A day to remember… 21/5 [RIOT]

0
291












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Restless breed” – RIOT
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1982
ΕΤΑΙΡΙΑ: Elektra
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Steve Loeb, Billy Arnell
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Rhett Forrester – Φωνητικά, φυσαρμόνικα

Mark Reale – Κιθάρα
Rick Ventura – Κιθάρα
Kip Leming – Μπάσο
Sandy Slavin – Τύμπανα

Όπως έχουμε πολλάκις αναφέρει, οι RIOT (γνωστοί εδώ και κάποια χρόνια ως RIOT V), είναι το πρώτο συγκρότημα που υιοθέτησε και τίμησε με τη μουσική του τον όρο “Heavy Metal”, στη χώρα του Θείου Sam. Και αυτή δεν είναι η άποψη ενός κάποιου/οποιουδήποτε συντάκτη, που τυγχάνει απλά να βρίσκεται πίσω από μια οθόνη την συγκεκριμένη στιγμή και να καταθέτει την υπέρμετρη αγάπη του για τους RIOT. Είναι ίσως η μοναδική, αδιαμφισβήτητη αλήθεια όσον αφορά το αμερικανικό heavy metal. Όλα τα’ άλλα μπορούν να συζητηθούν. Αυτό… όχι! Ως τότε, το heavy metal ήταν μια κατεξοχήν βρετανική υπόθεση. Αρκεί να δει κανείς, ψάχνοντας όλων των ειδών τα κατάστιχα, ποια συγκροτήματα, ποιοι καλλιτέχνες υπήρχαν στις Πολιτείες πριν ο Mark Reale, αρχηγός του group και ένας από τους καλύτερους συνθέτες που γνώρισε ποτέ ο «σκληρός ήχος», παίξει την πρώτη νότα του “Desperation” από το “Rock City” album, το 1977.

Αν οποιοδήποτε συγκρότημα εκείνης της εποχής στη Γηραιά Αλβιώνα, είχε το “Rock City” στο παλμαρέ του, θα είχε ήδη δημιουργήσει status ανερχόμενης δύναμης και θα ήταν σημείο αναφοράς για το τότε «φλέγον» κίνημα του NWOBHM, που βρισκόταν ακόμη στο «κουκούλι» του, έτοιμο να ξεπεταχτεί. Οι συνθήκες στις Η.Π.Α όμως, ήταν διαφορετικές. Ανέκαθεν η Αμερική έθετε ως πρώτο και κυριότερο χαρακτηριστικό μιας επιτυχημένης μπάντας τις γεμάτες αρένες, τω καιρώ εκείνω μάλιστα δε χρειαζόταν κάτι άλλο για να το πετύχεις αυτό, παρά εμπνευσμένο, ευφάνταστο και εμπορικό hard rock. Δεν ήταν ακόμη ιδανικό το κλίμα για ακραιφνές heavy metal, όσο κι αν γιγαντώθηκε το είδος και κατέκλυσε τα μεγαλύτερα στάδια, ελάχιστα χρόνια μετά. Για να καταλάβεις τί ακριβώς επικρατούσε τότε, οι RIOT είχαν ήδη περιοδεύσει επιτυχημένα με τους AC/DC, MOLLY HATCHET και Sammy Hagar και παρόλα ταύτα, βρέθηκαν στα πρόθυρα της διάλυσης το 1979, με την Capitol Records να θεωρεί τη μουσική τους «εμπορικά απαράδεκτη».

Γι’ αυτό ανέφερα την Αγγλία. Το 1979, το NWOBHM απέκτησε την πολυπόθητη mainstream εικόνα του (όλοι γι’ αυτό το “mainstream” παλεύουν, μη γινόμαστε κουραστικοί επαναλαμβάνοντας τα αυταπόδεικτα και αυτονόητα) και ο γνωστός σε όλους μας Neal Kay, ανέλαβε να κάνει γνωστούς και τους RIOT. Αποτέλεσμα; Ενθουσιασμένοι metalheads να αγοράζουν το εισαγόμενο “Rock City”, να κατακλύζουν με γράμματα τα γραφεία της ΕΜΙ και να απαιτούν να τους υπογράψει συμβόλαιο. Άλλο ένα επιχείρημα, άλλο ένα βέλος στη φαρέτρα όλων όσων πιστεύουμε πως κάποιες μπάντες αδίκως και ματαίως επιζητούσαν την καταξίωση στις Η.Π.Α, αλλά έπρεπε να αφοσιωθούν στη «ζεστή αγκαλιά» της Γηραιάς Ηπείρου. Με τα “Narita” (1979) και “Fire down under” (1981) να ακολουθούν, από τους κολοσσούς Capitol και Warner αντίστοιχα, οι RIOT θα είχαν καταθέσει, μέσα σε τέσσερα χρόνια, τρία κλασσικά albums στον «κορβανά» του heavy metal, νιώθοντας έτοιμοι για το πολυπόθητο, μεγάλο βήμα.

Επειδή όμως μιλάμε για τους RIOT, το αιωνίως πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό σε συζητήσεις περί «αδικημένων» και «άτυχων» συγκροτημάτων, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν κατά πως έπρεπε και ο τραγουδιστής Guy Speranza αποχωρεί από το σχήμα για δικούς του, προσωπικούς κι εν ολίγοις έξω-μουσικούς λόγους. Σοβαρό πλήγμα, καθώς η φωνή του ήταν ένα μεγάλο ατού στα χέρια του Mark Reale και αποθέωνε τις συνθέσεις του. Αντικαθίσταται από τον Rhett Forrester, απόφοιτο της Ναυτικής Ακαδημίας Sanford και πρώην τραγουδιστή των HITMAN (προσοχή στο μονό “T”, καμία σχέση με τους ΗΙΤΤΜΑΝ του “Metal sports”) και RACHEL. Μια μεταγραφή που, αν δε μιλούσαμε για RIOT, επαναλαμβάνω, θα είχε αποδειχθεί «λίρα εκατό» για τη μπάντα, φτάνοντάς την από μόνη της σε νέα, υψηλότερα επίπεδα. Ναι, ο Rhett δεν ήταν και το «καλύτερο παιδί» του κόσμου, ήταν αυτό που λέμε μια… ιδιαίτερη περίπτωση. Ήταν όμως ένας εξαιρετικός frontman και ένας καταπληκτικός τραγουδιστής, με μια “one of a kind” χροιά, η οποία θα ενέπνεε τελικά τον αρχηγό Mark να γράψει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της καριέρας του.

Το “Restless breed” θα ακουγόταν ταυτόχρονα συγγενικό αλλά και διαφορετικό από τους προκατόχους του. Από τη μια υπήρχαν οι γνωστές επιρροές του group, ένα αμάλγαμα από ήχους σπουδαίων συγκροτημάτων όπως SCORPIONS, THIN LIZZY, RAINBOW, MONTROSE και JUDAS PRIEST, από την άλλη ακουγόταν ξεκάθαρα μια, σε στιγμές, bluesy «υφή» στο στυλ των FREE και BAD COMPANY, η οποία έπαιρνε ως και southern rock «απόχρωση». Μπροστά θα ήταν οι δύο όπως πάντα καταπληκτικές κιθάρες, πίσω τους ένα rhythm section που παρέδιδε διατριβή επάνω στο κλασσικότροπο παίξιμο στο heavy metal και στο μικρόφωνο ένας ξανθομάλλης Άδωνις, που έμοιαζε με τον David Coverdale έτοιμο να μπλεχτεί σε καυγά σε κάποιο κακόφημο bar. Ιδανικά συστατικά για τη δημιουργία μιας χούφτας τραγουδιών, ικανά να σε οδηγήσουν σε μιαν ακόμη hard ‘n’ heavy ονείρωξη. Και από highlights; Ουκ ολίγα! Το «αλήτικο» “Hard lovin’ man”, το μικρό, θρασύ αδερφάκι του “Swords and tequila” που ονομάζεται “C.I.A”, το καταιγιστικό, proto-speed metal “Loanshark” με το εξοντωτικό drumming του υποτιμημένου Sandy Slavin, το blues rock “Showdown” και πάνω απ’ όλα το ομώνυμο κομμάτι, μια από τις κορυφές του ‘80s heavy metal. Όλες τους συνθέσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν έναν δίσκο που ναι μεν είναι για πολλούς το πιο «αδύναμο» album της πρώτης περιόδου των RIOT (1977–1987), αλλά κι έτσι να είναι, όταν μιλάμε για αδύναμο RIOT, μιλάμε για απάτητη κορυφή για πολλούς εκεί έξω.

Οι μετέπειτα επανεκδόσεις του “Restless breed”, το φέρνουν αντάμα με το EP “Riot Live”, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και περιέχει πέντε κομμάτια από το άλμπουμ συν το “Swords and tequila”. Η ατμόσφαιρα είναι εντελώς live, η μπάντα ξερνάει φωτιά και το ομότιτλο με το “Loanshark” μοιάζουν με πραγματικούς οδοστρωτήρες. Αυτό ήταν το πραγματικό πρόσωπο των RIOT, αυτό που αδικήθηκε από την σχετικά αδύναμη παραγωγή του “Restless breed”, αυτό που αποκαλυπτόταν πάντα επί σκηνής και αυτό που τόσο ήθελαν να αλλάξουν οι μεγάλες εταιρείες, αναγκάζοντάς τους να παίξουν glam rock. Αλλά ο Mark μόνο νερό στο κρασί του δεν έβαζε. Στον αντίποδα, θα έμενε πιστός στο δικό του όραμα, θα έπαιρνε, στα πλαίσια αυτού, το “When I was young” των THE ANIMALS, μετατρέποντάς το σε «δικό του» και θα έβγαζε τη μπάντα του σε περιοδεία και σε μεγάλα fests, πραγματοποιώντας εμφανίσεις με τους RΑΙΝΒΟW, τους SAXON, τους SCORPIONS, τους UFO και κλέβοντας, όπως πάντα, την παράσταση. Αυτά για τώρα. Τα υπόλοιπα, είναι μια ιστορία που θα ειπωθεί κάποια άλλη στιγμή…

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here