ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Human” – DEATH
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1991
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Relativity
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Scott Burns
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά, κιθάρες – Chuck Schuldiner
Κιθάρες – Paul Masvidal
Μπάσο – Steve DiGiorgio
Drums – Sean Reinert
“Also, thanks to the people that support my music, and not the rumors. This is so much more than a record to me. It is a statement, it is revenge”
Ανοίγοντας το booklet του “Human”, βλέπεις αυτές τις λέξεις μέσα. Συγκεκριμένα εκεί όπου ο Μέγας Φιλόσοφος του death metal κλείνει το δικό του κομμάτι του booklet που τυπικά ονομάζουμε “special thanks list”. Λέξεις, που σκοτώνουν με την ευθύτητά τους και λένε συνοπτικά μα τόσο ξεκάθαρα μια άσχημη ιστορία λασπολογίας και προδοσίας (θα τη δούμε παρακάτω ενδελεχώς). Θα μπορούσα κάλλιστα, να λήξω το κείμενο εδώ, συν κάποια φράση του τύπου “σας έκανε golden shower από το Everest”. Αλλά επειδή εδώ, μου δίνεται ευκαιρία για να ξαναμιλήσω λες και κατάπια γλιστρίδα για το απόλυτο death metal άλμπουμ που άκουσαν ποτέ τα αυτιά μου και δε θα την έχανα για τον κόσμο, θα με υποστείτε για περισσότερες γραμμές. Και το εννοώ. Ελπίζω να έχετε πάρει απαραίτητα τρόφιμα σαν εφόδια, γιατί θα έχουμε πολύ, μα πολύ πράγμα. Παραγγείλτε πίτσα/σουβλάκια (δώστε και φιλοδώρημα στο παιδί, όπως πρέπει), πάρτε τάπερ με έτοιμο φαγητό, πατατάκια, nachos για τους πιο μερακλήδες, ό,τι θέλετε και αγαπάτε! Μη πείτε όμως, σε καμιά των περιπτώσεων ό,τι δεν σας προειδοποίησα. Τώρα λοιπόν, που είστε έτοιμοι, ξεκινάμε!
Γυρίζουμε το ρολόι πίσω στα 1990. Το εκπληκτικό, αριστουργηματικό και υπεράνω κριτικής “Spiritual healing” έχει μόλις κυκλοφορήσει και οι DEATH αντιμετωπίζονται ως οι μπροστάρηδες ενός ολόκληρου είδους, που τότε ήταν καυτό, φρέσκο και αέναα εξελισσόμενο. Φυσικό επακόλουθο η πρόταση για περιοδεία στην Ευρώπη. Η περιοδεία “Legacy of brutality” όπως ονομάστηκε, όπου θα ανοίγανε για τους ΘΕΟΥΣ KREATOR (με “Coma of souls” στις αποσκευές τους – η καρδιά μου….), ήταν να ξεκινήσει, ώσπου ο ίδιος ο Chuck Schuldiner δεν πίστευε ότι έχει οργανωθεί σωστά (φύσει και θέση τελειομανής, άλλωστε), και ζήτησε να ακυρώσουν τη συμμετοχή τους σε αυτή. Οι υπόλοιποι DEATH (δηλαδή ο Terry Butler και ο Bill Andrews – o James Murphy ήταν session και δεν μπορούσε να δώσει το παρόν) επικαλούμενοι δέσμευση από το συμβόλαιο που υπέγραψαν (αυτό, άμα θέλουμε το πιστεύουμε!), έκαναν το ολέθριο λάθος που λέγεται “DEATH επί σκηνής χωρίς τον Chuck Schuldiner”, με τα μέρη του Chuck να παίζονται από τον Walter Trachsler (έπαιξε τη ρυθμική κιθάρα στο “From beyond” των MASSACRE, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει το credit), τα φωνητικά από τον Louie Carrisalez (τραγούδησε στο “Signs of life” των ηρώων deathrashers DEVASTATION), με τα μέρη του James Murphy να παίζονται από τον Albert Gonzales των έτερων thrash ηρώων EVILDEAD.
Εκτός του ότι η περιοδεία ήταν φιάσκο από πλευράς απόδοσης (ο Carrisalez ήταν πολύ καλός στους DEVASTATION, αλλά προσβλητικά αταίριαστος στο ύφος των DEATH – για κακή του τύχη, υπάρχουν ντοκουμέντα), οι Andrews/Butler ανοιχτά πρόδωσαν τον Schuldiner, στο ίδιο του το συγκρότημα, αναγκάζοντας τον να τους διώξει κακήν κακώς και να παίρνει την απόφαση ότι από εδώ και πέρα θα παίζει μόνο με session παίκτες. Ψάχνοντας λοιπόν για παίκτες, πέφτει πάνω στους φίλους του, τους CYNIC. Εκείνη τη περίοδο οι πιονέροι του προοδευτικού death metal βρίσκονται σε φάση demos (είχαν ήδη κυκλοφορήσει το “Reflections of a dying world” (1989) σε πιο tech-thrash φόρμες με ακραία φωνητικά), μη όντες, παρά την εκπληκτική τεχνική των παικτών (έφηβοι, τότε. Είπατε κάτι; ) στο σημείο που θα βρίσκονταν 3 μόλις χρόνια μετά με το ασύλληπτο “Focus” (1993). Οι Paul Masvidal (κιθάρες) και Sean Reinert (drums), δέχονται να βοηθήσουν στο όραμά του για πιο τεχνικά και προοδευτικά μονοπάτια τον Chuck Schuldiner (και κατ‘ επέκταση τους DEATH), με τη θέση του μπασίστα να μένει ακόμα κενή. Γνωστή αλεπού ο Chuck, βρίσκει τον Steve DiGiorgio (AUTOPSY και φυσικά στους θεούς SADUS), προκειμένου να ανταπεξέλθει στο ολοένα και αυξανόμενο τεχνικά επίπεδο των συνθέσεων. Αρχή μιας μακράς φιλίας για τους δύο άντρες.
Ενδεικτική φράση του πόσο βοηθούσαν ο ένας τον άλλον για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, είναι δια στόματος Reinert ενώ προβάρανε το “Secret face”, επειδή ο Chuck δυσκολευόταν στο πως έπρεπε να παίξει ένα συγκεκριμένο riff που έγραψε (το riff μετά το ρεφρέν) μαζί με τα τύμπανα και ο Sean του λέει “απλά παίξε σαν να μην είμαι εδώ”. Αυτή η απλή φράση αρκούσε για να ξεκλειδώσει τον Schuldiner και κάπως έτσι δουλεύτηκε και ο υπόλοιπος δίσκος. Παράλληλα, είχαν βγει πολύ άσχημες βρώμες για τον Chuck Schuldiner στην death metal πιάτσα. Ξεκινώντας από τη σεξουαλικότητά του (!!!), προχωρώντας στο πόσο “φλώρος” ήταν ενώ το “έπαιζε” σκληρός (σιγά ρε μάγκες, κατουρήστε και λίγο) και ότι ο επόμενος του δίσκος με τους DEATH θα είναι glam (!!) και όχι death metal. «Λάδι στη φωτιά της βρώμας», έβαλαν και δηλώσεις του Chuck για το πόσο αγαπούσε τα ζώα, πόσο του άρεσαν πιο μελωδικές μπάντες (τιτάνιος οπαδός των KISS, IRON MAIDEN, QUEENSRYCHE και KING DIAMOND – στους δε πρώτους, χρεώνει το ότι ασχολήθηκε με τη μουσική!), πόσο σνόμπαρε τον σατανισμό στο death metal, σε σημείο που “άλλαξε” το λογότυπο της μπάντας αφαιρώντας πέραν της θρυλικής “αράχνης” και την υπόνοια ανάποδου σταυρού. Αντίθετα, γενικότερα, με το δήθεν true death metal attitude της όλης σκηνής τότε. Ωστόσο του Chuck Schuldiner, ούτε για μια στιγμή δεν ίδρωσε το αυτί του. Συνέχισε τη δουλειά, βγάζοντας όλη του τη πικρία στους στίχους, οι οποίοι για πρώτη φορά μετά το “Spiritual healing” θα άλλαζαν τόσο πολύ το επίπεδό τους. Εκεί που στο προκάτοχό του, άρχισε να πιάνει κοινωνικά θέματα, και οριακά προσωπικά, εδώ εστιάζει κατευθείαν στον άνθρωπο. Εξ ου και ο δίσκος ονομάστηκε “Human”. Μετά από ηχογράφηση στη Μέκκα του είδους, Morrisound recordings, στις 22 Οκτωβρίου 1991, θα κυκλοφορήσει το τέταρτο πόνημά τους από την Relativity Records, με τίτλο “Human”.
Άνοιγμα με fade in των τυμπάνων. Τα χαρακτηριστικά θέματα του Sean Reinert δείχνουν ξεκάθαρα την αλλαγή επιπέδου, μιας και σαφώς ανώτερος παίκτης από τον Bill Andrews. Αρχίζουν να μπαίνουν οι κιθάρες, με το συγκρότημα να αναπτύσσεται αργά αλλά σταθερά για περίπου ένα λεπτό, προτού φτάσουμε στο 0:44 που ένα σαρωτικό riff παίρνει αμπάριζα τον ακροατή! Τα στιχουργικά βέλη του Chuck Schuldiner δε, να δείτε πόσους στέλνουν για σπίρτα “Should we not prepare for the uncertain? Mysteries of our life, of our destiny”. Αν το συνδυάσουμε με το προ ενός έτους σοκ του μεγάλου στιχουργού, όλα ήδη βγάζουν απίστευτο νόημα. Το δε κομμάτι αποτελεί ένα μάθημα σε τεχνικό death metal προτού υπάρξει καν ο όρος με τα κοψίματα να μη του απαγορεύουν να είναι σαρωτικό. Το “Suicide machine” που ακολουθεί εξαπολύει επίθεση κατά όσων εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο ψυχικό πόνο σε ένα από τα πωρωτικότερα και σοφότερα στιχουργικά σημεία στη μουσική γενικότερα: “When it comes to living, no one seems to care. But when it comes to wanting out, those with power, WILL BE THEEEEEEEERE!! Prolong the pain – How long will it last? SUICIDE MACHINE!! A request to die with dignity – Is that too much to ask? SUICIDE MACHINE!!”. Ρεφρέν που τσακίζει κόκκαλα, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά (όπως καταλάβατε ήδη), μόνο για να φύγει σε ένα άλλο σύμπαν μουσικά (με τους Schuldiner/Masvidal να κόβουν και τους DiGiorgio/Reinert να ράβουν) συνοδευόμενο από τη έτερη φράση κόλαφο: “HOW EASY IT IS TO DENY…THE PAIN…OF SOMEONE ELSE’S SUFFERING?”
Συνέχεια με το σαρωτικό, πωρωτικό και ό,τι άλλο θέλετε προσθέστε γι αυτό το αριστούργημα: “Together as one”. Εδώ τα σιαμαία άτομα έχουν τη “τιμητική” τους στη στιχουργία του Schuldiner: “Sharing both pleasure and pain. Two minds, two hearts, one soul. Separating mentally…an illusion of privacy”. Μια τρομακτική εικόνα για όλους τους υπολοίπους, όπως λέει και ο ίδιος ο δημιουργός (“Displayed as a nightmare, criticized through words and eyes, AS THEY STARE”), αλλά για τους ίδιους είναι ποινή ισόβια που ισοδυναμεί με τη κόλαση (“TOGETHER – they absorb each other’s lives! AS ONE – they will live and they will die! A living hell…has beguuuuuuun!”). To κομμάτι αναλαμβάνει να κάνει τα άλατα του σβέρκου θρύψαλα με χαρακτηριστική ευκολία και να στείλει τον ακροατή σε μια άλλη διάσταση κατά το δοκούν. Και εκεί που δεν έχεις συνέλθει ακόμα, έρχεται και το “Secret face” με το κοφτό του ξεκίνημα, και ξαναγουρλώνεις μάτια. Εδώ σε θέλω, Ο Sean Reinert να ακούγεται σαν να χορεύει πάνω στα τύμπανα (εντάξει, θα το πούμε τυπικά “παίζει κέρατα” για να συνεννοούμαστε – ετών 19 τότε…τα λέγαμε!), δίνοντας χώρο στο Schuldiner να εξαπολύσει σκληρές αλήθειες για την εμπιστοσύνη και τους ανθρώπους με το “κρυφό πρόσωπο” (“There is a mask, that covers up one’s true intentions. Once removed, things become very clear. Analyze behavior patterns to see beneath the person that is presented to you. Vulnerable through trust. Life is a twisted maze of obstacles, presented by people with a secret face”). Ό,τι θα διαβάζατε σε κάποιο βιβλίο ψυχολογίας σχετικά με το θέμα, προσφέρεται απλόχερα εδώ! Συνδυάζοντας δε αυτά, με την στιχομυθία των δύο ανδρών πιο πάνω, καταλαβαίνουμε ότι αυτό το κομμάτι είναι από τα εξυπνότερα του δίσκου, συνθετικά. Το δε μεσαίο riff πριν το solo, κάθε μελωδική ακραία μπάντα θα σκότωνε να το είχε γράψει.
Περνάμε στο δεύτερο μισό του δίσκου, το οποίο ξεκινάει με το κομμάτι – εμπορική ναυαρχίδα της μπάντας, αποτελώντας το πρώτο video clip της, παίζοντας κατά κόρον τότε στο MTV (οι παλαιότεροι θυμάστε πολύ καλά). Μιλάω φυσικά για το “Lack of comprehension”. Μελωδική εισαγωγή, “χάσιμο” εφέ πάνω από καθαρά κιθαριστικά θέματα, με τον Reinert ίσα-ίσα να ακούγεται από πίσω, σαν να περιμένει πότε να επιτεθεί στο δύσμοιρο του drum kit. Το οποίο γίνεται όταν μαζί με τους υπόλοιπους, φεύγει στην επίθεση “A CONDEMNING FEAR STRIKES OUT, THINGS THEY CANNOT UNDERSTAND, AN EXCUSE TO COVER UP WEAKNESSES THAT LIE WITHIN….LIES!!! LAYING YOUR GUILT AND PAIN ON PEOPLE THAT HAD NO PART IN THE MOLDING OF A LIFE, THAT CREATES ITS DESTRUCTIOOOON…LIES!!”. Ο μέγας Chuck, δεν χαρίζει κάστανα, δεν μασάει τα λόγια του, τους στήνει όλους στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αυτούς που δε κατανοούν είτε επειδή δε μπορούν, είτε επειδή δε θέλουν. Το δε “Right before your very eyes, a reflection of your mistakes…” αποδεικνύει πως ένα τόσο βάναυσο σημείο, μπορεί να σε κάνει να ανατριχιάσεις ολόκληρος έτσι όπως έχει ντυθεί στιχουργικά. Το δε solo του Chuck μνημειώδες το λιγότερο. Να σημειωθεί εδώ, πως όταν βγήκε το video clip, δεν έπαιζε μπάσο ο DiGiorgio, μα ο Scott Carino, o οποίος και τον αντικατέστησε στη σχετική περιοδεία. Ο ίδιος, λαμβάνει επιπλέον credit διότι υποτίθεται ότι έγραψε τα μέρη του μπάσου για το “Cosmic sea”.
Ξεχωριστό ξεκίνημα παραγράφου, μια και εδώ φτάσαμε στο αγαπημένο μου death metal κομμάτι όλων των εποχών. Άμα με ρωτούσαν ποτέ “ποιο κομμάτι συνοψίζει όλες τις αρετές αυτού του ιδιώματος;” η απάντηση θα ήταν το “See through dreams”. Θα το περιγράψω σε απλά βήματα. Βήμα πρώτο, απίστευτος τίτλος κομματιού, λιτός περιεκτικός και ρομαντικός (θα έλεγε κανείς)! Βήμα δεύτερο, μπάσιμο μεγάλων παικτών που χαλάνε το κόσμο (όπως θα έλεγε και ο μακαρίτης ο Αλέφαντος!), παίρνοντας σβάρνα ό,τι βρουν στο διάβα τους. Βήμα τρίτο, κοψίματα και μελωδίες από άλλο πλανήτη που κάνουν progressive-άδες να κοκκινίσουν από ντροπή που δε τα σκέφτηκαν. Βήμα τέταρτο και φαρμακερό, στίχοι που αγγίζουν τη καρδιά και τη ψυχή: για τα άτομα που έχουν χάσει το κάτι τόσο δεδομένο… το να ανοίγουν τα μάτια τους και να βλέπουν με αυτά (“Close your eyes and imagine to be without what we take for granted every time we open our eyes”). Έτσι, αναγκάζονται να “δουν” μέσα από τα ίδια τους τα όνειρα, όπου όλα βγάζουν νόημα και συνδέονται (“Through dreams I obtain, the ability to connect sight with sound”). Έτσι “In dreams my thoughts take their form, to give memories identity”…και εγώ πρέπει να σχολιάσω αυτούς τους στίχους χωρίς να με πιάσουν τα κλάματα; Δε γίνεται παιδιά, συγγνώμη. Αλήθεια, δεν μπορώ να το κάνω.
Ε, και εκεί που λες “μα τι διάολο, τι άλλο θα κάνουν;”. Εκεί έρχεται άλλη μια τεράστια έκπληξη, μια και το επόμενο κομμάτι λέγεται “Cosmic sea”. Instrumental σου λέει, σε death metal δίσκο το ‘91 σου λέει, με εισαγωγικά πλήκτρα σου λέει, στα όρια του progressive σου λέει, 4,5 λεπτά που άλλοι δε γράφουν σε 4,5 ζωές λέω εγώ και γεια σας! Ο DiGiorgio μεγαλουργεί εκεί μέσα… ειδικά στη μέση που ακούγονται τα εφέ σαν απογείωση διαστημόπλοιου και σκάει αυτός από το πουθενά… πάντα με έκανε να νιώθω ότι πάει αλλού το μυαλό μου, από τότε που το πρωτοάκουσα έφηβος! Οι δε solo μονομαχίες των Masvidal/Schuldiner αποτελούν Ιερό Δισκοπότηρο για οποιοδήποτε κιθαρίστα τόλμησε ποτέ να πλησιάσει το έργο Του. Για τον Reinert, τι να πούμε που δεν είπαμε ήδη πιο πάνω για το παίξιμό του; Ξανά μανά, 19 ετών και έπαιξε ΑΥΤΑ τα θέματα σε ΤΕΤΟΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ. Για να δανειστώ έκφραση του Βασίλη Γεωργούτζου “ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ;”. Κι όμως είναι, που να με πάρει ο διάβολος! Όπως και στο τελειωτικό χτύπημα του δίσκου, το σαρωτικό “Vacant planets” που στέλνει, σβέρκο και μυαλό σε άλλο σύμπαν, εκεί που υπάρχουν άλλοι “κενοί πλανήτες”. Στιχουργικά εδώ, o Chuck, πραγματεύεται το ζήτημα των εξωγήινων από μια άλλη σκοπιά: το ανθρώπινο είδος ήταν απλά περαστικοί από αυτό το πλανήτη, μια και οι πραγματικοί του ιδιοκτήτες, θέλανε να το τιμωρήσουν για την αλαζονεία του (“To correct what they have done, what we are doing”), στέλνοντας το να ζήσει υπογείως, σαν κατώτερη μορφή ζωής (“no choice but to adapt to an underground world”) με τον Chuck Schuldiner να θέτει τα ερωτήματα προς απάντηση μετά το πέρας της ακρόασης: “Are they the examples of regression; A life form’s abusive progression;”. Σκληρές ερωτήσεις, και σίγουρα δε θα μας αρέσουν οι απαντήσεις.
30 χρόνια έχουν περάσει από τον όλεθρο του “Human”. Πλέον, τόσο ο Schuldiner όσο και πιο πρόσφατα ο Reinert δεν είναι μαζί μας. Και όσο και αν ο δεύτερος έζησε αρκετά για να λάβει το credit για όλο το tech-death πανηγύρι που ξεκίνησε σε πρώτο χρόνο εδώ και σε δεύτερο με τους CYNIC (“Focus” θα λέτε και θα κλαίτε!), ο πρώτος ακόμη και τότε, θεωρώ δεν έλαβε όση αναγνώριση έπρεπε όσο ζούσε, ειδικά σε σχέση με όση έλαβε μετά θάνατον. Θα μου πείτε “κάλλιο αργά, παρά ποτέ”, και θα συμφωνήσω. Απλά, είναι ένα μικρό παράπονο ενός ανθρώπου που ο κύριος από δω, άγγιξε τόσο πολύ με το έργο Του. 34 λεπτά, που άλλοι δε γράφουν σε 34 ζωές, ένα απαστράπτον διαμάντι του ακραίου ήχου, και δη του σκεπτόμενου κομματιού του. Δεν είναι τυχαίο ότι άγγιξε ανθρώπους και εκτός death metal ή ακραίου ήχου εν γένει. Καθόλου κιόλας. Το κείμενο αυτό, αφιερώνεται στον μάγο των τυμπάνων Sean Reinert και στον ιθύνοντα νου, της ΑΠΟΛΥΤΗΣ death metal μπάντας που υπήρξε ποτέ, τον Chuck Schuldiner. Λέξεις επί λέξεων, και απλά προσπαθήσαμε να ψηλαφήσουμε το μεγαλείο Σας, πόσο μάλλον να το περιγράψουμε πλήρως. Δε ξέρω αν θα το καταφέρουμε κιόλας και ποτέ. Σας ευχαριστούμε από καρδιάς για όλα. Ό,τι σημαίνετε για μένα, και για πόσα εκατομμύρια κόσμου εκεί έξω. ΑΘΑΝΑΤΟΙ.
Did you know that?
-Το άλμπουμ έχει επανεκδοθεί αρκετές φορές, με τις περισσότερες να περιλαμβάνουν τη διασκευή στο “God of thunder” των KISS. Παρμένο από τα sessions του “Human” αποτελεί το φόρο τιμής του Chuck στη μπάντα που όπως προείπαμε, τον έκανε να θέλει να παίξει μουσική.
-Το αριστουργηματικό και εντελώς “out of the box” εξώφυλλο του διαμαντιού εδώ, αποτελεί δουλειά του René Miville. Ο ίδιος θα επιμεληθεί και τα “Individual thought patterns” και “Symbolic” (στο τελευταίο, είναι υπεύθυνος και για τις φωτογραφίες). Δεν είναι η μόνη μπάντα που συνεργάστηκε μαζί τους, μια και φωτογράφησε τους συντοπίτες των DEATH, OBITUARY, στα πλαίσια του θεϊκού “The end complete” (1992) .
-Ο εις εκ των δύο δίσκων που βγήκαν από την Relativity Records, αυτός και ο διάδοχος του.
Γιάννης Σαββίδης