές και ορισμένα κομμάτια που θεωρούνται πλέον κρυφά διαμάντια της δισκογραφίας των MAIDEN, το κοινό και οι κριτικοί δεν το αγκάλιασαν θερμά. Πολλοί οπαδοί δυσκολεύτηκαν να δεχτούν τον Blaze Bayley στη θέση του Dickinson, θεωρώντας ότι η φωνή του δεν ταίριαζε με το ύφος της μπάντας. Οι πωλήσεις, σε σύγκριση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες, ήταν απογοητευτικές, ειδικά σε αγορές όπου οι MAIDEN είχαν κυριαρχήσει στη δεκαετία του ‘80. Οι συναυλίες της εποχής έλαβαν επίσης ανάμεικτες αντιδράσεις, με αρκετούς να εκφράζουν ανοιχτά τη νοσταλγία τους για την προηγούμενη εποχή. Ωστόσο, υπήρξαν και φανατικοί ακροατές που εκτίμησαν τον πιο σκοτεινό χαρακτήρα του άλμπουμ και βρήκαν στο “The X Factor” μια διαφορετική αλλά αξιόλογη εκδοχή των IRON MAIDEN.

Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα στοιχεία του δίσκου ήταν το εξώφυλλο. Δημιουργημένο από τον καλλιτέχνη Hugh Syme, ο οποίος έχει συνεργαστεί με πολλά γνωστά συγκροτήματα, το εξώφυλλο απεικονίζει τον Eddie να υποβάλλεται σε μια ζοφερή ιατρική επέμβαση ή λοβοτομή, με έντονα βίαιη και αποκρουστική αισθητική. Πολλοί θαυμαστές το χαρακτήρισαν ως το πιο άσχημο εξώφυλλο της καριέρας των MAIDEN (μετά βέβαια ήρθε το “Dance of Death” και το “The final frontier”, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία), όχι επειδή έλειπε η δύναμη ή η πρωτοτυπία, αλλά επειδή έτεινε προς το σοκ και το μακάβριο χωρίς την καλλιτεχνική φινέτσα που είχαν τα προηγούμενα εξώφυλλα του Derek Riggs. Αυτό συνέβαλε στο γενικότερο αίσθημα αποξένωσης που βίωσε μέρος του κοινού απέναντι στον δίσκο.

Η παραγωγή, όπως αναφέρθηκε, ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο του Steve Harris, ο οποίος ανέλαβε να οδηγήσει τη μπάντα μέσα από αυτήν την κρίσιμη περίοδο. Ο Harris, εκτός από μπασίστας και βασικός συνθέτης, ανέλαβε τον ρόλο του συμπαραγωγού, κάτι που έδωσε στο άλμπουμ έντονα προσωπικό χαρακτήρα. Ο ήχος είναι «πνιγηρός» και βαρύς, με πολλές στιγμές που μοιάζουν να αντικατοπτρίζουν την ψυχολογική του κατάσταση εκείνη την εποχή. Για κάποιους, αυτή η προσέγγιση ενίσχυσε την αυθεντικότητα του άλμπουμ, καθιστώντας το μια από τις πιο προσωπικές δουλειές της μπάντας. Για άλλους, όμως, η έλλειψη εξωτερικού παραγωγού και η υπερβολική κυριαρχία του Harris οδήγησε σε έναν ήχο λιγότερο ισορροπημένο και πιο δυσπρόσιτο.

Σήμερα, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, το “The X Factor” παραμένει ένα από τα πιο διχαστικά άλμπουμ στην ιστορία των IRON MAIDEN. Για πολλούς αντιπροσωπεύει μια περίοδο αδυναμίας και πειραματισμού που δεν μπόρεσε να συγκριθεί με την αίγλη του παρελθόντος. Για άλλους, όμως, αποτελεί μια τολμηρή προσπάθεια να ανανεώσουν τον ήχο τους μέσα από τις δυσκολίες και να εκφράσουν σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας. Παρά την εμπορική του αποτυχία σε σχέση με τα standards των MAIDEN, το άλμπουμ έχει κερδίσει με τα χρόνια μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά ορισμένων οπαδών, ως μια ειλικρινής και βαριά καλλιτεχνική δήλωση. Είναι η απόδειξη ότι ακόμη και οι μεγαλύτερες μπάντες περνούν κρίσεις ταυτότητας, και ότι μερικές φορές αυτές οι στιγμές γεννούν έργα που, αν και αμφιλεγόμενα, έχουν μια ακατέργαστη δύναμη που αξίζει να ξανασυζητιέται.

Φανούρης Εξηνταβελόνης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here