ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Beyond the crimson horizon” – SOLITUDE AETURNUS
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1992
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Roadracer
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: SOLITUDE AETURNUS & Danny Brown
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Robert Lowe
Κιθάρα – John Perez
Κιθάρα – Edgar Rivera
Μπάσο – Lyle Steadham
Τύμπανα – John Covington
Τα πρώτα αισιόδοξα μηνύματα από κάθε γωνιά του πλανήτη, ήταν ηλίου φαεινότερο πως όπλισαν το κουιντέτο με ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση, δίνοντάς του την ώθηση να συνεχίσει απρόσκοπτα το βασανιστικό του ταξίδι στην γη όπου η μελαγχολία κινεί τα νήματα… Μια μελαγχολία, όμως, που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά μετουσιώνεται σε πηγή ενέργειας για την καταπολέμηση κάθε λογής δυσκολίας που προκύπτει στο αέναο ταξίδι… Οι SOLITUDE AETURNUS βγήκαν δυνατότεροι και σοφότεροι από το πρώτο επίσημο crash test της επίσημης δισκογραφίας τους (βλ. “Into the depths of sorrow”) και της επαφής με κόσμο που αγνοούσε πως στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού συντελούνταν το δεύτερο θαύμα στον αργόσυρτο metal ήχο μετά την εμφάνιση των Σουηδών CANDLEMASS μερικά χρόνια πριν.
Η σταθερότητα του line up, το κοινό όραμα και η γενικότερη αποδοχή (πάντα στο πλαίσιο του underground για να μην ξεχνιόμαστε) ήταν το συστατικό εκείνο που ανέδειξε το “Beyond the crimson horizon” σε μια ακόμα τελετουργική νουθεσία για τους μύστες του επικοαναθρεμμένου doom metal. Η συνθετική δεινότητα τους ήταν πλέον ευδιάκριτη δια γυμνού οφθαλμού και τα αριστουργήματα ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Βαθιά ανάσα και “Seed of the desolate” (ΥΜΝΟΣ!!!), “Black castle”, “It came upon one night”, “Beneath the fading sun”, “Plague of procreation”, ίσως η πιο progressive –αν μου επιτρέπεται αυτός αδόκιμος όρος- σύνθεση όχι μόνο του δίσκου αλλά ολόκληρης της πρώτης περιόδου. Όλες τους δικαιωματικά βρίσκονται στις απάτητες κορυφές του παγόβουνου, λειτουργώντας παράλληλα ευεργετικά στις ψυχές των ταγμένων, όντας πολύτιμοι συνοδοιπόροι στην αναζήτηση της κάθαρσης και του εξαγνισμού δια μέσου του πόνου… Το δε αυξημένο budget που είχαν στην διάθεση τους είχε άμεσο αντίκτυπο στην παραγωγή που ήταν αναμφισβήτητα πιο προσεγμένη από εκείνη του ντεμπούτου τους.
To επικό doom σφυρηλατήθηκε με άλμπουμ όπως το “Epicus doomicus metalicus” και το “Nightfall” των CANDLEMASS, η δεκαετία του ’90, όμως, ήταν κομβική όχι μόνο για την διατήρησή του ως ένα από τα πλέον ειλικρινή ιδιώματα του metal αλλά και για την –όποια- περαιτέρω ανάπτυξη του. Και άλμπουμ-σταθμοί όπως το “Beyond the crimson horizon” πιστοποιούν με τον πειστικότερο τρόπο του λόγου το αληθές! Θέλετε τα κιθαριστικά των Perez/Rivera που “κεντούν” και ανοίγουν τον δρόμο στον ένα και μοναδικό Lowe να ξεδιπλώσει τις σπάνιες αρετές του; Μία μικρή στάση εδώ για να αποθεώσουμε την πιο εκφραστική, απολαυστικά γήινη και εξωπραγματικά απόκοσμη την ίδια στιγμή φωνή που έβαλε την σφραγίδα της ever στην doom metal δισκογραφία. Συγκλονιστικός! Αν μη τι άλλο, ισάξιο του προκατόχου του, τουτέστιν, απαραίτητο δια ροπάλου για κάθε doomster που σέβεται τον εαυτό του και τιμά το ιδίωμα! Λατρεία παντοτινή!
Did you know that?
- Σύμφωνα με τον παραγωγό Danny Brown, το άλμπουμ ηχογραφήθηκε μέσα σε 21 ημέρες. Δύο εξ αυτών χρειάστηκε ο Lowe προκειμένου να ολοκληρώσει τα φωνητικά του, πολλά εκ των οποίων πραγματοποιήθηκαν χωρίς περαιτέρω βελτιωτικές ενέργειες. Tα solos του Rivera γράφτηκαν αυθημερόν ενώ για την μίξη απαιτήθηκαν τέσσερις ημέρες.
- Στα τέλη Νοεμβρίου του 1992 ξεκίνησε η περιοδεία τους με τους PAUL DI’ ANNO’S BATTLEZONE, διήρκεσε έξι εβδομάδες και ήταν απόλυτα επιτυχημένη αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν και η πρώτη φορά που συμμετείχαν σε οργανωμένη τουρνέ και όχι σε μεμονωμένες συναυλίες.
- Το άλμπουμ (όπως και το ντεμπούτο τους) επανακυκυκλοφόρησε το 1996 από την Massacre, με δύο επιπλέον bonus κομμάτια, τις demo εκτελέσεις των “City of Armageddon” και “It came upon one night”.
- Αξίζει να αναφερθεί ότι τους στίχους από το “It came upon one night” τους είχε γράψει ο πρώτος τραγουδιστής του σχήματος Kristoff Gabehart, όταν ακόμα το Aeturnus δεν είχε μπει ακόμα ως δεύτερο συνθετικό του ονόματος τους…
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης