
ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Rapture of the deep” – DEEP PURPLE
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΕΤΑΙΡΙΑ: Edel
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Michael Bradford
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Ian Gillan
Κιθάρες – Steve Morse
Mπάσο – Roger Glover
Πλήκτρα – Don Airey
Τύμπανα – Ian Paice
Τον Σεπτέμβριο του 2003, οι θρυλικοί DEEP PURPLE κυκλοφόρησαν το 17ο άλμπουμ τους, το έντονα αμφιλεγόμενο “Bananas”. Επρόκειτο για έναν δίσκο που δεν κατάφερε να σηκώσει –επαρκώς επάξια – το βαρύ και ασήκωτο όνομα του συγκροτήματος, πελαγοδρομώντας στα charts ανά τον κόσμο και οδηγώντας, εξαιτίας της εμπορικής δυστοκίας του, στην λύση της συνεργασίας τους με τον δισκογραφικό κολοσσό EMI. Όπως αποκάλυψε και ο θρυλικός τραγουδιστής τους, Ian Gillan, «στην περιοδεία του Bananas Πουλήσαμε πάνω από 150 χιλιάδες εισιτήρια στο Ηνωμένο Βασίλειο…η βρετανική θυγατρική της ΕΜΙ τύπωσε μόνο 18 χιλιάδες αντίτυπα του άλμπουμ, που ξεπούλησαν.. όταν τους ρωτήσαμε γιατί δεν τυπώνουν μερικές ακόμα χιλιάδες – εφόσον υπάρχει τεράστια ζήτηση εκεί έξω – η απάντηση ήταν έπιασαν την πρόβλεψη που ήθελαν και εκεί τελείωσαν την συζήτηση».
Το συγκρότημα είχε περάσει διάφορα στάδια ανανέωσης και προσαρμογής σε νέα δεδομένα, κυρίως λόγω της απεμπλοκής του μαέστρου Jon Lord, ο οποίος αποχώρησε λόγω κόπωσης μετά από πολλά χρόνια συνεχόμενων – και απαιτητικών – περιοδειών και ηχογραφήσεων. Την θέση του πίσω από τα πλήκτρα των PURPLE πήρε ένας άλλος τεράστιος μουσικός, βετεράνος πλέον και αυτός, ο τεράστιος Don Airey, που, κυριολεκτικά μέχρι εκείνο το σημείο είχε παίξει με την αφρόκρεμα του σκληρού ήχου (και όχι μόνο), συμπεριλαμβανομένων και των RAINBOW του Ritchie Blackmore.
Μέσα σε αυτό το κλίμα και ενόψει της νέας τάξης πραγμάτων, οι DEEP PURPLE ανασυντάχθηκαν, ξεκινώντας από το κομμάτι της δισκογραφικής. Χωρίς να χαθεί χρόνος μετά την περιοδεία του “Bananas”, έκλεισαν μία συμφωνία με την γερμανική εταιρεία Edel από το Αμβούργο, συνεργασία που κρατάει μέχρι και σήμερα.
Με την σύνθεση Mk VIII, δηλαδή τους «παλιούς» Ian Gillan (φωνητικά), Roger Glover (μπάσο) και Ian Paice (ντραμς) συν τους «νεότερους» Steve Morse (κιθάρα) και Don Airey (πλήκτρα), οι PURPLE μπήκαν στο στούντιο τον Μάρτιο του 2005 για να ξεκινήσουν δουλειά, ξανά με τον παραγωγό Michael Bradford – που ήταν μαζί και στο “Bananas” – πάνω στο 18ο άλμπουμ τους, που τιτλοφορήθηκε “Rapture of the deep”.
Αυτή η έκφραση προέρχεται από τον κόσμο των καταδύσεων και αποδίδεται στον πασίγνωστο Γάλλο ωκεανογράφο Jacques Cousteau. Περιγράφει την νάρκωση αζώτου, ήτοι την προοδευτική εμφάνιση συμπτωμάτων μέθης ή νάρκωσης κατά την έκθεση του δύτη σε περιβάλλον αυξανόμενης ατμοσφαιρικής πίεσης. Το άζωτο σε μεγάλη μερική πίεση δρα όπως τα αναισθητικά αέρια κατά τη γενική νάρκωση που παρέχεται για ιατρικούς σκοπούς. Όπως το περιέγραψε ο Gillan «είναι σαν να βρίσκεσαι σε μία κατάσταση ευφορίας…μεθυσμένος και μαστουρωμένος ταυτόχρονα», ενώ ο Glover τόνισε την διπλή έννοια της φράσης: «Ο κίνδυνος είναι ότι βρίσκεσαι σε έκσταση, βρίσκεσαι σε μια κατάσταση αγνής χαράς και ευδαιμονίας… και θέλεις να είσαι μέρος αυτής, οπότε βγάζεις τη μάσκα σου και πεθαίνεις». Έτσι, αυτή η επιστημονική έκφραση μετατράπηκε σε ποιητική, αποτυπώνοντας μια αίσθηση ευφορικού αποπροσανατολισμού και βαθιάς, υποσυνείδητης σκέψης που ενέπνευσε τα θέματα του άλμπουμ.
Αυτή την φορά, η μπάντα είχε δέσει περισσότερο και ξεκίνησε εκ βάθρων να χτίζει το νέο άλμπουμ, καταλήγοντας να ξοδέψει περίπου πέντε εβδομάδες προβάροντας και ηχογραφώντας στα Chunky Style Studios στο Los Angeles. Με χαλαρότητα αλλά στόχο, με αυτοπεποίθηση αλλά χωρίς υπερβολές, οι PURPLE κατάφεραν να ξαναβρούν την χημεία τους. Πολύ περισσότερο σε αυτά τα καλοστημένα, «ζωντανά» sessions του παραγωγού Bradford, όπου οι δύο πυλώνες του ήχου του συγκροτήματος, Morse και Airey δείχνουν να δένουν ξεκούραστα στα μεταξύ τους κομμάτια. Ο αυθορμητισμός των live τους που προέκυψε κατά τις ηχογραφήσεις είναι διάχυτος στο τελικό αποτέλεσμα, με τους Glover και Paice να βρίσκονται στα τυφλά μεταξύ τους, ενώ ο Gillan αφήνει το επιβλητικό του αποτύπωμα, τραγουδώντας μέσα στις δυνατότητές του, μεν, με το γνωστό χιούμορ και οξυδέρκειά του, δε. Στο τέλος, κατέληξαν με το πιο αξιόλογο και ισορροπημένο υλικό που είχαν να επιδείξουν εδώ και χρόνια. Και σε μία παράλληλη νότα, τον Ιούλιο του 2005, εμφανίστηκαν και στην φιλανθρωπική συναυλία Live 8, συγκεκριμένα στον Καναδά, με headliner τον Neil Young και εμφανίσεις από πρώην μέλη των RUN-DMC, AEROSMITH και CARS καθώς και ένα set των TRAGICALLY HIP.

Το άλμπουμ ανοίγει με το “Money talks”, με ένα βαθύ και απειλητικό groove από τους Airey και Glover. Η σαρδόνια ερμηνεία του Gillan – όπου εδώ ερμηνεύει σε όλο το φωνητικό του εύρος – σχολιάζει την διαχρονικά παρατηρούμενη απληστία και την υποκρισία, με τον Morse να ελίσσεται κιθαριστικά ανάμεσα στον βηματισμό των υπολοίπων. Έπειτα, στο ομώνυμο τραγούδι, “Rapture of the deep”, το συγκρότημα περνά σε μία πιο εξωτική, σχεδόν μεσανατολίτικη χροιά, προσφέροντας μας ένα από τα δυνατότερα κομμάτια τους για τον 21ο αιώνα και αντηχώντας κάπου την ατμόσφαιρα του επικού “Perfect strangers”. O Gillan πλοηγεί τον ακροατή με σιγουριά πάνω στη θάλασσα μελωδιών και διαθέσεων που δημιουργούν οι Morse και Airey, σε ένα άκρως «κινηματογραφικό» τραγούδι. Όλο αυτό ξεκίνησε από μία προτροπή του Ian Paice στον Don Airey να συνεχίσει πάνω σε ένα παιχνίδι με τα πλήκτρα του, που είχε έναν πιο ανατολίτικο χαρακτήρα. Το τραγούδι κυκλοφόρησε και ως single την ίδια χρονιά.
Στο “Clearly quite absurd”, η διάθεση αλλάζει τελείως, με την μελαγχολία να έρχεται στο προσκήνιο. Ένα τραγούδι που επιδεικνύει την πιο συναισθηματική πλευρά της μπάντας, σε ένα κλίμα αυτογνωσίας και τρυφερότητας. Το “Don’t let go” που συνεχίζει το άλμπουμ είναι σαφώς πιο ανάλαφρο, με αυτό το μίγμα blues και ολίγη funk που οι DEEP PURPLE δουλεύουν πολύ καλά και με τον Morse να το κάνει να φαίνεται πολύ εύκολο με την φυσικότητα του παιξίματος του. Παρόμοια είναι η φάση και με το “Back to back”, που προωθεί το πνεύμα των PURPLE ακόμα πιο εμφατικά, στα κλασικά παιχνίδια κιθάρας-πλήκτρων, που τόσο πολύ αγαπήσαμε στο παρελθόν.
Το “Kiss tomorrow goodbye” είναι από τις πιο «σκληρές» στιγμές του δίσκου, αρκετά κοντά στις παλιές μέρες του συγκροτήματος, με πρωτεργάτες τους Morse και Paice. Παρομοίως και το “Junkyard blues”, που θα μπορούσε να είχε γραφτεί σε κάποια από τα δυναμικά και αυθόρμητα jams των PURPLE από τις αρχές των 70s. Μαζί με αυτά, στο ίδιο ύφος, έχουμε και το “Wrong man”, ένα από τα πιο υποτιμημένα τραγούδια του άλμπουμ, θεωρώ.
Το ζευγάρι που κλείνει το άλμπουμ, “Before time began” και “Girls like that”, επιδεικνύει το εύρος των δυνατοτήτων του Mk VIII. Το πρώτο έχει το prog στοιχείο σε αφθονία, ατμοσφαιρικό και φιλοσοφικού τύπου αναζητήσεις, με τους Morse και Airey να δίνουν το μουσικό πάτημα κάτω από την ενδοσκόπηση του Gillan. Το δεύτερο ελαφρύνει το κλίμα με σκανδαλιάρικο τρόπο. Τέλος, αξίζει να γίνει μνεία στο bonus – σε κάποιες εκδόσεις του άλμπουμ – τραγούδι “MTV”, όπου ο Gillan αστειεύεται με το γεγονός ότι πολλά μουσικά κανάλια και ραδιόφωνα ασχολούνται με τους βετεράνους του rock πολύ επιφανειακά και χωρίς να έχουν κάνει καλά και την μελέτη τους, περιορίζοντας καριέρες δεκαετιών σε τρία τραγούδια.
Η υποδοχή του “Rapture of the deep” από τους fans, το οποίο κυκλοφόρησε πριν δύο δεκαετίες, ήταν βελτιωμένη σε σχέση με το “Bananas”, αν και όχι με δραματικό τρόπο. Μουσικά, υπήρξε σαφής εξέλιξη, συνθετικά κυρίως, με την κυκλοφορία να ενισχύεται από την άριστη παραγωγή του Michael Bradford. Η υψηλότερη θέση στα charts ήρθε στην Γερμανία (νο. 10), στην Ιαπωνία πάτωσε στο νο. 240, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο πήγε στο χαμηλό νο. 81 του γενικού καταλόγου επιτυχιών, αλλά στο νο. 3 του εξειδικευμένου chart UK Rock & Metal Albums και στο νο.8 του UK Independent Albums. Στις ΗΠΑ κατέγραψε μόνο μία μέτρια παρουσία, στο νο. 43 του επίσης εξειδικευμένου Billboard US Independent Albums.
Αν και το “Rapture of the deep” δεν τα πήγε και πολύ καλά σε πωλήσεις, έδωσε στο συγκρότημα την ευκαιρία να βγει στον δρόμο, σε μία κίνηση που εξελίχθηκε σε ένα πολυετή μαραθώνιο συναυλιών, παίζοντας πάνω από 500 live σε πάνω από 50 χώρες, μεταξύ 2005-2011, με θέση headliner σε περισσότερα από 30 φεστιβάλ, μεταξύ αυτών από δύο φορές στο ιστορικό Montreux Jazz Festival και τις σύγχρονες εκδοχές του Monsters of Rock. Tην γιγάντια παγκόσμια περιοδεία τους την έκλεισαν στην χώρα μας, με εμφανίσεις σε Ηράκλειο, Αθήνα, Πάτρα, Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα. Είχαν, φυσικά προηγηθεί οι εμφανίσεις τους στο Θέατρο Βράχων τον Ιούλιο του 2006 και ξανά εμφανίσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 2009, στο πλαίσιο αυτής της πολυετούς περιπλάνησης τους ανά τον κόσμο. Στις εμφανίσεις αυτές, ο Roger Glover δεν ήταν παρών για προσωπικούς λόγους και αντικαταστάθηκε από τον πρώην μπασίστα των Jamiroquai, Nick Fyffe.
Το “Rapture of the deep” είναι μία από τις αξιόλογες παραγωγές των DEEP PURPLE στον αιώνα που διανύουμε. Είναι πιο σκοτεινός και περιπετειώδης δίσκος από το “Bananas”, απλά συνθετικά καλύτερο και πιο ισορροπημένο σαν μουσική πρόταση. Δεν είναι ότι λείπουν και οι όχι τόσο καλές στιγμές. Όμως, αν μη τι άλλο, αποτελεί τεκμήριο των υψηλών προδιαγραφών ενός συγκροτήματος που ακόμα και μετά την απώλεια βασικών μελών τους, κατάφεραν να ακούγονται εφευρετικοί και μοντέρνοι σε μία περίοδο που η μουσική βιομηχανία, το hard rock και τα ιστορικά συγκροτήματα του άλλαζαν με ραγδαίο και απρόβλεπτο τρόπο.
Κώστας Τσιρανίδης














![A day to remember…01/12 [AC/DC]](https://rockhard.gr/wp-content/uploads/2025/12/ACDC-tnt-front-218x150.jpg)
![A day to remember… 30/11 [WATCHTOWER] Watchtower](https://rockhard.gr/wp-content/uploads/2025/11/Watchtower-energetic-front-218x150.jpg)