ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Digimortal” – FEAR FACTORY
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2001
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Roadrunner
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Rhys Fulber
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Burton C. Bell
Κιθάρες – Dino Cazares
Μπάσο – Christian Olde Wolbers
Drums – Raymond Herrera
Η μπάντα που με έβαλε πιο βαθιά μέσα στο κόλπο του industrial metal είναι το σημερινό αντικείμενο του κειμένου μας. Οι θρύλοι του είδους και πολύ αγαπημένοι FEAR FACTORY. Μακρά ιστορία, γεμάτη τεράστιες στιγμές που ορίσανε ένα δικό τους είδος. Σήμερα γυρίζουμε το ρολόι στο 2001 και στο τέταρτο τους πόνημα “Digimortal”. Προτού ξεκινήσουμε να αναλύουμε τα μουσικά, να σταθούμε στο στιχουργικό του θέματος, που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, δεδομένης της εποχής που διατυπώθηκε.
Αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος της θεματικής τριλογίας που ξεκίνησε στο αριστουργηματικό “Demanufacture” (1995), και συνεχίστηκε στο “Obsolete” (1998). Στο “Demanufacture”, γίνεται ο πόλεμος ανθρώπων και μηχανών (“Burn your fuse to detonate, the human machines of hate”), κάτι που οπτικά απεικονίζεται με τη σύγκρουση στο εξώφυλλο του barcode, και των πλευρών της σπονδυλικής στήλης. Στο “Obsolete”, οι άνθρωποι έχουν χάσει κι έχουν απαρχαιωθεί. Έτσι, πλέον έχουν βρεθεί υπό τον έλεγχο των μηχανών (“Welcome to my world, headfirst to the earth. With my sights on the goddamned kill switch. I’ve become a fuse, charged with attitude. Fixed and dialated by my anger”), κάτι που απεικονίζεται στον εγκέφαλο που συνδέεται σε μηχανικό μέλος (όλα αυτά, ένα χρόνο πριν βγει το “Matrix” υπ’ όψιν!). Tέλος, στο “Digimortal”, έχουμε τους ανθρώπους και τις μηχανές, που έχουν μάθει να ζουν αρμονικά (“Without me you will fade, you will not remain. We are one, and of the same future machine”), κάτι που αντικατοπτρίζεται στο εξώφυλλο που δείχνει έναν άνθρωπο εντός ενός microchip. Ο δε τίτλος, αποτελεί σύντμηση του “digital mortality”, ενισχύοντας έτσι το concept του δίσκου.
Ο δίσκος ξεκινάει με το “What will become”, το οποίο θέτει ευθέως τον προβληματισμό “What will become? What will we be? When we can see our own eternity”, μέσα στο γνωστό riff-o-κεντρικό μοτίβο των FEAR FACTORY, με το industrial στοιχείο, ισχυρότερο από ποτέ ως τώρα στη καριέρα τους. Καπάκια το “Damaged” όπως και το ομώνυμο, και οι σβέρκοι γίνονται σκόνη! Να σταθούμε στο “Linchpin”, το single, και φυσικά, ένας πρώτης τάξεως κράχτης των FEAR FACTORY (πρώτο στην εποχή του streaming για το συγκρότημα, ενδεικτικό της διαχρονικότητάς του). Συνοδεύτηκε με το ανάλογο videoclip, με το μήνυμα να είναι σαφές “CAN’T TEAR ME APART” (για τους κατόχους του digipak η φράση γράφεται στο άνοιγμά του). Σε εκείνο το σημείο, ο δίσκος “σπάει” ελαφρώς με το “Invisible wounds (dark bodies)” και η μπάντα βγάζει ένα πιο μελωδικό και μελαγχολικό πρόσωπο. Το λυσσασμένο “Acres of skin”, μπαίνει με τρόπο που θυμίζει τις πρώιμες μέρες των FEAR FACTORY, διαλύοντας το σβέρκο, και τα λοιπά μέρη του σώματος, με το μεσαίο ακουστικό break να δείχνει τη συνθετική τους κλάση.
Ξεχωριστή προσοχή οφείλει να δοθεί στο “Back the fuck up”, το οποίο αποτελεί καρπό της συνεργασίας των Αμερικανών, με τον B-Real των hip hop θρύλων CYPRESS HILL, σε μια από τις πιο αβίαστες στιγμές στη καριέρα τους. Και αυτό διότι, η μουσική των FEAR FACTORY, αποδεικνύεται τουλάχιστον ιδανική για ένα τέτοιο “πάντρεμα”. Το “Byte block”, ενώ μοιράζει πόνο, σε ένα σημείο, κατεβάζει γκάζια με μόνο το μπάσο μόνο και μόνο για να επανέλθει δυναμικά στο φινάλε, με το “Hurt Conveyor” να συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Το κλείσιμο έρχεται πανηγυρικά με το “(Memory imprints) never end”, το αργόσυρτο και ατμοσφαιρικότερο/μελωδικότερο φινάλε που μπορούσαν να φανταστούν, όχι μόνο στη τριλογία, αλλά και στη πρώτη αψεγάδιαστη περίοδο των FEAR FACTORY.
Και αυτό διότι, παρότι έφτασε το “Linchpin” στα charts, ο δίσκος κατά πρώτον δε πήγε καλά εμπορικά (152.000 αντίτυπα), και κατά δεύτερον ο Burton C. Bell ήθελε να κάνει κάποιου είδους indie rock project, οδηγώντας βέβαια στη διάλυση της μπάντας το 2002. Πριν γίνει αυτό βέβαια, πρόλαβαν να συμμετάσχουν στη περιοδεία Roadrunner Road Rage με τους ILL NINO, MACHINE HEAD, CHIMAIRA (ωχ μανούλα μου….), καθώς και στο περιοδεύον φεστιβάλ SnoCore. 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το “Digimortal” ακούγεται τόσο φρέσκο και εθιστικό όπως όταν βγήκε, σηματοδοτώντας το τέλος εποχής εν αγνοία του. Η συνέχεια, θα έχει λάθη και σπουδαίες στιγμές. Αλλά αυτή η πρώτη δεκαετία των FEAR FACTORY, θα κουβαλάει πάντα ένα ειδικό βάρος.
Did you know that?
– Η digipak έκδοση, περιέχει 4 bonus κομμάτια: “Dead man walking”, “Strain vs resistance”, “Repentance” και το “Full metal contact”. Το “Full metal contact” γράφτηκε ξεχωριστά για το video game “Demolition racer” του PlayStation, με ένα κομμάτι από τη κανονική ροή του “Digimortal”, το “(Memory imprints) never end“ να εμφανίζεται και αυτό εκεί. Επίσης, το “Invisible wounds (dark bodies)” εμφανίζεται στη ταινία “Resident evil”, τόσο στους τίτλους τέλους όσο και σε μια διαφορετική μίξη στο soundtrack της ταινίας. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται σε κάποιο άλλο μέσο διασκέδασης μουσική των FEAR FACTORY, μια και το “Zero signal” από το “Demanufacture”, είχε ενταχθεί στο soundtrack της πρώτης ταινίας “Mortal kombat” (1995). Soundtrack, το οποίο περιείχε και το “Twist the knife” των NAPALM DEATH!
– Ο δίσκος αυτός, προτάθηκε πρώτα στον Bob Rock για να αναλάβει τη παραγωγή, ο οποίος αρνήθηκε. Ο επόμενος θα ήταν ο Toby Wright, ο οποίος αρνήθηκε επίσης, επικαλούμενος το ότι δούλευε πάνω στον τότε επερχόμενο δίσκο του Ozzy Osbourne. Έτσι κατέληξαν στον Rhys Fulber, ο οποίος, εκτός από μέλος των FRONT LINE ASSEMBLY, NAILBOMB (για τα live), και φυσικά των FEAR FACTORY, είχε αναλάβει τη μίξη του “Demanufacture” και τη πλήρη παραγωγή του “Obsolete”. Μελλοντικά, θα κάνει παραγωγές στους PARADISE LOST (“Symbol of life” (2002), “Paradise lost” (2005), “In requiem” (2007) ).
– Πλήκτρα πέραν του Fulber, θα παίξει και ο John Bechdel (MINISTRY, PRONG). Θα ξαναεμφανιστεί στον επόμενο δίσκο της μπάντας, το “Archetype” (2004).
Γιάννης Σαββίδης