ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “The marriage of heaven and hell – Part I” – VIRGIN STEELE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΙΑ: T&T / Noise
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: David DeFeis, Axel Thubeauville
ΣΥΝΘΕΣΗ:
David DeFeis – φωνητικά, πλήκτρα
Ed Pursino – κιθάρες, μπάσο
Joey Ayvazian – ντραμς
Έχει πλάκα πως βλέπουμε τα πράγματα πλέον, μετά από τόσα χρόνια… Όταν οι VIRGIN STEELE είχαν κυκλοφορήσει το “Life among the ruins”, το 1993, είχαν φάει μεγάλη λέζα, καθώς ο κόσμος, συνηθισμένος από τα μεγαλεία δίσκων όπως το “Noble savage”, το “Guardians of the flame” ή το “Age of consent”, δυσκολεύτηκε να δεχτεί τις bluesy καταβολές εκείνου του δίσκου. Σίγουρα, δεν ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να ακούσουμε (εκτός αν λέγεσαι Δημήτρης Σειρηνάκης, που το θεωρεί τον κορυφαίο δίσκο στην ιστορία του σχήματος, αυτή είναι όμως μία άλλη ιστορία), αλλά κοιτάζοντας τους δίσκους που βγάζει ο DeFeis τα τελευταία είκοσι χρόνια, μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε;
Όπως και να έχει, το “The marriage of heaven and hell – Part I”, ήταν μία πνοή ζωής για το συγκρότημα, που φάνηκε να περνάει μία περίοδο τρομερής συνθετικής έμπνευσης. Είναι σχεδόν αδιανόητο το γεγονός ότι τα δύο “Marriage…” γράφτηκαν την ίδια περίοδο και στα καπάκια, βγήκε και το “Invictus”, μέσα σε διάστημα 3 μόλις ετών. Σύμφωνα με τη δήλωση του ηγέτη του σχήματος στον Σάκη Νίκα, στη συνέντευξη που είχαμε δημοσιεύσει στο Rock Hard με την ιστορία πίσω από το άλμπουμ, στόχος ήταν να δημιουργήσει κάτι που κανείς δεν είχε κάνει στο παρελθόν και να ενώσει δύο έννοιες αντίθετες μεταξύ τους, όπως στην περίπτωσή μας, τον παράδεισο και την κόλαση.
Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, νομίζω ότι τα κατάφερε και πολύ καλά μάλιστα. Από το ξεκίνημα του άλμπουμ, με το “I will come for you”, καταλάβαινες ότι κάτι σπουδαίο επρόκειτο να συμβεί την επόμενη ώρα. Ο τρόπος που είχε συνδέσει ο DeFeis το ρομαντικό και το «βαρβαρικό» στοιχείο (αυτό που ονομάζει barbaric/romantic) είναι εξαιρετικός, όπως και ο τρόπος που ανακάτευε την κλασική μουσική με τον επικό ήχο, έχοντας ακόμα και πιο “gothic” στιγμές κυρίως στην αισθητική, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Σάκης ο Νίκας.
Το συνολικό αποτέλεσμα, είχε μόνο πολύ καλές στιγμές, από τις οποίες εγώ ξεχωρίζω πιο πολύ το “Blood of the saints” (αγαπημένο deep cut της δισκογραφίας των VS), το “Last supper” που από τη μέση και μετά ΑΠΟΓΕΙΩΝΕΤΑΙ κυριολεκτικά, την κολλητική κι επαναλαμβανόμενη μελωδία του “Marriage…”, φυσικά το εναρκτήριο “I will come for you”, το “Forever will I roam”, που εσωκλείει –πιστεύω- όλη την αισθητική που ήθελε να περάσει το σχήμα με τους δίσκους του εκείνη την περίοδο, αλλά και το καταιγιστικό “Weeping of the spirits”. Όλα αυτά, δίχως να υστερούν τα υπόλοιπα, τουλάχιστον όχι σημαντικά…
Εννοείται ότι πρόκειται για τους δίσκους που ακούς μονορούφι, ακόμα και σήμερα, και αν είναι δυνατόν, στη συνέχεια με το δεύτερο μέρος του (μέχρι να φτάσεις στο “Emalaith”, που κάνεις υποχρεωτική στάση για να το ακούσεις 3-4 φορές ακόμα). Μοναδική μου ένσταση, είναι ο ήχος των πλήκτρων σε πολλά σημεία που ακούγεται εντελώς μονοδιάστατος, μέχρι και «ερασιτεχνικός», αλλά είναι τέτοιο το επίπεδο των συνθέσεων που στο τέλος δεν σ’ ενοχλεί καθόλου.
Η περιοδεία για τον δίσκο, είχε περάσει και από τα μέρη μας, μαζί με τους POVERTY’S NO CRIME. Μπορεί οι συνθήκες, όπως μας περιγράφει με τον γνωστό, γλαφυρό του τρόπο ο DeFeis, να ήταν δύσκολες, κανείς όμως δεν κατάλαβε κάτι από την πώρωση και κρατάω πάντα την ανάμνηση της πρώτης συναυλίας ενός σχήματος πάλαι ποτέ αγαπημένου σε μία ατμόσφαιρα πραγματικά ανεπανάληπτη, με τον κόσμο να είναι κυριολεκτικά ασυγκράτητος.
Σάκης Φράγκος