A day to remember… 23/2 [JUDAS PRIEST]

0
40
Judas Priest












Judas Priest

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Angel of retribution” – JUDAS PRIEST
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Epic Records (Αμερική)/ Sony BMG (Υπόλοιπες χώρες)
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Roy Z.
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ: 
Φωνητικά – Rob Halford
Κιθάρες – Glen Tipton/K.K. Downing
Μπάσο – Ian Hill
Drums – Scott Travis
Όσοι ασχολούνται ενδελεχώς με την μουσική, όποιο ιδίωμα ή στυλ αρέσκονται να ακούν, την έχουν σίγουρα συνδέσει με πολλές προσωπικές στιγμές τους, έχοντας τραγούδια και άλμπουμ που για τους δικούς τους λόγους, θα τους φέρνουν πάντα στο μυαλό κάποιες συγκεκριμένες αναμνήσεις. Για τον γραφών, ένα από αυτά τα άλμπουμs θα είναι για πάντα το “Angel of retribution” των JUDAS PRIEST. Θυμάμαι αρκετά έντονα, σαν να είναι σήμερα, εκείνο το πρωινό Κυριακής όπου με μια κούπα καφέ για συντροφιά, ξεκινούσα την ακρόαση του νέου τότε εν λόγω άλμπουμ τους, για κριτική.

Η αγωνιά για το τελικό αποτέλεσμα μεγάλη, αφού αφενός το να κριτικάρεις ένα άλμπουμ τους θέλει πάντα πολύ μελέτη, μιας σε όλα τα metal μεγαθήρια, οι απόψεις πάντα θα διίστανται. Αφετέρου, η συγκεκριμένη δουλειά, θα είχε και πάλι το line up που 15 χρόνια πριν και πίσω, δημιούργησε και το “Painkiller”, εκτός των προηγούμενων υπέροχων άλμπουμ, έναν από τους 3-4 δίσκους που προσωπικά θεωρώ ότι έχουν καθορίσει όλη την metal δισκογραφία από το 1990 και μετά. Ένα line up στου οποίου ο frontman θα ήταν και πάλι μια από τις πιο γνωστές προσωπικότητες στο heavy metal στερέωμα. Ένα σύνολο μουσικών, από τους οποίους, εξαιτίας του δισκογραφικού τους παρελθόντος, οι απαιτήσεις θα ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλες, πόσο μάλλον όταν ασυναίσθητα θα γινόντουσαν οι όποιες συγκρίσεις.

Δεν σας κρύβω ότι πριν την ακρόαση είχα κάποιες επιφυλάξεις για το τελικό αποτέλεσμα, κυρίως λόγω του ηχητικού μοτίβου που είχαν επιλέξει να εκφράζονται στις δυο προηγούμενες δουλειές τους “Jugulator” και “Demolition”. Έπειτα, κάποιες επανενώσεις δεν αντιμετωπίζονται πάντα ωραία, με την καχυποψία να κυριαρχεί σε πολλές περιπτώσεις. Θεωρώ πως οι σωστά σκεπτόμενοι οπαδοί δεν (πρέπει να) ξεχνούν, ούτε να επιτρέπουν το όποιο «ξεπούλημα» των αγαπημένων τους συγκροτημάτων, στο βωμό του σίγουρου και εύκολου χρήματος. Επίσης όντας οι κριτές και οι χειραγωγοί μιας μπάντας είναι αρκετές φορές αυτοί που αποφασίζουν, εν μέρη για τη μοίρα της, αν οι πωλήσεις δεν πάνε κατά το δοκούν.

Όταν χώρισαν οι δρόμοι του Halford με τους υπόλοιπους, ο ίδιος παρέμεινε αρκετά ενεργός και δραστήριος. Αν το “War of words” με τους FIGHT το 1993 άρεσε πολύ, τα “Resurrection” το 2000 και “Crucible” το 2002, με τους HALFORD ήταν ηχητικά (εξαίροντας την πιο «μοντέρνα» παραγωγή), ό,τι πιο κοντινό υπήρχε στο γκρουπ που ο ίδιος μεγαλούργησε. Από την άλλη, τα υπόλοιπα τότε μέλη των JUDAS PRIEST, με τον Tim “Ripper” Owens, άξιο μεν αντικαταστατή του Halford, έβγαλαν 4 άλμπουμ (τα 2 live) τα οποία όμως νομίζω ότι “πέρασαν και δεν ακούμπησαν”, όπως οι προκάτοχοι τους και σίγουρα δεν ήταν αντιπροσωπευτικά του κολοσσιαίου ονόματος που θα έχει για πάντα το γκρουπ. Έτσι το σμίξιμό τους το 2003, μάλλον έμελλε να είναι αναπόφευκτο, αφού σίγουρα ο κόσμος αδημονούσε για ένα νέο σημαντικό δισκογραφικό comeback, και το γκρουπ δεν χάλασε χατίρι σε κανέναν (αν είχε βεβαίως επιλογή).

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σοκ που έπαθα μετά τα πρώτα περίπου 50 δευτερόλεπτα της αρχής του “Judas rising”, τραγουδιού που «ανοίγει» τον δίσκο, προσωπικά θεωρώντας το, ένα από τα ωραιότερα της δισκογραφίας τους. Από το δεύτερο “Deal with the devil”, μέχρι και το τελευταίο, 13 λεπτό και κάτι “Lochness”, το μήνυμα που έβγαινε από τα ηχεία ήταν ένα και μόνο: Οι JUDAS PRIEST ήταν και πάλι παρόντες, όσο πολλά χρόνια πριν, όπως ακριβώς τους γνωρίσαμε και μας γαλούχησαν, με τραγούδια, τα οποία όπως λέμε «δεν υπάρχουν και ούτε θα ξανακυκλοφορήσουν ποτέ».

Μετά τις δυο προηγούμενες δουλειές τους οι οποίες ηχητικά είχαν ξεφύγει από το γνώριμο ύφος και ρυθμό του παρελθόντος, όντας ηχητικά και βάση παραγωγής πιο «βαριές», το νέο τότε άλμπουμ “Angel of retribution” είχε το γνώριμο ήχο και στυλ δόμησης που λάτρεψαν όλοι οι οπαδοί, αφού σε κάθε σημείο του «μύριζε» Priest-ίλα. Όλες οι συνθέσεις είχαν διάχυτη τη ηχητική ταυτότητα που τους καθιέρωσε, αφού για ακόμα ένα δίσκο, εμπεριέχονταν τραγούδια, πολύ προσιτά στο αυτί, με άμεσα ξεσηκωτικές μελωδίες και ριφ, «αέρινο» στακάτο φρενήρη ρυθμό σε κάθε ένα, που σου προκαλούσαν μια συνεχή τάση και επιθυμία για διαρκές headbanging, και refrain που θα τραγουδούσε συνεχώς από τότε ο καθένας, σε κάθε ακρόαση. Αν δεν ήξερες την ημερομηνία κυκλοφορίας, θα νόμιζες ότι ήταν η επόμενη δουλειά του “Painkiller”, αποτελώντας συνθετικά μια μίξη αυτού και των παλιότερων δουλειών τους, αφού η δυναμική κάθε σύνθεσης ήταν εμφανής και διαρκής σε όλη την διάρκεια.

Τα μέλη του συγκροτήματος, παρόλο που δεν είχαν συναντηθεί όλοι μαζί για πάρα πολλά χρόνια, ακούγονταν σαν ένα συμπαγές σύνολο με πλήρη χημεία, σαν να μην πέρασε ο χρόνος από πάνω του, και ας ήταν όλοι, πλην του Travis στα 50 τους. Βάσει τελικού αποτελέσματος απλά έκαναν ότι ήξεραν καλύτερα, να γράφουν και κυκλοφορούν αξιομνημόνευτα τραγούδια που θα κρατάνε συντροφιά σε κάθε metal οπαδό, μέχρι να σταματήσει να υπάρχει ο πιο «παραδοσιακός» heavy metal ήχος και στυλ. Τα “Judas rising”, “Deal with the devil”, “Revolution”, “Worth fighting for”, “Demonizer”, “Wheels of fire”, “Hellrider” και “Angel”, κυρίως, με την συνδρομή βεβαίως και των υπολοίπων, συνέθεσαν ένα μουσικό παζλ μιας πάρα πολύ καλής δουλειάς, αντάξιας του ονόματος που είχε το γκρουπ. Σημαντικό ρόλο στο πολύ καλό αποτέλεσμα ήταν σίγουρα η άρτια και καθαρή παραγωγή που έγινε στα τραγούδια από τον έμπειρο Roy Z., δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στο δίσκο.

Οι JUDAS PRIEST με το “Angel of retribution” κατάφεραν να κάνουν ένα πολύ δυναμικό come back, με μια δισκογραφική προσπάθεια που οι οπαδοί σαφώς επιζητούσαν και χρειάζονταν, από ένα συγκρότημα που από ότι φάνηκε τα επόμενα χρόνια, το τότε άλμπουμ, μόνο πυροτέχνημα δεν ήταν. Φυσικά όλοι ξέρουν τι έγινε μετά στις τάξεις του γκρουπ, αλλά από το 2005 και μετά και το άλμπουμ αυτό, φέρνει πάντα πλατιά χαμόγελα στους ακροατές, αφού τα μέλη του με τα τραγούδια τους κατάφεραν «να ταράξουν τα νερά» της δισκογραφίας για πολλοστή φορά. Με βάση και τη μέχρι και σήμερα πορεία τους, τα τραγούδια του τότε δίσκου προέκυψαν φυσικά και δεν αποτελούσαν αποτέλεσμα “αφουγκράσματος” του metal κοινού για να γεμίσουν για άλλη μια φορά τις τσέπες τους. Άλλωστε δεν νομίζω ότι το είχαν ποτέ ανάγκη.

Did you know that?

– Το άλμπουμ αποτελεί το δεύτερο μέρος της ιστορίας του άλμπουμ τους, “Sad wings of destiny”.

– Το άλμπουμ έφτασε στη θέση Νο 13 στο Αμερικάνικο Billboard 200, κάνοντας το, το τέταρτο πιο υψηλό σε charts της χώρας. Στην Αγγλία έφτασε στην δεύτερη θέση και στην Σουηδία στην τρίτη.

– Ο Roy Z. εκτός από παραγωγός του δίσκου έχει «γράψει» μαζί με τους υπόλοιπους το τραγούδι “Deal with the devil”.

– Το 2005 το Αγγλικό Metal Hammer στην ετήσια εκδήλωση του, Golden Gods Awards ψήφισε το “Angel of retribution” σαν το καλύτερο άλμπουμ.

– Το 2005 το περιοδικό Burn! ψήφισε το “Angel of retribution” σαν το καλύτερο άλμπουμ και αυτό που είχε το καλύτερο εξώφυλλο.

– Ένα από τα formats της κυκλοφορίας ήταν σε dual disc, με το άλμπουμ να είναι στην ολότητα του στην μια πλευρά και ένα DVD στην άλλη. Στο DVD υπήρχε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο “Reunited” αλλά και όλα τα τραγούδια του δίσκου σε καλύτερη ακουστική. Στην Ευρώπη, Ιαπωνία και Αμερική κυκλοφόρησε και σαν διπλό, με το άλμπουμ σε CD και το DVD ξεχωριστά σε άλλο ψηφιακό δίσκο.

– Οι πολύ παρατηρητικοί, γρήγορα ανακάλυψαν ότι το γκρουπ, είχε χρησιμοποιήσει στους στίχους τους, λέξεις που παρέπεμπαν σε παλιότερες κυκλοφορίες. Στο “Demonizer” υπάρχουν οι λέξεις “The hellion” (από το “Screaming for vengeance”) και “Painkiller” (από το ομώνυμο άλμπουμ). Στο “Hellrider” ακούγονται οι λέξεις “Ram it down” (από το ομώνυμο άλμπουμ) και “Tyrant” (από το “Sad wings of destiny”). Στο “Eulogy” εμπεριέχονται οι λέξεις “Stained class” (από το ομώνυμο άλμπουμ) και “The sentinel” (από το “Defenders of the faith”). Τέλος στο “Deal with the devil” ακούγονται οι λέξεις “Blood red skies” (από το “Ram it down“) και “Take on the world” (από το “Killing machine”)

– Το τραγούδι “Deal with the devil” μπορεί να θεωρηθεί ως μια αυτοβιογραφία του γκρουπ, “αφηγούμενο” την καταγωγή τους από τα West Midlands της «Μαύρης Χώρας» της Αγγλίας, αναφέροντας τις μεταβατικές ημέρες τους όταν έκαναν συναυλίες στην Αγγλία και ασκούσαν στην Εκκλησία του Αγίου Ιωσήφ στο Walsall, όπου «γεννήθηκε» το συγκρότημα.

– Το τραγούδι “Worth fighting for” είναι το sequel/prequel του “Desert plains” (από το “Point of entry”)

–  Η ταινία Rock Star του 2001, με πρωταγωνιστή τον Mark Walberg ουσιαστικά «εξιστορεί» το πως ο Tim “Ripper” Owens, αντικατέστησε τον Rob Halford στους JUDAS PRIEST.

– Αν κάποιος θελήσει να αποκτήσει τώρα πια την έκδοση του βινυλίου του 2010, θα πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη του, ειδικά για το κόκκινο χρωματιστό που πουλιέται επισήμως στο discogs μέχρι και 250 ευρώ.

– Το άλμπουμ είχε αρχικά προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει στα τέλη του 2004, αλλά η εταιρεία άλλαξε την ημερομηνία κυκλοφορίας στις αρχές του 2005, ελπίζοντας σε καλύτερες πωλήσεις.

– Στο δίσκο συμμετέχει στα keyboards ο Don Airey (DEEP PURPLE)

Θοδωρής Μηνιάτης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here