A day to remember …22/5 [MORBID ANGEL]

0
427












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Blessed are the sick” – MORBID ANGEL
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1991
ΕΤΑΙΡΙΑ: Earache
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: MORBID ANGEL
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Trey Azagthoth – Κιθάρες, πλήκτρα, πιάνο
Richard Brunelle – Κιθάρες, ακουστικές κιθάρες
Pete Sandoval – Τύμπανα
David Vincent – Φωνητικά, μπάσο

Χωρίς να έχει καταλαγιάσει πλήρως ο θόρυβος και αντίκτυπος που προκάλεσε το σοκαριστικό αλλά ταυτόχρονα μνημειώδες ντεμπούτο “Altars of madness”, οι MORBID ANGEL είχαν ελάχιστο χρόνο να κάτσουν να ασχοληθούν αν και πόσο επηρέαζαν τις εξελίξεις στη μουσική γενικότερα και ειδικότερα τον ακραίο ήχο. Ήξεραν πάρα πολύ καλά τι είχαν δημιουργήσει και αυτός ήταν ο στόχος τους εξ αρχής, να κάνουν τη διαφορά σε όλο το μεταλλικό ήχο, καταφέρνοντας να είναι διαφορετικότεροι όλων και αμιγώς death metal σε μια εποχή που τα αρχικά στάδια του είδους ήταν επηρεασμένα από το «αδελφό» (αν και «πατρικό» θα ταίριαζε καλύτερα) thrash. Οι Φλοριδιανοί μάστορες της ηχητικής αρρώστιας περιόδευσαν σχεδόν 2 χρόνια για το ντεμπούτο τους, ανοίγοντας εκείνη την εποχή (Νοέμβριος 1989) για τους NAPALM DEATH/BOLT THROWER (Ω, της κολάσεως!) ενώ και μέσα στη διετία 1990-1991 συνέχιζαν τις περιοδείες με πληθώρα συγκροτημάτων όπως οι PANTERA, OBITUARY, ATHEIST, DEATH ANGEL, FORBIDDEN, RIPPING CORPSE, DEICIDE, SACRIFICE και WRATH μεταξύ άλλων. Η περιοδεία του δίσκου ολοκληρώθηκε τελικά τον Απρίλιο του 1991 στη Βραζιλία, συνοδεία των SARCOFAGO, SEXTRASH και CAMBIO NEGRO. Να σημειωθεί ότι ενδιάμεσα (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1991), είχε ήδη ηχογραφηθεί το 2ο ανοσιούργημά τους στο ναό του death metal (και του μεταλλικού ήχου γενικά) Morrisound Recording στην Tampa της Florida.

Οι MORBID ANGEL ήταν αποφασισμένοι να σπρώξουν τη μουσική τους αλλά και όλο το είδος παραπέρα, έτσι στο “Blessed are the sick” κυριαρχεί μια πολλαπλή διάσταση την οποία αντικειμενικά μιλώντας, δεν είχαν ποτέ ξανά στον ήχο τους. Το δεύτερο άλμπουμ τους σε αντίθεση με τον οχετό από ταχύτητα και blast-beats του “Altars of madness”, εισήγαγε στη μουσική τους αργά εφιαλτικά σημεία που δημιουργούσαν μια καθηλωτική αντίθεση κι ενίσχυαν την ήδη τεράστια βαρύτητα τους. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στην ουσία οι MORBID ANGEL είναι από τους πρώτους που έπαιξαν sludge, καθώς μόνο οι EYEHATEGOD είχαν επιδοθεί ως τότε σε ανάλογη χαμηλή συχνότητα και απόδοση και οι CROWBAR δεν είχαν καν κυκλοφορήσει τον πρώτο τους δίσκο (“Obedience thru suffering”, βγήκε αργότερα το Σεπτέμβριο του 1991). Το “Blessed are the sick” λοιπόν έχει ένα πολύ βαρύτερο ήχο χωρίς να στοχεύει στην ολοκληρωτική επίθεση αλλά στη διαπλάτυνση του ήχου τους και μετά την σύντομη εισαγωγή, ο όλεθρος (πως αλλιώς να το πεις;) στο ξεκίνημα του “Fall from grace” εικάζω ότι πρέπει να έριξε πολλά σαγόνια στο πάτωμα εκείνη την εποχή. Μιλάμε για σοκ και δέος και απόλυτο ηχητικό εφιάλτη, σίγουρα πολλοί θα κοίταζαν το εξώφυλλο για να καταλάβουν αν ήταν οι ίδιοι.

Μιλώντας για το πανέμορφο εξώφυλλο του Jean Delville (“Les Trésors de Satan”) , ότι και να ειπωθεί είναι ελάχιστο, ταιριάζει τόσο ιδανικά με το περιεχόμενο, ενώ το αρτιστικό του υπόβαθρο είναι σίγουρα κορωνίδα καλαισθησίας σε όλο το μεταλλικό χώρο.  Ελάχιστοι ίσως θα θυμούνται ότι είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στο κορυφαίο ντεμπούτο των HEXENHAUS του Mike Wead το 1988 με τίτλο “A tribute to insanity”. Μετά το αρχικό σοκ του “Fall from grace” τα χέρια των Trey Azagthoth/Richard Brunelle ανοίγουν σαν βεντάλιες, κεντώντας ρυθμούς που δεν μπορεί παρά να θαυμάσει ο οποιοσδήποτε όσον αφορά την πολυπλοκότητα των δομών, την ταχύτητα, τις αλλαγές σε σημεία που δεν τις περιμένεις και φυσικά το συνεχές ανεβοκατέβασμα στα τάστα, λες κι επιδίδονται σε μια μάχη ο ένας εναντίον του άλλου. Τα “Brainstorm” και “Rebel lands” είναι αδερφά κομμάτια κάτω από 3’ διάρκειας, το δε σοκαριστικό “Day of suffering” διαρκεί μόλις 114 δευτερόλεπτα, δηλαδή μόλις… 3 δευτερόλεπτα παραπάνω από το προηγηθέν ορχηστρικό “Doomsday celebration” (ρούφα εκκλησιαστικό όργανο να στρώσεις). Ένα από τα πλέον κορυφαία ριφφ όλων των εποχών στο μεταλλικό ήχο, ενώ ο David Vincent ακούγεται συνολικά πιο βελτιωμένος και πλούσιος στην απόδοση του,  συνδυάζοντας το πιο «τσιριχτό» στυλ του ντεμπούτου με το «βαθύ» του μέλλοντος.


Το ομότιτλο κομμάτι γυρίστηκε σε βίντεο εκείνη την εποχή, το οποίο και έλαβε ιδιαίτερο airplay από το MTV, του οποίου για κάποιο λόγο οι MORBID ANGEL ήταν «αγαπημένα» παιδιά και φρόντιζε να τους έχει σε συνεχές rotation, το οποίο κάνει και μια άλλη ωραία αντίθεση με τη φήμη των «κακών» παιδιών που είχαν ως τότε (ναι, περισσότερο κι από τους DEICIDE)! Άλλη μια κομματάρα κάτω των 3’ είναι το επερχόμενο “Unholy blasphemies”, όπου σε περίπτωση που κάποιος δεν έχει θαυμάσει τον Pete “Commando” Sandoval κατά τη διάρκεια του δίσκου, εκεί υποκλίνεται με συνοπτικές διαδικασίες. Η δεύτερη πλευρά του δίσκου γενικότερα μπορεί να χαρακτηριστεί και πιο φιλόδοξη, καθώς ακολουθούν τα 3 κομμάτια που υπήρχαν στο demo και αρχικά προγραμματισμένο για πρώτο τους άλμπουμ “Abominations of desolation” (πως γίνεται και demo και άλμπουμ μαζί; Ε, MORBID ANGEL είναι αυτοί, αν και όντως θα ήταν ο πρώτος τους δίσκος αλλά με τη φυγή του Mike Browning που έφτιαξε μετά τους NOCTURNUS, το άλμπουμ μπήκε στον πάγο και τα κομμάτια ξαναδουλεύτηκαν για να καταλήξουν σε διάφορες κυκλοφορίες τους). Έτσι τα “Unholy blasphemies”, “Abominations” και “The ancient ones” (το οποίο ονομαζόταν “Azagthoth” στο “Abominations of desolation”) κατέληξαν στο “Blessed are the sick” εμφανώς πιο καλοδουλεμένα.

Σε μια χρονιά που το death metal δοξάστηκε όσο ποτέ, οι MORBID ANGEL έβαλαν τη βάση (κι όχι απλά ένα λιθαράκι) για να απογειωθεί περαιτέρω ο ήχος και κατά συνέπεια και η καριέρα τους. Τόλμησαν να ρίξουν τις ταχύτητες χωρίς να χάσουν την ταυτότητά τους, έφτιαξαν ένα άλμπουμ που πρακτικά περιέχει 9  κομμάτια, μία εισαγωγή και 3 ορχηστρικά και άπλωσαν τον ήχο τους σε δυσθεώρατα επίπεδα. Ποιος θα περίμενε άραγε μέσα στην καταιγίδα άρρωστων ρυθμών να έρθει το ακουστικό ιντερλούδιο “Desolate ways” (μουσικό θαύμα 100 δευτερολέπτων) να φέρει την ηρεμία και ποιος θα περίμενε το πιανιστικό φινάλε με το “In remembrance”… O δίσκος πούλησε ακόμα περισσότερο από το “Altars of madness” με την Earache να τρίβει τα χέρια της και το συγκρότημα είδε τους καρπούς της δουλειάς του να καταλήγουν στον δισκογραφικό κολοσσό Giant Records (!!!) με τον ίδιο τον εκπρόσωπο της (Irving Azoff) να τους υπογράφει για ένα δίσκο με οψιόν για άλλα πέντε μελλοντικά! Στα τέλη του 1992 ο Richard Brunelle απολύεται από το συγκρότημα λόγω επανειλημμένης χρήσης απαγορευμένων ουσιών και οι MORBID ANGEL αποφασίζουν να συνεχίσουν ως τρίο και να κυκλοφορήσουν ελάχιστα μετά το κορυφαίο τους άλμπουμ και ένα από τα 3 καλύτερα στην ιστορία του είδους.

Αλλά αυτή είναι μια ιστορία που θα αναλυθεί περαιτέρω όπως της αξίζει μελλοντικά. Μέχρι τότε, η σημασία του “Blessed are the sick” για την στροφή της καριέρας τους αλλά και την ευρύτερη αποδοχή (και εισχώρηση σε νέα αυτιά) είναι υπερπολύτιμη και το ότι πέρασαν 30 χρόνια και ακούγεται το ίδιο –αν όχι περισσότερο- μεγαλειώδες είναι αναμφισβήτητο και ταυτόχρονα αξιοθαύμαστο.

I AM LORD, I TAKE COMMAND!

Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here