ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Physical graffiti” – LED ZEPPELIN
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1975
ΕΤΑΙΡΙΑ: Swan Song/Atlantic
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Jimmy Page
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Robert Plant
Κιθάρες – Jimmy Page
Mπάσο/πλήκτρα – John Paul Jones
Τύμπανα – John Bonham
29 Ιουλίου 1973 και οι συναυλιακές υποχρεώσεις για το πέμπτο άλμπουμ των LED ZEPPELIN, “Houses of the Holy” (1973), έφτασαν στο τέλος τους. Αυτή η βραδιά, στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης, ήταν η τελευταία από τις τρεις μεγαλειώδεις sold out εμφανίσεις του συγκροτήματος εκεί, οι οποίες βιντεοσκοπήθηκαν και ηχογραφήθηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την ταινία και το live άλμπουμ “The song remains the same”, τρία χρόνια αργότερα (1976).
Τον Μάϊο του 1974, οι ZEPPELIN πήγαν το παιχνίδι τους ένα επίπεδο παραπάνω, ιδρύοντας την δική τους δισκογραφική εταιρεία, με το όνομα “Swan Song”. Το όνομα “Swan Song” προήλθε από ένα φιλόδοξο, εικοσάλεπτο κομμάτι του κιθαρίστα Jimmy Page, το οποίο δεν βρήκε τον δρόμο του σε κάποια κυκλοφορία της μπάντας.
Η ιδέα ήταν – ποιου άλλου; – του δαιμόνιου manager τους Peter Grant και το γενικότερο concept ήταν, πέρα από περαιτέρω έλεγχο των δικών τους κυκλοφοριών, να λειτουργήσουν ως μία τύπου “boutique” εταιρεία που θα αναδείκνυε έργο καλλιτεχνών στους οποίους έβλεπαν κάτι αξιόλογο και όχι απαραίτητα κάτι «εμπορικό», καθώς και να τους απαλλάξει από τις διαδικαστικές αγγαρείες που είχαν και οι ίδιοι υποστεί στην μέχρι τότε πορεία τους. Την διανομή θα αναλάμβανε η Atlantic, που δέχτηκε την συμμετοχή της Swan Song στο δίκτυο της, μετά την λήξη της πρώτης φάσης της συνεργασίας με τους ZEPPELIN. Βέβαια, να πούμε πως δεν ήταν εντελώς τυχαίο όταν το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε η εταιρεία, το ομώνυμο ντεμπούτο ενός…νέου συγκροτήματος με το όνομα BAD COMPANY, εκπλήρωσε την διπλή αποστολή της καλλιτεχνικής και της εμπορικής επιτυχίας, φτάνοντας στο νο.1 και στο νο. 3 των αμερικανικών και βρετανικών charts, αντίστοιχα!
Αυτό που ίσως δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ότι το “Houses of the Holy” ίσως να ήταν όντως το κύκνειο άσμα των LED ZEPPELIN. Λίγο καιρό μετά την αναδιοργάνωσή τους, για τους σκοπούς του επερχόμενου άλμπουμ, ο μπασίστας John Paul Jones προσέγγισε τον Grant για να του πει ότι δεν άντεχε άλλο την εξοντωτική ζωή των περιοδειών, είχε επαναξιολογήσει τις προτεραιότητες του και σκεφτόταν να φύγει από το συγκρότημα για να γίνει ο μαέστρος της χορωδίας του Καθεδρικού του Winchester! Ήταν ένας ιδιοφυής μουσικός και οικογενειάρχης που δεν ήθελε να χάσει άλλο χρόνο μακριά από την σύζυγο του και τις δύο του κόρες, (κάτι που υποδύεται και στην αλληγορική ιστορία του στην ταινία “The song remains the same” που αναφέραμε παραπάνω). Η κατάσταση είχε γίνει πολύ αγχωτική για τον Jones. Όλη αυτή η επικοινωνία έγινε μυστικά από όλους, πλην του Page.
Μη διακόπτοντας τις υπόλοιπες προεργασίες τους για το νέο άλμπουμ που είχαν στα σκαριά, η ομάδα των LED ZEPPELIN προσέγγισε τον Ron Nevison. O Nevison είναι Αμερικάνος ηχολήπτης και παραγωγός. Ξεκίνησε την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως μηχανικός ήχου στο “Quadrophenia” των WHO και στο ντεμπούτο των BAD COMPANY. Η πρώτη του δουλειά ως παραγωγός έγινε στο “Nightlife” (1974) των THIN LIZZY και ακολούθησε η αγαπημένη μου δουλειά από το ρεπερτόριο του, το “Lights out” (1977) των UFO. Έκτοτε, δούλεψε σε πολλά αγαπημένα μου άλμπουμ, ωστόσο, εκείνη την εποχή, κλήθηκε από τους LED ZEPPELIN να εργαστεί πάνω στο έκτο τους άλμπουμ ως μηχανικός ήχου, φέρνοντας μαζί του το Mobile Studio του Ronnie Lane (μπασίστα των SMALL FACES), πρακτικά ένα τροχόσπιτο διαμορφωμένο ως στούντιο, παρόμοιο με το περίφημο αντίστοιχο των ROLLING STONES. Τελικός προορισμός του Nevison; Το γνωστό και μη εξαιρετέο Headley Grange.
Οι ZEPPELIN το είχαν ανακαλύψει μέσω της γραμματέως τους, η οποία, διαβάζοντας το περιοδικό “The Lady”, είδε μία αγγελία που έλεγε ότι το Headley Grange ήταν προς ενοικίαση. Μέρη των άλμπουμ “III”, “IV” και “Houses of the Holy” ηχογραφήθηκαν εκεί, καθώς ο Page, ως παραγωγός, ήταν ικανοποιημένος με τον χώρο. Άλλωστε πριν πάνε οι ZEPPELIN εκείνη την περίοδο εκεί, ένα άλλο αγγλικό συγκρότημα έγραφε υλικό για το δικό του έκτο άλμπουμ…κάποιοι GENESIS, για έναν διπλό δίσκο με τον περίεργο τίτλο για αρνιά που ξαπλώνουν στο Broadway!
Με τον Jones να απουσιάζει από τις πρόβες, οι υπόλοιποι ZEPPELIN έφυγαν από το Headley, πριν καλά-καλά εγκατασταθούν πλήρως εκεί. Το ίδιο ετοιμαζόταν να κάνει και ο Nevison με το αυτοκινούμενο studio του, διότι είχε υποσχεθεί στον Pete Townshend των WHO να πάει και να βοηθήσει στην ταινία του “Tommy”. Όταν το ανακοίνωσε στους ZEPPELIN τα άκουσε κανονικά από τους Page, Plant και Bonham (κυρίως) ενώ δύο μέτρα και 136 κιλά Peter Grant, του ζήτησαν ευγενικά να κάτσει στα αυγά του και να μην φύγει, αλλά να δουλέψει στο ντεμπούτο του πρώτου συγκροτήματος της Swan Song, των BAD COMPANY. Δεν τον χάλασε, αν μη τι άλλο, μιας και το όνομα του μπήκε σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας. Και ο Jones επέστρεψε τελικά!
Με την κατάσταση να εξομαλύνεται, ο Page έφερε τις πρώτες ιδέες του στο τραπέζι, τρία δοκιμαστικά για αυτά που θα εξελισσόντουσαν στους τίτλους “In the light”, “Ten years gone” και “The Wanton song”, ενώ είχε στα χέρια του και το προαναφερθέν, επικών διαστάσεων ορχηστρικό κομμάτι, “Swan song”. Ο τραγουδιστής και στιχουργός του συγκροτήματος Robert Plant είχε φέρει μερικά στιχάκια, που έγραφε κατά τις οικογενειακές του διακοπές στο Μαρόκο το 1973. Στην συνέχεια, προστέθηκαν και κάποια άλλα κομμάτια, τα “In my time of dying”, “Trampled under foot”, “Custard pie” και “Sick again”.
Η φάση του Headley Grange τελείωσε και μαζί και οι καφρίλες των ZEPPELIN, οι οποίοι, σύμφωνα με τον μηχανικό ήχου Benji LeFevre, ανέβαζαν ζώα από φάρμες, στον πρώτο όροφο, και άναβαν φωτοβολίδες. Κι όλα αυτά με μυστηριώδεις τύπους να μπαινοβγαίνουν στον χώρο, τουλάχιστον όπως καταγραφόταν στα ημερολόγια του στούντιο, οι οποίοι μετέφεραν «βελτιωτικά απόδοσης», κατά πάσα πιθανότητα.
Ο Page με τον ηχολήπτη Keith Harwood, που είχε συνεργαστεί με τους ZEPPELIN στο “Houses of the Holy”, μετέβησαν στα Olympic Studios για να ολοκληρώσουν την πρώτη ομάδα τραγουδιών του νέου άλμπουμ. Το υλικό που ετοίμασαν οι δυο τους εκτεινόταν σε τρεις πλευρές βινυλίου. Μην θέλοντας να αφήσουν κάτι από έξω, αποφάσισαν να συμπληρώσουν τέσσερις πλευρές. Έτσι χρησιμοποίησαν διάφορες ανέκδοτες ηχογραφήσεις από παλιότερα sessions. Ανασύρθηκαν από τα αρχεία το ακουστικό instrumental “Bron-Yr-Aur” από την εποχή του “III”, τα “Night Flight”, “Boogie with Stu” και “Down by the seaside” εποχής “IV” και από τα sessions του “Houses of the Holy” το “The Rover”, καθώς και τα “Houses of the Holy” (που δεν μπήκε στο ομώνυμο άλμπουμ!), και “Black Country woman”. Οι Zeppelin φάνηκαν πρόθυμοι να ηχογραφήσουν ένα διπλό άλμπουμ καθώς αυτό θεωρούνταν ως η πλέον καθοριστική καλλιτεχνική δήλωση της εποχής. Μετά από δουλειές όπως το “White album” των Beatles, το “Exile on Main Street” των Rolling Stones, το “Blonde on blonde” του Bob Dylan και το “Quadrophenia” των WHO, ήταν φυσικό για τους ZEPPELIN να προσπαθήσουν να πράξουν το ίδιο.
H πρώτη πλευρά αποτελείται από τα “Custard Pie”, “The Rover” και το 11λεπτο “In my time of dying”. Το εναρκτήριο κομμάτι παρουσιάζει τo γευστικό επιδόρπιο (φανταστείτε τύπου γαλακτομπούρεκο, γαλατόπιτα, μπουγάτσα με κρέμα κλπ.) ως αλληγορία για το γυναικείο γεννητικό όργανο (καθόλου περίεργο). Ο Plant πίστευε πως το “Custard pie” ακούγεται ημιτελές και οι ZEPPELIN δεν το έπαιξαν live, εκτός από την μικρή ανεπίσημη επανασύνδεση τους το 1990 στον γάμο του γιου του John Bonham, Jason. Βασίστηκε σε μπλουζ τραγούδια όπως το “I want some of your pie” του Blind Boy Fuller και το “Custard pie blues” του Brown McGhee.
Στο “The Rover” νομίζω πως έχουμε το πιο χαρακτηριστικό ZEPPELIN rock hit, που είχε ξεκινήσει το 1970 στο Bron-Yr-Aur της Ουαλίας και 3 χρόνια μετά ηχογραφήθηκε σαν μία πολύ άγαρμπη ακουστική εκτέλεση. Το κομμάτι αναζωογονήθηκε για το νέο άλμπουμ, με αποτέλεσμα να γίνει ένα από τα δυνατότερα τους τραγούδια και αγαπημένο των Page και Plant (και δικό μου). Ο Page παρομοίασε την δυναμική του “The Rover” με το “Rumble” του Link Wray.
Το “In my time of dying”, το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι του άλμπουμ, βασίστηκε πάνω σε ένα παλιότερο gospel κομμάτι του μπλουζίστα Blind Willie Johnson (1928), το “Jesus, make up my dying bed”, το οποίο διασκεύασε και ο Bob Dylan στο ντεμπούτο του (1962). Οι ZEPPELIN στα credits αναφέρουν, ως είθιστο… μόνο τους εαυτούς τους. Η ενορχήστρωση εδώ έγινε από τον Bonham (!) που καθοδήγησε τους υπόλοιπους μέσα από 11 λεπτά σταμάτημα/ξεκίνημα. Στο τέλος του τραγουδιού του ξεφεύγει ένας βήχας, που το αναφέρει και ο Plant (“…cough”) με τους υπόλοιπους να γελάνε. Στη συνέχεια, ο Bonham λέει “Αυτό πρέπει να είναι [η τελική ηχογράφηση], έτσι δεν είναι;”, ότι, δηλαδή, ήταν η καλύτερη λήψη. Αυτά έμειναν στο άλμπουμ για να ξέρουν οι fans ότι οι LED ZEPPELIN φρόντιζαν τις ηχογραφήσεις τους.
Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει με το title track του … προηγούμενου άλμπουμ, “Houses of the Holy”, που αναφερόταν στους χώρους όπου είχε εμφανιστεί ζωντανά το συγκρότημα. Ακολουθεί ένα από τα πιο funky τραγούδια τους, το “Trampled under foot”, όπου το αρμόνιο του John Paul Jones φέρνει έντονα στο μυαλό το “Superstition” (1972) του Stevie Wonder, ενώ οι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από το “Terraplane blues” (1936) του Robert Johnson. Αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους fans, που παίχτηκε σε όλες τις περιοδείες των ZEPPELIN έκτοτε, ενώ το 2012, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, ακούστηκε στο πλαίσιο μίας επιλεγμένης playlist. Ήταν και το μοναδικό single από αυτή την κυκλοφορία, με b-side το “Black Country woman” και μέχρι σήμερα είναι, μάλλον το τραγούδι με το περισσότερο airplay και ένα από τα αγαπημένα του Plant.
Ωστόσο, όλα τα παραπάνω (και τα επόμενα) τραγούδια του άλμπουμ, ωχριούν μπροστά στο μεγαλείο του μυστηριακού saga, του “Kashmir”, που είχε αρχικό τίτλο “Driving to Kashmir”. Αραβικές κλίμακες από τον Page, εικόνες από το ταξίδι του Plant στην Βόρεια Αφρική (ταξιδεύοντας μας νοητά μέχρι το άλλο άκρο του μεσαιωνικού μουσουλμανικού κόσμου, στο Κασμίρ, στα σύνορα Ινδίας-Πακιστάν, θέλοντας να αποτυπώσει την αίσθηση ενός road trip), τρομακτική ακρίβεια του Bonham και μία ιδιοφυής ενορχήστρωση από τον Jones. O Page εμπνεύστηκε από τα ινδικά μάντρα και έφερε Ινδούς μουσικούς με τους οποίους είχε γνωριστεί όταν αυτός και ο Plant επισκέφτηκαν την Βομβάη το 1972. Με τον Jones καθοδήγησαν ως μαέστροι session μουσικούς για τα ορχηστρικά μέρη.
Δύσκολο να ακολουθήσεις αυτό το άσμα ασμάτων με το δεύτερο βινύλιο. Κάτι πάει να γίνει με το “In the light”, που είχε ως αρχικό τίτλο “In the morning” (και παλιότερα, “Take Me Home”). Αγαπημένο του Plant και γραμμένο κυρίως από τον Jones, το “In the light” δεν παίχτηκε ποτέ live. Μία πιο βελτιωμένη έκδοση, με τίτλο “Everybody makes it through” υπάρχει στην πολυτελή επανέκδοση του άλμπουμ. Εδώ ο Page παίζει με το δοξάρι την κιθάρα του. Το επόμενο κομμάτι, “Bron-Yr-Aur” λειτουργεί σαν μία folk, χαλαρωτική γέφυρα, με την ακουστική κιθάρα του Page να ζωγραφίζει. Γραμμένο από την εποχή του “III”, στο ομώνυμο αγρόκτημα της Ουαλίας, είναι το πιο σύντομο τους κομμάτι, με διάρκεια μόνο 2:06. Ίσως κάποιοι από εσάς να το αναγνωρίσετε στην διαδρομή των ZEPPELIN μέσα από την Νέα Υόρκη, στην ταινία “The song remains the same”. Το επόμενο “Down by the seaside” έρχεται επίσης από προηγούμενα sessions, που ξεκίνησε ως ένα ακουστικό track για το “IV”, με επιρροές από Neil Young και συγκεκριμένα από το τραγούδι “Down by the river”. Η τρίτη πλευρά κλείνει με την όμορφη μπαλάντα “Ten years gone”, από τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ, όπου ο Plant μιλάει για μία παλιά του σχέση, που τον έβαλε να διαλέξει ανάμεσα σε αυτή ή την μουσική του. Στην live εκτέλεση του τραγουδιού, ο Jones έπαιζε μία τριπλή (!) κιθάρα με μαντολίνο, εξάχορδη και δωδεκάχορδη κιθάρα, ενώ ταυτόχρονα έπαιζε μπάσο με…πετάλια!
Στην τελική ευθεία για το κλείσιμο, έχουμε το “Night flight”, επίσης από τα sessions του “IV”, γράφτηκε από τον Jones, με τον Plant να εμπνέεται από ένα πρωτοσέλιδο που έγραφε «Δοκιμή από απειλή πυρηνικής βλάβης» και μιλάει για κάποιον που την κοπανάει από την στρατολόγηση του Βιετνάμ για ένα ταξίδι στο άγνωστο. Επίσης, ακούμε το “Wanton song”, που παρέμενε για πάντα μία εκκρεμότητα στο μυαλό του Plant, καθώς ένιωθε ότι ήταν ημιτελές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ένα εξαιρετικό hard rock τραγούδι.
Το “Boogie with Stu” έχει μία ενδιαφέρουσα ιστορία, και αφορά τους ZEPPELIN και τους ROLLING STONES, που είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν, σε επίπεδο. O Ian Stewart, που έπαιζε πλήκτρα στους ROLLING STONES (εκτός από το ότι ήταν ο road manager τους), βρέθηκε να παίζει σε ένα session με τον Jimmy Page, στο ίδιο session που ηχογραφήθηκε το “Rock and Roll” από το “IV”. Από εκεί προέκυψε το εν λόγω κομμάτι, που ουσιαστικά ήταν μία παραλλαγή του “Ooh My Head” από τον μακαρίτη Ritchie Valens, που με την σειρά του ήταν μία άλλη εκδοχή στο ομώνυμο τραγούδι του Little Richard. Οι ZEPPELIN δεν έδωσαν credit ούτε στον Valens ούτε στον συνέταιρο και manager του Bob Keane. O τελευταίος τους κατήγγειλε, λόγω του ότι ο Plant ταυτίστηκε κάπως στιχουργικά και η μισή αποζημίωση πήγε στην μητέρα του Valens. Μάλλον πρόκειται για το πιο “filler” τραγούδι του άλμπουμ.
Το “Black Country woman” (αρχικός τίτλος “ Never ending doubting woman blues”) είχε ηχογραφηθεί δύο χρόνια πριν για το “Houses of the Holy”, στο εξοχικό του Mick Jagger, Stargroves και κάπου ακούγεται ένα αεροπλάνο να περνάει από πάνω, που ο Plant ζήτησε να το κρατήσουν για το εφέ. Μιλάει για μία μοιχαλίδα που προέρχεται από την περιοχή καταγωγής των Plant και Bonham, την “Black Country” που είναι στα Δυτικά Midlands και πήρε το όνομα της από την βαριά βιομηχανία που αναπτύχθηκε στην περιοχή. Κάτι το οποίο έριχνε λάδι στη φωτιά, αναφορικά με τις φήμες που ήθελαν τον Plant να έχει συνάψει εξωσυζυγική σχέση με την αδελφή της συζύγου του, φήμες που κρατούσαν από πριν, διότι ο ξανθός θεός είχε σχέση μαζί της πριν παντρευτεί. Και την παντρεύτηκε μετά που χώρισε την αδελφή της! Όπως λέει και το τραγούδι “That’s alright, I know your sisters, too”. Μάλλον η Maureen Plant δεν άκουγε την μουσική του άντρα της, αλλιώς θα το είχε πιάσει το υπονοούμενο! Το άλμπουμ κλείνει με το “Sick again”, ένα τραγούδι που περιγράφει τις εμπειρίες των Page και Plant κατά την συνάντηση τους με πολύ (όντως) νεαρές groupies του συγκροτήματος στην τελευταία τους περιοδεία, με μία δόση οίκτου για αυτές (και καλά). Μάλλον εμμέσως αναφερόταν και στην ανήλικη Lori Maddox, γνωστή groupie της εποχής και συνοδό του Page (“One day soon you’re gonna reach sixteen”).
Όλα ήταν έτοιμα από την 29η Νοέμβρη 1974 για την κυκλοφορία του “Physical graffiti”, όπως θα ονομαζόταν το νέο διπλό άλμπουμ. O Page πρότεινε το όνομα, θέλοντας να επισημάνει την ενέργεια που κατέβαλε το συγκρότημα για να παράγει αυτή την δουλειά, με το “physical graffiti” να απαντάται ως όρος για τεράστιους γεωγραφικούς σχηματισμούς (π.χ. οροσειρές, πεδιάδες, οροπέδια κλπ.). Είναι το αγαπημένο άλμπουμ του Robert Plant. Κυκλοφόρησε ως το μοναδικό τους διπλό άλμπουμ και το πρώτο από την δική τους εταιρεία (Swan Song) τον Φλεβάρη του 1975, πριν 47 χρόνια. Σημειώνεται πως ότι ξέμεινε από τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ πήγε κατευθείαν στο “Coda” (1982).
Νοέμβρης του 1974 και οι ZEPPELIN λογάριαζαν χωρίς τον … ξενοδόχο, που ήταν ο γραφίστας Peter Corriston. Πιστοί στην επιθυμία τους για ένα χαρακτηριστικό εξώφυλλο και θέλοντας να συνδυάσουν τα κινούμενα μέρη με φωτογραφία, όπως στο “III”, οι ZEPPELIN δεν θα συμβιβαζόντουσαν με τίποτα λιγότερο από το εξαιρετικό. Ο Corriston βάλθηκε να ψάχνει για να βρει το ιδανικό κτίριο να φωτογραφήσει, ένα κτίριο συμμετρικό με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, που θα είχε απρόσκοπτη πρόσοψη και θα ταίριαζε στο τετράγωνο εξώφυλλο του άλμπουμ. Στη συνέχεια σκέφτηκε το υπόλοιπο εξώφυλλο με βάση τους ανθρώπους που μετακινούνται μέσα και έξω από την κατοικία, με διάφορα εσώφυλλα που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν κάτω από το εξώφυλλο και να γεμίσουν τα παράθυρα με διάφορες πληροφορίες ή μορφές. Τα δύο πενταόροφα κτίρια που φωτογραφήθηκαν βρίσκονται στους αρ. 96 και 98 της St. Mark’s Place στο Manhattan της Νέας Υόρκης και παραμένουν εκεί. Η αρχική φωτογραφία υποβλήθηκε σε διάφορες τροποποιήσεις. Ο τέταρτος όροφος του κτιρίου έπρεπε να περικοπεί για να ταιριάζει στο τετράγωνο σχήμα του εξωφύλλου του άλμπουμ. Αποφεύγοντας το συνηθισμένο σχέδιο της πόρτας για χάρη ενός ειδικά κομμένου εξωφύλλου, η αρχική συσκευασία του άλμπουμ περιλάμβανε τέσσερα εξώφυλλα που αποτελούνταν από δύο εσωτερικά (για κάθε δίσκο ), ένα μεσαίο ένθετο κάλυμμα και ένα εξωτερικό κάλυμμα. Το μεσαίο ένθετο εξώφυλλο είναι λευκό και αναγράφει τα τραγούδια του άλμπουμ με τα σχετικά credit. Το εξωτερικό εξώφυλλο έχει κομμένα παράθυρα στο κτίριο, έτσι ώστε όταν το μεσαίο κάλυμμα τυλιχθεί γύρω από τα εσωτερικά καλύμματα και γλιστρήσει στο εξωτερικό, ο τίτλος του άλμπουμ εμφανίζεται στο μπροστινό εξώφυλλο. Οι εικόνες στα παράθυρα έδειχναν διάσημους Αμερικάνους και μια σειρά από εφήμερα του Χόλυγουντ. Οι φωτογραφίες του W. C. Fields και του Buzz Aldrin εναλλάσσονταν με αυτές των ZEPPELIN. Παρουσιάζονται επίσης φωτογραφίες του Lee Harvey Oswald, του Marcel Duchamp και του Πάπα Λέoντα ΙΓ΄. Ήταν τόσο πολύπλοκο να δημιουργηθεί και να κατασκευαστεί ο μηχανισμός των συρόμενων εξώ- και εσώφυλλων, που καθυστέρησε την κυκλοφορία ολόκληρου του άλμπουμ!
Τελικά ο νέος δίσκος των LED ZEPPELIN κυκλοφόρησε την 24η Φεβρουαρίου 1975, ακριβώς 5 δεκαετίες πριν. Η αξία του “Physical graffiti” αναγνωρίστηκε άμεσα, τόσο από τον μουσικό τύπο (το περιοδικό “Rolling Stone” χαρακτήρισε το άλμπουμ ως το άθροισμα των “Tommy”, “Beggar’s banquet” και “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band” για τους ZEPPELIN) όσο και από τους fans που το έστειλαν στην κορυφή των charts (αναμενόμενο) σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδά. Έπιασε τα 8 εκατομμύρια αντίτυπα στις ΗΠΑ (και έγινε 16 φορές πλατινένιο, λόγω του ότι ήταν διπλό άλμπουμ), καθιστώντας το ως το 4ο πιο πετυχημένο τους άλμπουμ εκεί (μετά τα “IV”, “II” και “Houses of the Holy”). Τα τελευταία 20 χρόνια φιγουράρει στις λίστες του μουσικού τύπου με τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών.
Λίγο μετά την κυκλοφορία του “Physical graffiti”, όλα τα προηγούμενα άλμπουμ των ZEPPELIN επανήλθαν ταυτόχρονα στο αμερικάνικο Billboard 200 και το συγκρότημα ξεκίνησε μια άλλη περιοδεία στη Βόρεια Αμερική, χρησιμοποιώντας εξελιγμένα συστήματα ήχου και φωτισμού, με μία επιγραφή νέον με το όνομα του συγκροτήματος και εφέ με laser. 18 μήνες είχαν να βγουν σε περιοδεία, το μεγαλύτερο τους διάλλειμα έως τότε. Βέβαια δεν έλειψαν οι ατυχίες. Πριν την περιοδεία, ο Page μάγκωσε το δάχτυλο του σε μία πόρτα, με αποτέλεσμα να παίζει με ένα δάχτυλο λιγότερο στην αρχή, παίρνοντας παυσίπονα. Ο Plant κόλλησε γρίπη την ίδια περίοδο και είχε πρόβλημα με την φωνή για όλη την υπόλοιπη περιοδεία. Ευτυχώς το έσωσαν προς το τέλος. Από την περιοδεία δεν έλειψαν και οι ακυρώσεις, όπως στην Βοστώνη, που οι υπεύθυνοι του χώρου της συναυλίας άφησαν τον κόσμο να μπει για να μην ξεπαγιάσουν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί γενικευμένη ταραχή και ο όχλος να διαλύσει το στάδιο. Στην διάρκεια της περιοδείας, οι ZEPPELIN ενοικίασαν, για δεύτερη και τελευταία φορά, το διάσημο “Stasrhip”, ένα Boeing 720B, για να τους μεταφέρει μεταξύ των σταθμών της περιοδείας τους. Τον Μάιο του 1975, το συγκρότημα έπαιξε πέντε sold-out βραδιές στο Earls Court Arena του Λονδίνου, με τα εισιτήρια να εξαφανίζονται μέσα σε λίγες …ώρες. Υπήρχαν και άλλες προγραμματισμένες ημερομηνίες από τέλη Αυγούστου σε Β. Αμερική και Ευρώπη, που δεν έγιναν ποτέ, καθώς ο Robert Plant είχε ένα πολύ σοβαρό τροχαίο ατύχημα στην Ρόδο τον Αύγουστο του 1975, κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών με την οικογένεια του.
Συνταξίδεψαν οικογενειακά με τον Page στο Μαρόκο, εν συνεχεία πήγαν στο Montreux της Ελβετίας και αφού συναντήθηκε με τον γνωστό διοργανωτή Claude Knobs, ο τραγουδιστής αποφάσισε να πάει στην Ρόδο για λίγες extra διακοπές. Στο νησί κανόνισε να συναντήσει το φίλο του, τραγουδιστή των PRETTY THINGS, Phil May και τη σύζυγό του, που έμεναν στο σπίτι του Roger Waters των PINK FLOYD. Το απόγευμα της 4ης Αυγούστου, πίσω από το αυτοκίνητο του Plant, ακολουθούσε ένα άλλο αυτοκίνητο όπου επέβαινε η σύντροφος του Jimmy Page, Charlotte κι η αδελφή της Maureen Plant με το σύζυγό της. Εκεί έγινε το μοιραίο. Σε κάποια φάση η Maureen, σύζυγος του Plant, έχασε τον έλεγχο και το αυτοκίνητο έπεσε σε ένα δέντρο με αποτέλεσμα ο frontman των ZEPPELIN να υποστεί κατάγματα στον αστράγαλο και στον αγκώνα, ενώ η Maureen έπαθε κάταγμα στη λεκάνη και στο πόδι της και γέμισε αίματα, με τον Plant να νομίζει ότι ήταν νεκρή! Οι υπόλοιποι που ακολουθούσαν αναζήτησαν βοήθεια, όμως δεν βρέθηκε ασθενοφόρο κι οι δύο τραυματίες (Robert και Maureen) μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο με ένα φορτηγάκι που μετέφερε φρούτα! Στο νοσοκομείο, διαπιστώθηκε ότι η Maureen είχε κάταγμα και στο κεφάλι, ενώ ο μικρός Karac είχε σπάσει το πόδι του κι η Carmen το χέρι της. Η μόνη που τη γλύτωσε με μώλωπες ήταν η κόρη του Page, Scarlett. H κατάσταση της Maureen ήταν ιδιαίτερα κακή αφού είχε χάσει αίμα και χρειάστηκε μετάγγιση από την σπάνια ομάδα αίματος της, που ευτυχώς είχε η αδελφή της. H Charlotte Page κάλεσε τον Peter Grant και αυτός ανέθεσε στον συνεργάτη του Richard Cole με δύο δικούς του γιατρούς να μεταβούν άμεσα στην Ρόδο και να επιληφθούν της κατάστασης, αφού είχε ξεσηκώσει την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο. Φτάνοντας στην Ρόδο, κατέστη αδύνατο από τον Cole να αποσπάσει τους τραυματίες, διότι το νοσοκομείο δεν έδινε εξιτήριο για κανένα λόγο μέχρι να αποκαλυφθούν τα αίτια του δυστυχήματος, τα οποία η αστυνομία έπρεπε να διερευνήσει μέσω ανακρίσεων. O Cole έφερε δύο οχήματα παραπλεύρως του νοσοκομείου και κυριολεκτικά φυγάδευσε τον κόσμο, πηγαίνοντας τους σε ιδιωτικό αεροπλάνο, με αποτέλεσμα να πετάνε πάω από το Λονδίνο μέσα σε ελάχιστες ώρες. Η Οδύσσεια τους συνεχίστηκε στον αέρα, με το γραφείο που διαχειριζόταν τα οικονομικά θέματα των ZEPPELIN να τους ζητάει να μην προσγειωθούν (!) μέχρι να τακτοποιηθούν κάποιες εκκρεμότητες με την εφορία! Τελικά ο Cole τους γείωσε όλους και κατέβασε το αεροσκάφος, με την συνέχεια να εκτυλίσσεται στο νοσοκομείο, όπου μετέβησαν άμεσα σε χειρουργείο. Το ζευγάρι έμεινε στο νοσοκομείο για κάμποσο καιρό ενώ οι γιατροί είπαν στον Plant ότι πιθανόν να χρειαστούν κι 6 μήνες για να αποκατασταθεί η υγεία του. Ήταν τόσο άσχημα σπασμένα ο αγκώνας κι ο αστράγαλός του που χρειάστηκαν 2 χρόνια θεραπείας για να επανέλθει, ενώ για 7 περίπου μήνες ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Μέσα από όλο αυτό αναδύθηκε και μία τραγική εικόνα για την χώρα μας, με το σχετικό άρθρο της “Melody Maker” να μην μας αφήνει σε χλωρό κλαρί!
Οι fans των ZEPPELIN έχουν πολλά επιχειρήματα για να υποστηρίξουν την ανωτερότητα σχεδόν κάθε ξεχωριστού άλμπουμ τους, μέχρι το 1975. Ωστόσο, υπάρχει η ευρεία πεποίθηση μεταξύ τους πως ένα εξ’ αυτών αντιπροσωπεύει την κορυφή των επιτευγμάτων τους, το διπλό “Physical graffiti”. Όλα όσα ήταν ποτέ οι LED ZEPPELIN μπορείτε να τα βρείτε εδώ, στην τελευταία μεγάλη στιγμή δόξας τους, πριν τον κατήφορο που οδήγησε στην διάλυση τους το 1980.
Κώστας Τσιρανίδης