ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Covenant” – MORBID ANGEL
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1993
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Earache/Giant
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Tom Morris/MORBID ANGEL
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά, μπάσο – David Vincent
Κιθάρες – Trey Azagthoth
Drums – Pete Sandoval
Άμα το “Human” των DEATH είναι το αγαπημένο μου death metal άλμπουμ, το “Covenant” των MORBID ANGEL είναι το αμέσως επόμενο, ενώ σίγουρα είναι η αγαπημένη μου στιγμή των πιονέρων από τη Florida. Όπως καταλαβαίνετε το κείμενο αυτό, θα έχει σοβαρές ποσότητες οπαδισμού, καθώς και μπόλικο ζουμί, οπότε μη πείτε ότι δεν προειδοποίησα. Έτσι είναι, όταν μιλάνε τα βιώματα και οι αγάπες. Ας αρχίσουμε την αφήγησή μας τώρα. Τω καιρώ εκείνω, κατά τας Γραφάς, οι MORBID ANGEL βρίσκονταν στον απόηχο του σοκ που ήδη προκάλεσαν στο death metal μέσα σε λίγα μόλις χρόνια ύπαρξης. Από την άγρια ομορφιά των demos της περιόδου ’86 – ’87 (απ’ όπου προέρχεται και το ακυκλοφόρητο ως και το ’91, άλμπουμ “Abominations of desolation”) στο μνημειώδες ντεμπούτο “Altars of madness” (1989) που άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού στο είδος (κουβαλώντας παράλληλα βαριά “Seven churches” meets “Hell awaits” αύρα), στο εξαιρετικό “Blessed are the sick” (1991) που εδραίωσε τον ήχο τους με εμφατικό τρόπο, οι MORBID ANGEL δήλωναν ξεκάθαρα τη ταυτότητά τους.
Και εδώ, έρχεται η πρώτη αλλαγή στη προσέγγιση για το επόμενο άλμπουμ. Σίγουρα, η μπάντα θα έκανε συμπαραγωγή στα μέρη της, στα Morrisound studios, με τον Tom Morris ως μηχανικό ήχου. Ωστόσο, τη μίξη θα την αναλάμβανε ένας πολύ αγαπητός, σε εμένα τουλάχιστον κύριος. Ο Κύριος Flemming Rasmussen, στα θρυλικά Sweet Silence studios (“Ride the lightning”, “Master of puppets”, “…And justice for all” – METALLICA, “By inheritance” – ARTILLERY), για τον οποίον, ο David Vincent, είχε μόνο καλές κουβέντες να πει, αναφορικά με τη συνεργασία τους: “Θέλαμε μια διαφορετική προσέγγιση και ο Flemming αποδείχθηκε φοβερός στη συνεργασία. Εξάλλου, ήταν εκεί από την αρχή. Μάλιστα, ήρθε νωρίτερα από τη συμφωνημένη μέρα, προκειμένου να δει κάποιες από τις πρόβες μας, πριν μπούμε να ηχογραφήσουμε. Εν τέλει, αποδείχθηκε πολύ λεπτολόγος, ειδικά στο πως ήθελε να ακούγονται τα τύμπανα. Έπειτα κάναμε φωνητικά/κιθάρες εδώ, ενώ μετά εγώ και ο Trey πετάξαμε στην Κοπεγχάγη για να κάνουμε τη μίξη”. Αν μη τι άλλο, όλα, ενδεικτικά του πως ήθελε η ίδια η μπάντα να αλλάξει επίπεδο.
Όλο το υλικό ήταν φρεσκογραμμένο, πλην ενός που προέρχεται από το “Abominations of desolation” (1991). To όνομα αυτού; “Angel of disease”. Το “Angel of disease” όπως και όσα κομμάτια περιέχονται στη πρώτη full-length ηχογράφηση με τον Mike Browning (NOCTURNUS) στα τύμπανα, είχαν την τύχη να επανηχογραφηθούν (πλην “Demon seed”) και να συμπεριληφθούν σε μετέπειτα δουλειές της μπάντας (κάποια και με διαφορετικούς τίτλους – στίχους). Και αυτό διότι παρόλο που μιλάμε για το “τεχνικά” πρώτο full-length ηχογράφημα, οι MORBID ANGEL το θεωρούν ένα demo όντες μη ικανοποιημένοι με το τελικό αποτέλεσμα, προτιμώντας ως ντεμπούτο φυσικά το “Altars of madness”. Οπότε, το “Angel of disease” πέρασε από ένα σχετικό ρετουσάρισμα σύμφωνα με τη τότε φύση της μπάντας (ειδικά στα αργά σημεία – φαίνεται πεντακάθαρα η εξέλιξη της μπάντας), με το CELTIC FROST – meets – SLAYER κύριο riff του, να προδίδει τις ρίζες της! Εξώφυλλο μυστηριώδες και θελκτικό, αινιγματικό θα έλεγε κανείς, από τα πλέον κλασσικά του είδους!
Το δε μπάσιμο με το “Rapture”, για τον γράφοντα, ήταν το πρώτο κομμάτι που άκουσε ποτέ του στο death metal σε ηλικία βαριά 15 ετών. “CONFRONT ME, UNHOLY ONE, BASTARD SAINT, SCORN OF THE EARTH”. Αυτό ήταν, τετέλεσται. Τότε το βαρύτερο που είχα ακούσει ήταν METALLICA, ICED EARTH άντε και SLAYER, οπότε ο κόσμος του μικρού Γιαννάκη, άλλαξε άρδην. Και δεν ήταν ο μόνος, μια και ήταν η πρώτη death metal κυκλοφορία από μεγάλη εταιρεία (την Giant στην Αμερική, η Earache στην Ευρώπη), οπότε φανταστείτε απλά σε πόσα αυτιά έφτασε αυτός ο ηχητικός ορυμαγδός! Για την ακρίβεια, ως και σήμερα, έχει φτάσει σε πάνω από 150.000 ζευγάρια αυτιά μόνο στην Αμερική ως και το 2003, καθιστώντας το μέχρι τότε, το death metal άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις! Και αφού μείναμε αρκετά στις πωλήσεις, ας πάμε να δούμε λιγάκι περισσότερο το περιεχόμενο. Οδοστρωτήρες με ονόματα “Pain divine” (τι υπέροχη μελωδική riff-άρα είναι αυτή πριν το κουπλέ!), “Blood on my hands” (….και όχι μόνο!) και “Vengeance is mine” (THIS NIGHT WE TAKE REVENGE!) αναλαμβάνουν να θυμίσουν ποιοι κάνουν κουμάντο στο ανίερο death metal. Τα αλλοπρόσαλλα riffs/solos του Azagthoth σε ζευγαράκι με τα ρηξικέλευθα τύμπανα του Pete Sandoval, διέλυαν και τη τελευταία αμφιβολία.
Από την άλλη, τόσο το “World of shit (the promised land)” (έρπουσα εισαγωγή και μετά πεσκέσι στη Γη της Επαγγελίας!), όσο και το “The lion’s den” (KILL ‘EM ALL, KILL ‘EM ALL FOR SLANDER, KILL ‘EM ALL AND MUTE THEIR WAYS!) δείχνουν την μέγιστη ικανότητα των MORBID ANGEL σε ποικιλόμορφο υλικό, με έρποντα riffs να διαδέχονται mid-tempo αλλόκοτα θέματα, που ξυπνούν κάθε είδους απόκρυφο πλάσμα και αρχέγονο φόβο του ανθρώπου. Και εκεί στο φινάλε, στέκονται τα δύο πιο επιβλητικά και ισοπεδωτικά σαν πλοκάμια του Yog-Sothoth κομμάτια, το “Sworn to the black” και το “God of emptiness”. Το αιθέριο, σαγηνευτικό ιντερλούδιο “Nar mattaru” εξυπηρετεί ως το ιδανικό μουσικό διάλειμμα μεταξύ των δύο. Δίνει έτσι έμφαση, στο μεγαλοπρεπές “God of emptiness”, το οποίο όχι μόνο είναι το πιο αργό κομμάτι του δίσκου, αλλά είναι αυτό όπου ο David Vincent πειραματίζεται με εφέ στη φωνή του στο ρεφρέν (“So let the children come to me…”) αλλά και με το ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ φινάλε με τα καθαρά φωνητικά πάνω από το λασπωμένο ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ riff…BOW TO ME FAITHFULLY, BOW TO ME SPLENDIDLY!
Το άλμπουμ, εκτόξευσε τη δημοτικότητα των MORBID ANGEL, στέλνοντας τους για περιοδεία στην Αμερική ως special guests μαζί με τους MOTORHEAD για τους BLACK SABBATH. Η προώθηση του MTV μέσω διαρκούς airplay των θρυλικών “Rapture” και “God of emptiness” video clip (μέχρι και σε επεισόδια των Beavis & Butthead είχαν εμφανιστεί τότε, φέρνοντας επιπλέον κόσμο σε επαφή με τη μουσική των Αμερικανών), αλλά και η υποστήριξη της περιοδείας, ήταν καταλυτική με τον Vincent να υπογραμμίζει “πιστεύω ότι συνολικά, μας βοήθησε να προσεγγίσουμε ένα τελείως καινούργιο κοινό. Χωρίς το “Covenant” δεν θα ήμασταν εκεί που είμαστε τώρα, ενώ είμαστε περήφανοι που άντεξε στο χρόνο με το τρόπο που το έκανε”. Αυτός είναι ο αντίκτυπος του “Covenant” των MORBID ANGEL 30 χρόνια αργότερα, στον ακραίο ήχο ΣΥΝΟΛΙΚΑ, μια και οι Αμερικανοί πιονέροι, πάντα απασχολούσαν (έκτοτε ειδικά) πολύ περισσότερο κόσμο από αυστηρά death metal οπαδούς. Περιττό να τονίσουμε πως μπάντες – πρωταγωνιστές του μοντέρνου death metal όπως οι DEAD CONGREGATION, οι SKELETAL REMAINS και οι PORTAL (μεταξύ πολλών άλλων), θεωρούν το άλμπουμ μια από τις μεγαλύτερες τους επιρροές.
Did you know that?
– Όσον αφορά τα φοβερά video clip του δίσκου, η Giant έριξε γερό χρήμα στην προώθηση του δίσκου, εξ ου και το αποτέλεσμα. “Ήταν η εποχή που οι δισκογραφικές εταιρείες ήταν στα πάνω τους και δε το πολυσκέφτονταν να ρίξουν λεφτά σε video clip” σημείωνε ο Vincent. Σκηνοθετημένα από τον Tony Kunewalder με διαφορά έξι μηνών το ένα από το άλλο, με τα δύο video clip να συνδέονται θεματικά. Ο θρυλικός frontman, θυμάται: “Ήταν ένας πολύ καλλιτεχνικός τύπος, που δε γούσταρε καθόλου metal αλλά ήταν χαρά μας να δουλέψουμε μαζί του. Το περίεργο είναι πως μετά το γύρισμα του “God of emptiness” πέθανε σε μια φωτιά ενός άλλου γυρίσματος, οπότε αυτό, ήταν από τα τελευταία πράγματα που έκανε”. Για την ιστορία ο Kunewalder σκηνοθέτησε και το “Heartwork” των CARCASS.
– Η πρώτη προβολή του “Rapture” στο Headbanger’s Ball, ακολουθήθηκε από μια συνέντευξη του Vincent, με το ίδιο κομμάτι και το “Vengeance is mine” να αποτελούν κομμάτι του soundtrack της ταινίας “Night of the demons II” (1994).
– H έκδοση της Giant, έχει κάποιες μικρές αλλαγές με τα δύο κυκλικά σύμβολα, στην αριστερή σελίδα να λείπουν αμφότερα από το εξώφυλλο. Στην επανέκδοση του 2011, η Earache παραλείπει μόνο το αριστερό.
Γιάννης Σαββίδης