OΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: ”The brotherhood” – RUNNING WILD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2002
ΕΤΑΙΡΙΑ: GUN Records – BMG
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Rolf ”Rock ‘n’ Rolf” Kasparek
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Φωνητικά, Κιθάρες – Rolf ”Rock ‘n’ Rolf” Kasparek
Μπάσο – Peter Pichl
Τύμπανα – Angelo Sasso
Additional Musician:
Φωνητικά ”Doctor Horror” – Oni Logan
Πραγματικά δεν ξέρω από που να ξεκινήσω με αυτό το κείμενο. Ας ξεκαθαρίσουμε πως δεν είχα ποτέ κανένα απολύτως πρόβλημα με τους RUNNING WILD, τουναντίον είναι από τα σχήματα με τα οποία μεγάλωσα και από τα πρώτα δυνατά ερεθίσματα στο χώρο του speed/power. Όμως είναι δύσκολο να κλείσω αυτιά και μάτια όταν βρίσκομαι μπροστά στην περίοδο της χρυσής μετριότητας (και ευγενικά το είπα) του κάπτεν Rock ‘n’ Rolf ή κατά κόσμον Rolk Kasparek και του πειρατικού του.
Έτσι, θέλοντας και μη, φορτώθηκα την βαριά ευθύνη από τον Σάκη Φράγκο να γράψω για τα 20 χρόνια κυκλοφορίας του κάτω του μετρίου αδάμαντα ”The brotherhood”. Επί της ουσίας, και για να είμαι ειλικρινής, δεν υπάρχουν και πολλά να πεις για αυτό τον δίσκο, καθώς, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά, εξακολουθεί να ακούγεται το ίδιο κακός με τότε. Όσο και να έχω προσπαθήσει, πάντα καταλήγω σε αυτό το συμπέρασμα. Έτσι και τώρα που αναγκαστικά έκανα ένα φρεσκάρισμα και μάλιστα δις, πάλι στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξα. Φυσικά δεν είμαι ο μόνος που έχω αυτή την γνώμη, καθώς η περίοδος αυτή για τον καπετάνιο Rolf και το όποιο πλήρωμα, έγινε μέχρι και ανέκδοτο ή καζούρα.
Πάμε λοιπόν να πούμε τυπικά πως το ”The brotherhood” περιέκλειε 10 συνθέσεις, όλες φυσικά δια χειρός Rolf Kasparek τόσο στιχουργικά, όσο και συνθετικά. Αυτό φυσικά δεν είναι κάτι περίεργο, καθώς έτσι ήταν σχεδόν όλοι οι δίσκοι των RUNNING WILD. Το περίεργο είναι πως και εδώ συνεχίζεται ένα παρατεταμένο ντεφορμάρισμα από πλευράς του καπετάνιου, με συνθέσεις που δεν έχουν και κάτι ιδιαίτερο να πουν, riff κατά βάση ανέμπνευστα, χωρίς δύναμη και στίχοι που μοιάζουν με συρραφή από παλιότερες δουλειές.
Μια παραγωγή από τον ίδιο τον Kasparek, ρηχή, μέτρια, με ένα πριμαριστό και πολλές φορές πλαστικό ήχο, που δεν βοηθάει ούτε τις 2-3 καλές συνθέσεις του δίσκου να αναδειχθούν, τουναντίον τις περιορίζει και αυτές στην χρυσή μετριότητα του τελικού αποτελέσματος. Μέλη φυσικά δεν υπάρχουν στο σχήμα και αυτό είναι άλλο ένα κακό του δίσκου. Μιας και εκτός από τον μπασίστα Peter Pichl, που πέρασε και δεν ακούμπησε ο έρμος, και τον Rolf Kasparek που παίζει όλες τις κιθάρες, δεν υπάρχει άλλο μέλος. Μπορεί λοιπόν ο καπετάνιος να είναι μια χαρά κιθαρίστας για το σχήμα του, όμως όταν γράφει δισολίες, εναλλαγές σε κιθαριστίκα riff και solos όλα μόνος του, απλά ακούς τον ίδιο άνθρωπο να αλλάζει ήχο κιθάρας και όχι άλλο κιθαρίστα. Το ύφος του είναι πολύ συγκεκριμένο και δεν μπορεί να ακουστεί ως κάτι διαφορετικό, είτε παίζει για παράδειγμα με μια Fender strat είτε παίζει με μια Jackson warrior, οπότε αυτό κάπου καταλήγει σε μια μονοτονία στις κιθάρες όλου του άλμπουμ. Κοινώς δεν υπάρχει κάποιος άλλος να δώσει μια διαφορετική πινελιά με τον δικό του ήχο και να βοηθήσει τον Rolf σε αυτό τον τομέα.
Τα τύμπανα, δε, είναι ένα ανέκδοτο πραγματικό, καθώς τα παίζει λέει ο μακαρίτης Angelo Sasso. Δηλαδή το drum machine στο στούντιο του Rolf το οποίο όπως μας πληροφόρησε κάποτε ο ίδιος απέθανε από καρδιακή προσβολή. Μάλλον από βραχυκύκλωμα δηλαδή όπως λέει και ο Σάκης Φράγκος προς χάριν αστεϊσμού και με το δίκιο του ο άνθρωπος. Η ιστορία για να καταλάβετε έχει ως εξής: κάποτε ρωτήθηκε σε μια συνέντευξη ο Rolf Kasparek αν αυτό που ακούγεται είναι drum machine ή όχι, ο ίδιος υποστήριξε σε πρώτο χρόνο πως τύμπανα έπαιζε ο φίλος του ο Angelo Sasso, τον οποίο φυσικά και δεν ήξερε κανείς ως μουσικό. Έτσι κάπως διάφορα σχήματα στην Γερμανία και πέριξ άρχισαν να κάνουν καζούρα του στυλ ότι τύμπανα στον δίσκο τους έπαιζε ο Angelo Sasso. Κατόπιν τούτου ο Rolf άρχισε σε δεύτερο χρόνο να μας λέει πως ο φίλος του Angelo Sasso που πέθανε, όπως προείπαμε, ήταν κάποιος ο οποίος λέει δεν ήθελε να μπει το πραγματικό του όνομα στα άλμπουμ που συμμετείχε και έτσι έβγαλε αυτό το ψευδώνυμο και το χρησιμοποίησε. Όπως λέω και εγώ χάριν αστεϊσμού φυσικά όταν το συζητώ με κάποιον φίλο, το πιθανότερο είναι να έπαιζε ο πρίγκιπας της Δανίας τύμπανα και να μην ήθελε ο άνθρωπος να το μάθουν οι υπόλοιποι γαλαζοαίματοι φίλοι του μην τυχόν και παρεξηγηθούν. Τέλος πάντων, για να το κλείσουμε, το βραχυκυκλωμένο μετά από χρόνια drum machine κάνει μπαμ από μίλια μακριά και δεν προσφέρει κάτι στον ήχο και τις συνθέσεις αλλά μάλλον και αυτό με την σειρά του οφείλεται για το γενικότερο κακό του αποτελέσματος.
Τίποτα καλό τελικά θα αναρωτηθεί κανείς υπάρχει σε αυτό τον δίσκο; Ας πούμε πως, κατά την ταπεινή μου γνώμη μου, σώζονται 2-3 συνθέσεις, οι οποίες φυσικά κουβαλάνε τα προβλήματα του υπόλοιπου δίσκου αλλά σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να σταθούν επάξια στο ιστορικό, κλασικό και αγαπημένο υλικό των RUNNING WILD. Αυτές είναι το ομώνυμο ”The brotherhood”, το instrumental ”Siberian winter” και το 10λεπτο ”The ghost” που κλείνει τον δίσκο και αυτό κυρίως για το στιχουργικό τομέα του, όντας μια αφιερωμένη ωδή στον T.E. Lawrence ή αλλιώς ”Lawrence of Arabia”.
Φτάνοντας στο τέλος αυτού του κειμένου και για να είμαι σωστός, τα δυο bonus track που συμπεριλήφθηκαν στην Limited edition του άλμπουμ ”Powerride” και ”Faceless” είναι κρίμα που έμειναν bonus και δεν μπήκαν στο κανονικό άλμπουμ, θα μπορούσαν να μετριάσουν κάπως το κακό αποτέλεσμα μιας και ήταν αρκετά καλές συνθέσεις στο κλασικό ύφος της μπάντας και σίγουρα πολύ καλύτερα από τα περισσότερα που μπήκαν στον δίσκο.
Ως επίλογο θα πω απλά πως το ”The brotherhood” δυστυχώς δεν κατάφερε να βοηθήσει ούτε και να συγκρατήσει τον κατήφορο που είχαν πάρει από ένα σημείο και έπειτα οι αγαπημένοι μας πειρατές του metal RUNNING WILD, αντίθετα, ανήκει στους δίσκους που έστελναν το πλοίο προς την ξέρα. Από προσωπικής άποψης, μπορεί να μην είχαν κάτι να μου δώσουν ως σχήμα οι RUNNING WILD από ένα σημείο και έπειτα, όμως πάντα θα μου είναι συμπαθείς και αγαπημένοι μόνο και μόνο με τους πολλούς, υπέροχους δίσκους που μας πρόσφεραν από τα μέσα των 80s που εμφανίστηκαν μέχρι και τα μέσα των 90s.
Παναγιώτης “The unknown force” Γιώτας