ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “In absentia” – PORCUPINE TREE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2002
ΕΤΑΙΡΙΑ: Lava Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Steven Wilson
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Steven Wilson – κιθάρες, φωνητικά
Colin Edwin – μπάσο
Gavin Harrison – τύμπανα
Richard Barbieri – πλήκτρα
Σήμερα είναι μια πολύ, πολύ σημαντική επέτειος για τους PORCUPINE TREE και, ίσως περισσότερο, για πολλές μπάντες του ευρύτερου σκληρού ήχου που σημαδεύτηκαν από την μπάντα-ναυαρχίδα του Steven Wilson και το άλμπουμ του που άνοιξε νέα μονοπάτια πριν από είκοσι χρόνια. Μιλάω φυσικά για το μνημειώδες “In absentia” το οποίο σηματοδότησε για πολλή κόσμο την αρχή μιας εμμονικής ενασχόλησης με τους PT, τον Wilson αλλά και το prog rock γενικότερα. Πρόκειται για μια από τις λίγες (και ολοένα και λιγότερες) περιπτώσεις παρθενογένεσης στον εικοστό-πρώτο αιώνα, όπως και μια αρκετά πετυχημένη απόπειρα από έναν σύγχρονο και πολυσχιδή μουσικό να καταστήσει το prog rock πιο εμπορικό και να αποβάλει την ταμπέλα, κοινώς, να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό και να παίξει κάτι ολότελα δικό του. Παράλληλα, με το εμπορικό άνοιγμα και την τρομερή καλλιτεχνική αναγνώριση που επέφερε το έβδομο άλμπουμ των PT, άρχισε να διαφαίνεται το τέλος της μπάντας και η αρχή της σόλο καριέρας του Wilson, ενός καλλιτέχνη που γεννήθηκε για να χαράξει μια μοναχική πορεία.
Πριν τον Σεπτέμβριο του 2002, οι PORCUPINE TREE, αποτελούμενοι από τον Chris Maitland στα τύμπανα, τον Colin Edwin στο μπάσο και τον Richard Barbieri στα πλήκτρα πλησίον του Wilson, είχαν κυκλοφορήσει έξι δίσκους χωρίς όμως αρκετή αναγνώριση πέρα από έναν στενό κύκλο prog rock οπαδών με μια έφεση στο ψυχεδελικό, σκοτεινό και αρκετά ελιτίστικο μείγμα PINK FLOYD, LED ZEPPELIN και grunge που πιστεύω τους χαρακτήριζε. Η δυσκολία εύρεσης ενός μεγάλου και αυξανόμενου κοινού πιστεύω πως αναδεικνύεται άψογα στην θλιβερή ιστορία μιας συναυλίας στη Βοστώνη, λίγο πριν την κυκλοφορία του “In absentia”, κυριολεχτικά μπροστά σε τριάντα άτομα. Όσο και αν μας αρέσει συχνά να νομίζουμε πως είμαστε μια μικρή ελίτ με σπάνια και εκλεπτυσμένα γούστα, κανένας σοβαρός μουσικός, όπως καλή ώρα ο Wilson, δεν μπορεί και ούτε θέλει να συνεχίσει αν δεν βρει ένα ουσιαστικό αντίκρισμα. Με τους δύο προηγούμενους δίσκους, “Stupid dream” (1999) και “Lightbulb sun” (2000), προσπάθησε να εισαγάγει αρκετά pop χαρακτηριστικά με λιγότερη ψυχεδέλεια, περισσότερα πιασάρικά ρεφραίν και ένα πνεύμα πιο κοντά σε singer/songwriter που ενθουσίασαν τον μουσικό τύπο αλλά όχι και τόσο τα charts (οι πωλήσεις αυτών των άλμπουμ θα αρχίσουν να αυξάνουν μετά το 2010). Το ταβάνι όμως που συνάντησε ο Wilson στη πορεία θα αρχίσει σταδιακά να ραγίζει με τον επόμενο δίσκο και όχι μόνο επειδή ο ίδιος ξεπέρασε τον εαυτό του, αλλά χάρη σ’ ένα καλύτερο management υπό τη στέγη της Lava records. Και, φυσικά, χάρη στη μεταγραφή ενός τεράστιου «παίχτη» που θα προσφέρει στους Wilson και σία μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Μιλάω προφανώς για τον Gavin Harrison. Α, ξέχασα να πω πως, κάπου στο 2000, ο Wilson ανακάλυψε εκ νέου τη heavy metal μουσική (στα νιάτα του ήταν οπαδός του NWOBHM) στο πρόσωπο του Mikael Akerfeldt και κάπου εκεί, ο Βρετανός μολύνθηκε από το μικρόβιο που χρόνια τώρα φαίνεται να καθοδηγεί τον δεύτερο.
Ο Wilson έχει μιλήσει στο παρελθόν για το πως προσπάθησε να γράψει πιο απλή και εμπορική μουσική αλλά, παρόλο τον κόπο του, δεν κατάφερε να αγγίξει περισσότερο κόσμο και να αυξήσει τις πωλήσεις πέρα των περίπου σαράντα χιλιάδων ετησίως. Η λύση βρισκόταν όχι τόσο στο καλλιτεχνικό κομμάτι αλλά σε κείνο των δημοσίων σχέσεων και management. Εκεί ακριβώς συναντάμε τον Andy Leff, έναν Αμερικάνο manager που στα 90s είχε αναλάβει το pop συγκρότημα HANSON και ο οποίος ήθελε οπωσδήποτε να επενδύσει στους PT. Με το που συμφώνησαν, ο Leff κανόνισε μια συνάντηση με τον Andy Karp της Lava records, θυγατρική της Atlantic. Οι δύο Andy επένδυσαν στο συγκρότημα με την πίστη πως υπάρχει ένα κενό στην αγορά για κόσμο που ακούει prog rock.
Ο Gavin Harrison, για να επανέλθω, είχε παραστεί σε μια συναυλία των PT στο Shepherd’s Bush στο Λονδίνο στις αρχές του 2000 και έφυγε κάπου στη μέση γιατί βαρέθηκε! Ο φίλος του, Richard Barbieri, τον είχε καλέσει αλλά… δεν. Ωστόσο δεν δίστασε να του πει πως τον εντυπωσίασε το γεγονός πως μια μπάντα που παίζει τόσο αντιεμπορική μουσική κατάφερε να φέρει κάποιο κόσμο σ’ έναν συναυλιακό χώρο. Ποιος θα το φανταζόταν πως ο περιζήτητος αυτός session ντράμερ θα ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη δύο χρόνια μετά για να γράψει τα τύμπανα στον επόμενο δίσκο μιας μπάντας που βρήκε βαρετή και πως θα γίνει μόνιμο και αναπόσπαστο κομμάτι της. Ο Harrison λοιπόν θα φέρει έναν απίστευτο αέρα ανανέωσης χάρη στο μοναδικό του ταλέντο να μεταφράζει πολύπλοκα prog μέτρα και παίξιμο εν γένει σε κάτι πιο πιασάρικο και, πάνω απ όλα, groovy. Εν ολίγοις, ο Harrison όχι μόνο ανέβασε το καλλιτεχνικό εκτόπισμα των PT, αλλά κατάφερε παράλληλα να ωθήσει τον Wilson να γράψει πιο προσβάσιμη μουσική. Ο ίδιος ο Wilson θα ομολογήσει στην πρόσφατη του αυτοβιογραφία πως όταν άκουσε τον Harrison να παίζει, αναφώνησε στα υπόλοιπα μέλη πως πρέπει να ανεβάσουν κατά πολύ τον πήχη, όπως φυσικά συνέβη.
Το άλλο που προανέφερα, και που άλλαξε τον ρου της ιστορίας, είναι πως ο Wilson ανέλαβε την παραγωγή στο make or break “Blackwater park” των OPETH το 2000. Αρχικά, ο φίλος και συμπατριώτης του Mikael Akerfeldt, καθώς και frontman των KATATONIA, Jonas Renske, του πρότεινε κάποια άλμπουμ των PT και ο Akerfeldt ερωτεύτηκε ακαριαία τον Wilson, ομολογώντας μάλιστα πως τον τοποθετεί στο ίδιο σκαλί με τους Ritchie Blackmore και Joni Mitchel. Από κει και έπειτα, η πορεία των δύο αντρών θα χαραχτεί παραλλήλως και ο Wilson θα συνεχίσει να εξερευνά την σύγχρονη prog όψη του death metal των OPETH, KATATONIA, ENSLAVED μπάντες που μπήκαν επίσης σε τροχιά γύρω από τον Wilson με το “In absentia”. Και ποιος θα το φανταζόταν πως, ένας μουσικός όπως ο Wilson, που θεωρείται από πολλούς ελιτιστής, μέχρι και τους MESSHUGGAH προσκύνησε και αποκάλεσε πρωτοπόρους! Στη πορεία, πρωταγωνιστικό ρόλο στους PT άρχισαν να λαμβάνουν πολλά τραχιά και σκοτεινά ριφ σε χαμηλά κουρδίσματα που με τη σειρά τους υπερίσχυσαν των απαλών και ψυχεδελικών περασμάτων, δένοντας άρτια με την prog pop άποψη που άρχισε να διασαφηνίζεται.
Με τον αέρα ενός νέου υποσχόμενου συμβολαίου, με νέα στέγη, έναν ντράμερ που λειτούργησε σαν μεταμόσχευση καρδιάς και περίπου τριάντα καινούργια κομμάτια, οι PT μπήκαν στο Avatar στούντιο στη Νέα Υόρκη, στούντιο από το οποίο έχουν περάσει οι David Bowie και Madonna. Με ένα τεράστιο budget πάνω από 300.000 δολαρίων, ήταν έτοιμοι να κάνουν τη διαφορά… μόνο που και πάλι, δεν κατάφεραν αμέσως να αυξήσουν δραστικά τις πωλήσεις τους παρόλο που η νέα δισκογραφική προώθησε τα τρία δημοφιλή single “Blackest eyes” και κομμένες εκδόσεις των “Strip the soul” και του απόλυτου χιτ, “Trains”. Σύμφωνα με την βικιπαίδεια, το άλμπουμ σκαρφάλωσε στο νούμερο 58 και 148 των Γερμανικών και Γαλλικών charts αντίστοιχα χωρίς να πετύχει ιδιαίτερες πωλήσεις σε ΗΠΑ και Αγγλία. Ο ίδιος ο Wilson θα κατηγορήσει την Lava Records (απ’ την οποία θα αποχωρήσει δύο χρόνια μετά για να μετακομίσει στη Roadrunner) αλλά παραδέχθηκε πως δεν ήταν εύκολο να προωθήσεις αυτή τη μουσική (έπρεπε να το γυρίσει σε ακόμα πιο pop φόρμες για να φτάσει στο νούμερο ένα στην Αγγλία, με το σόλο δίσκο “To the bone”). Αυτό βέβαια που δεν περίμενε ο Wilson ήταν πως θα αρχίσει από δω και μπρος να χτίζεται η υστεροφημία των PT και του ιδίου, με το prog rock των PT να γίνεται μια αυτοτελής κατηγορία στην οποία θα ολισθήσουν πολλές μπάντες, από τους RIVERSIDE και ANATHEMA, στους PURE REASON REVOLUTION, OSI, GAZPACHO και πολλούς άλλους. Το “In absentia” ήταν για πάρα πολλούς από εμάς η πρώτη γνωριμία με τον Wilson γενικά και η αρχή μιας αέναης αγάπης για τους Wilson, Harrison, Barbieri που κρατάει γερά μέχρι το παρόν όπου τους συναντάμε ξανά, 13 χρόνια μετά την ξαφνική εξαφάνιση της μπάντας. Πρόκειται για έναν δίσκο στον οποίο συναντώνται και αναμειγνύονται άψογα όλες οι ετερόκλητες και ποικίλες επιρροές και τάσεις των τριών και ειδικά του Wilson για να δημιουργηθεί κάτι καινοτόμο που αντιστέκεται σε κάθε ταμπέλα. Το άλλο στοίχημα ήταν πως η μπάντα κατάφερε να κερδίσει αρκετούς metal οπαδούς που άκουγαν DREAM THEATER (καλή ώρα εμένα) καθώς και παραδοσιακό heavy metal. Αν και δεν διαφαινόταν αμέσως, όλα είχαν ήδη αλλάξει. Είκοσι χρόνια μετά, μιλάμε για έναν δίσκο που πολλοί ακόμα ζηλεύουν για τη μουσική, το ύφος, την ατμόσφαιρα, τον ήχο και την απίστευτη παραγωγή, τον κάθε έναν μουσικό ξεχωριστά, το ξεσηκωτικό παίξιμο του Harrison… για όλο το πακέτο. Τέτοια αριστουργήματα δεν γράφονται πλέον. Σταματώ εκεί.
Did you know that:
-Στο μεσαίο σκέλος του “Trains”, τα παλαμάκια και ο ρυθμός γενικά προσομοιάζουν το «τσακα τσακα» ενός τρένου.
– Ο Wilson απεχθάνεται τις ταμπέλες. Ένας λόγος που διέλυσε τους PT ήταν, όπως λέει, πως ύστερα από το “In absentia”, έμεινε η ταμπέλα prog metal.
– Το υπέροχο εξώφυλλο είναι το αυτό πορτραίτο του σχεδιαστή Lasse Hoile που αργότερα θα αναλάβει πολλά από τα στοιχειωτικά βίντεο του Wilson για το “The raven that refused to sing”
– Στις ευχαριστίες θα βρείτε τους OPETH και MESHUGGAH.
-Το 2017 κυκλοφόρησε μια remastered έκδοση του “In absentia”.
– Ο δίσκος γράφτηκε στη Νέα Υόρκη στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων το 2001. Αν και δεν επηρέασε κατάφορα το συγκρότημα, ο Wilson θα γράψει την ακουστική μπαλάντα που κλείνει το δίσκο, “Collapse the earth into light”, έχοντας υπόψη του πως η Αμερική βρισκόταν σε μια φάση επούλωσης πράγμα που τον επηρέασε συναισθηματικά σ’ εκείνη τη φάση.
Φίλιππος Φίλης