A day to remember… 25/11 [GRAND MAGUS]

0
575












OΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: ”Monument” – GRAND MAGUS
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2003
ΕΤΑΙΡΙΑ: Rise Above Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: GRAND MAGUS – Oneman
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά, Κιθάρες – JB
Μπάσο, Δεύτερα φωνητικά – Fox
Τύμπανα – Trisse

Άλλη μια φορά είναι η ώρα να ασχοληθώ σε αυτήν την επετειακή μας στήλη του rockhard.gr που φέρει τον τίτλο somewhere back in time, με ένα αγαπημένο σε εμένα γκρουπ από την Σουηδία τους GRAND MAGUS. Για όσους ξέρουν τα μουσικά μου γούστα σε ένα γενικό πλαίσιο, πάντα τους φαινόταν λίγο περίεργο που με συγκινούσαν οι Σουηδοί, όμως από την άλλη αν το καλοσκεφτεί κανείς όλοι μας έχουμε συμπάθειες και σε μπάντες που ο ήχος τους δεν είναι και ακριβώς ο πλέον αγαπημένος μας.

Οι GRAND MAGUS λοιπόν από την πρώτη στιγμή που τους ανακάλυψα μέσα από την δεύτερη στούντιο κυκλοφορία τους ”Monument” η οποία και κλείνει σαν σήμερα τα 20 χρόνια ζωής, μου προξένησαν πολύ καλή και θετική εντύπωση. Φυσικά από εκεί και πέρα με τις επόμενες κυκλοφορίες τους μπήκαν στο κάδρο με τις αγαπημένες μου μπάντες. Το ντεμπούτο τους που κατά βάση είναι και περίπου πανομοιότυπο ηχητικά με το ”Monument” το άκουσα προφανώς μετέπειτα και πάνω κάτω βρίσκεται περίπου στο ίδιο αξιακό χώρο με το πολύ καλό αυτό δεύτερο άλμπουμ τους. Οι βασικοί λόγοι που με συγκίνησαν λοιπόν είναι το ευθύ και άμεσο κλασικό heavy metal που είναι η βάση του ήχου τους. Η οποία βέβαια όσο περνούσαν τα χρόνια και οι δισκογραφικές δουλειές του γκρουπ έπαιρνε την κεντρική θέση στον ηχητικό καμβά του. Ένα άλλο στοιχείο που μου άρεσε πάντα ήταν η συνεχής βελτίωση της μπάντας μέσα στον χρόνο τόσο ως σύνολο όσο και ως μονάδες και τέλος η εξαιρετική φωνή του ηγέτη τους JB που με είχε ήδη εντυπωσιάσει από τους SPIRITUAL BEGGARS.

Πάμε τώρα και στα του δεύτερου δίσκου των Σουηδών που όπως είπα και λίγο πιο πριν είναι μια περίπου συνέχεια του ομώνυμου ντεμπούτου τους. Οι διαφορές είναι πως μολονότι το πράγμα κινείται στο μεγαλύτερο μέρος στις doom δομές, με τους κλασικούς SABBATH στο επίκεντρο πάντα, κάτι που φαίνεται και από τις αρκετές bluesy στιγμές που βρίσκονται μέσα στον δίσκο, εντούτοις αρχίζουν να δίνουν περισσότερο βασικό χώρο στην κλασική heavy metal λογική την οποία και θα θέσουν στην πορεία ως βασική τους μουσική νοοτροπία. Αυτό το κράμα μαζί με τις λογικές απολήξεις που ακολουθούν την doom ηχητική λογική, δηλαδή το λίγο από stoner, το οποίο και κράτησαν και στην συνέχεια αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό βέβαια αλλά και αρκετές gloomy δόσεις είναι πάνω κάτω αυτό που μας προσφέρουν στο ”Monument”.

Φυσικά στο άλμπουμ εκτός από όλο αυτό το μουσικό μοτίβο που περιέγραψα υπάρχουν και συνθέσεις που προσωπικά με συγκινούν πολύ μέσα στις 7 όλες και όλες που το αποτελούν. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται το εισαγωγικό και φουλ SABBATH-ικο ως προς το riff του ”Ulvaskall (Vargr)” που είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι με ένα πολύ ωραίο ρεφρέν και τις κατάλληλες επικές δόσεις μέσα του. Είναι και ένα από τα τραγούδια που θα έλεγα πως γενικά πατάνε τόσο ηχητικά όσο και στιχουργικά στα μελλούμενα του γκρουπ. Το ‘”Summer solstice” που ακολουθεί επίσης είναι στις στιγμές που πάντα ξεχώριζα. Όντας και ένα από τα πιο γρήγορα τραγούδια του δίσκου κάτι μεταξύ mid και up tempo άλλα ούτε ακριβώς το ένα ούτε ακριβώς το άλλο. Επίσης και αυτό έχει ένα πολύ ωραίο και απλό ρεφρέν που σου κολλάει με την μια στο μυαλό. Το ”Chooser of the slain (Valfader)”  με την βαριά και ασήκωτη και αργή μα πολύ αργή νοοτροπία του επίσης το ξεχώριζα πάντα. Πολύ όμορφο ρεφρέν και εδώ αλλά και μια πολύ ωραία γέφυρα είναι από τα βασικά ατού του. Όπως και το μπάσο του ψηλέα Fox που τόσο εδώ όσο και γενικότερα στην μέχρι τώρα πορεία των GRAND MAGUS παίζει πάντα κάπου ανάμεσα σε μπάσο και δεύτερη ρυθμική κιθάρα και το κάνει πραγματικά υπέροχα ο άτιμος. Τόσο υπέροχα που υπάρχουν πολλές φορές που θα σου κεντρίσει το ενδιαφέρον, άσχετο δε αλλά αυτό ακριβώς κάνει και ξεχωρίζει πάντα και στις live εμφανίσεις του γκρουπ, όποιος τους έχει δει καταλαβαίνει τι εννοώ. Στα γενικότερα συν του Fox βέβαια και τα εξαιρετικά δεύτερα φωνητικά που στηρίζουν άψογα τον JB στο background.

Το πιο γρήγορο τραγούδι του δίσκου ”Food of the gods” που δείχνει και αυτό προς το άμεσο μέλλον της μπάντας είναι και αυτό στις πολύ καλές στιγμές κατ’ εμέ. Δυναμικό πολύ, με ωραία δομή, αρκετή rock διάθεση με traditional heavy βάση, πολύ ωραίο κουπλέ, γέφυρα και ρεφρέν που έρχεται μετά το δεύτερο κουπλέ του τραγουδιού. Τέλος στις πολύ καλές στιγμές του δίσκο τοποθετώ και το κλείσιμο του δίσκου ”He who seeks… Shall find”. Τραγούδι που είναι τόσο έξω καρδιά ρε παιδί μου που είναι αυτό που σίγουρα θα συγκινούσε και θα κέρδιζε και τον αγαπητό φίλο και συνάδελφο Δημήτρη Σειρηνάκη στα σίγουρα. Προφανώς και κάνω πλάκα στην προηγούμενη πρόταση μιας και το τραγούδι στα 10 και μισό λεπτά που διαρκεί, ηχητικά ενδείκνυται στην πιο γρήγορη στιγμή του για την περιφορά του Επιταφίου. Όμως παρά το πολύ αργό τέμπο του σε κερδίζει με αυτή την επική λογική που βγάζει σε φάσεις και με την jamming αισθητική που έχει σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του. Αν κάτι μπορώ να βρω πως θα του έδινε ακόμα καλύτερες περγαμηνές είναι ένα καλό σολάρισμα μιας και καθ’ όλη την διάρκεια του που όπως είπα δεν είναι και μικρή υπήρχε άπλετος χώρος για κάτι τέτοιο. Βέβαια αυτό το στοιχείο είναι και κάτι που λείπει σε κάποια τραγούδια του άλμπουμ, μιας και ο JB ακόμα δεν είναι προφανώς σε θέση να βρίσκει και τα καλύτερα solos που ταιριάζουν στα τραγούδια. Άλλωστε όπως είπα και στην αρχή ένα βασικό πράγμα στην μπάντα ήταν και βελτίωση που έδειχναν οι μουσικοί της τόσο ομαδικά και συνθετικά όσο και ατομικά. Προφανώς και τα πράγματα σε αυτό τον τομέα είναι πολύ καλύτερα από το ”Kingslayer” που θα ακολουθήσει 2 χρόνια μετά το ”Monument”.

Για να επανέλθω λοιπόν, ένα από τα 2 καλύτερα solos του δίσκου βρίσκεται στο ”Brotherhood of sleep” που βρίσκεται και στα 2 κομμάτια που δεν με κέρδισαν μες στο άλμπουμ. Χωρίς να το θεωρώ κακό μιας και έχει ένα πολύ ωραίο και κλασικότροπο riff συν το πολύ όμορφο solo κάπου με χάνει μέσα στην πορεία του. Το άλλο που σίγουρα δεν μπόρεσα να τα βρω μαζί του ποτέ είναι το ”Baptised in fire” που για κάποιο λόγο που δεν κατάλαβα ποτέ φτάνει σε μια διάρκεια 8 και πλέον λεπτών, χωρίς στην ουσία να έχει κατά την γνώμη μου να πει και κάτι ιδιαίτερο. Οι τρεις μουσικοί του γκρουπ σε όλη την διάρκεια του δίσκου δείχνουν μεν καλά στοιχεία, αλλά και κάποιες αδυναμίες. Με τον JB φυσικά να έχει για βασικό ατού του την πολύ δυναμική και εξαιρετική φωνή του που ανεβάζει όλα τα τραγούδια, πολύ καλές σκέψεις και ιδέες στα riffs, στην πορεία θα γίνει και ακόμα καλύτερος, αλλά με σημαντική αδυναμία ακόμα εδώ τα solos όπως προανέφερα. Ο Fox στα καλά του στοιχεία συγκαταλέται ότι καταφέρνει με το μπάσο του να ισορροπεί πάρα πολύ καλά ανάμεσα σε αυτό αλλά και την λογική της ρυθμικής κιθάρας που αναγκάζεται να πηγαίνει ακολουθώντας τον JB, δίνοντας έτσι τον απαραίτητο όγκο στην μουσική του σχήματος, επίσης στην πορεία προφανώς το κάνει ακόμα καλύτερα.

Ως μειονέκτημα του εδώ ακόμα είναι το γεγονός πως δεν μπορεί να καθοδηγήσει με το μπάσο του ακόμα τόσο καλά όσο θα το κάνει το μέλλον. Όσο για το τρίτο μέλος του γκρουπ, τον ντράμερ Trisse δεν μπορείς να πεις και πολλά πέραν του γεγονότος πως για το ύφος που ακόμα κινείται το γκρουπ, δηλαδή το αργό και doom στυλ κρατάει πολύ καλά τα μπόσικα. Εμφανής όμως οι αδυναμίες όταν αναγκάζεται να ανεβεί το τέμπο μιας και φαίνεται πως αυτό δεν είναι κάτι που του ταιριάζει. Αυτό άλλωστε θα φανεί πολύ περισσότερο στο ”Kingslayer” που ακολούθησε μιας και εκεί πλέον το γκρουπ αρχίζει να ανεβάζει το tempo σε γενικές γραμμές και να κινείται σε ένα άλλο μοτίβο. Με άλλα λόγια η δουλειά μπορεί να γίνεται αλλά δεν είναι αυτό το φόρτε του και αυτό ακούγεται. Για να είμαστε και σωστοί, αυτός ήταν αν δεν κάνω λάθος και ο λόγος που μετά το επόμενο άλμπουμ τα άλλα 2 μέλη του γκρουπ αποφάσισαν να τον αντικαταστήσουν, μολονότι βρισκόντουσαν και οι 3 τους μαζί από το πρώτο demo του σχήματος. Η παραγωγή που έχει γίνει από την μπάντα και το άγνωστο πρόσωπο που λέγεται Oneman, είναι αρκετά καλή δεδομένου πάντα πως μιλάμε ακόμα για μια περίοδο που οι GRAND MAGUS κινούνταν στον ευρύτερο underground χώρο, χώρος που έτσι και αλλιώς έχει χαντακώσει σε αυτό τον τομέα αρκετές δουλειές. Ευτυχώς όμως η Rise Above Records στην οποία και ανήκαν τότε οι Σουηδοί ήταν καλή και έμπειρη εταιρεία για τον χώρο. Μόνο ίσως θέμα στην παραγωγή του δίσκου θα μπορούσε να πει βρει κανείς είναι το γεγονός πως τα τύμπανα βρίσκονται λίγο πίσω στην μίξη σε σχέση με τα άλλα όργανα χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να πεις ότι είναι θαμμένα, απλά λίγο πίσω όπως είπαμε.

Για να κλείσουμε σιγά σιγά το κείμενο να πούμε πως το ”Monument” για τους GRAND MAGUS θα μπορούσε να το πει κανείς και άλμπουμ που αρχίζει την μετάβαση της μπάντας προς έναν πιο παραδοσιακό heavy metal ήχο, κρατώντας όμως ακόμα σε μεγάλο βαθμό την αρχική doom προσέγγιση τους με την οποία μας συστήθηκαν σε αυτά τα πρώτα χρόνια. Για τον γράφοντα θα πω ευτυχώς, μιας και όπως είπα χωρίς να υποτιμώ σε καμία περίπτωση τον doom βίο τους, το πράγμα αρχίζει να με κερδίζει στο απόλυτο από το ”Kinglayer” και έπειτα, άλλωστε είπαμε οι παραδοσιακές heavy φόρμες είναι πιο μέσα στα γούστα μου.

Did you know that:

  • Το πολύ ωραίο Artwork έχει επιμεληθεί ο Hugh Gilmour, που μεταξύ άλλων έχει δουλέψει με καλλιτέχνες όπως οι BLACK SABBATH, IRON MAIDEN, MOTORHEAD, HELLOWEEN, THE ALMIGHTY, VENOM, Bruce Dickinson, Yngwie Malmsteen κα. Για την ιστορία να πούμε πως ο Hugh Gilmour εκτός από την καλλιτεχνική του έκφανση με το σχέδιο και τα artwork στα οποία και είναι πολύ επιτυχημένος, ασχολείται και με την μουσική όντας μπασίστας στο Βρετανικό γκρουπ που ονομάζεται PIG IRON (που έπαιζαν σαν τους PANTERA).
  • Στην Ιαπωνική έκδοση του άλμπουμ που κυκλοφόρησε 6 μήνες μετά από την αρχική, συμπεριλήφθηκε ως bonus track το τραγούδι ”Stonecircle”. Τραγούδι που βρισκόταν στο πρώτο demo του γκρουπ το 2000. Επίσης το εξώφυλλο στην Ιαπωνία ενώ είναι στην ουσία ίδιο με την Ευρωπαϊκή και την Αμερικάνικη έκδοση, διαφέρει στις αποχρώσεις των χρωμάτων.

Παναγιώτης ”The Unknown Force” Γιώτας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here