A day to remember… 25/5 [CANDLEMASS]

0
305

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Chapter VI” – CANDLEMASS
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1992
ΕΤΑΙΡΙΑ: Music for Nations
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Rex Gisslén, Leif Edling
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Thomas Vikström – Φωνητικά

Lars Johansson – Lead κιθάρα
Mats Björkman – Ρυθμική κιθάρα
Leif Edling – Μπάσο
Jan Lindh – Τύμπανα

Μια από τις μεγαλύτερες «πληγές», ένα από τα μεγαλύτερα κακά που κατατρέχουν τον rock/metal χώρο, είναι η προσκόλληση, σε βαθμό θρησκευτικής λατρείας, σε συγκεκριμένα πρόσωπα, μουσικές κατευθύνσεις και καταστάσεις. Δε μπορώ να σκεφτώ άλλο είδος μουσικής, που να εκπροσωπείται από ομάδες ανθρώπων, (δηλαδή συγκροτήματα) όπου να συμβαίνει αυτό το πράγμα. Και ως ακροατής-φίλος αυτού, ποτέ δεν κατάλαβα τέτοιου είδους συμπεριφορές και τις δικαιολογούσα μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Ναι, υπάρχουν συγκροτήματα που δε γίνεται να παίξουν κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι μας είχαν συνηθίσει. Δεν μπορούν, δεν τους πάει. Πόσα όμως είναι αυτά; Επίσης, δε γίνεται να υπάρξουν χωρίς κάποιο συγκεκριμένο μέλος. Αλλά για ποιο μέλος μιλάμε, κάθε φορά; Έχουν όλοι οι καλλιτέχνες το ίδιο ειδικό βάρος; Είναι όλοι το ίδιο σημαίνοντες; Και στον αντίποδα, ισχύει άραγε για όλους το «ουδείς αναντικατάστατος»;

Οι σκέψεις αυτές γράφτηκαν στον παραπάνω μικρό πρόλογο, διότι το “Chapter VI” είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά albums, τα οποία αρχικά αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό, Ψυχρή στάση ως και πλήρη άρνηση, προτού λάβουν ετεροχρονισμένα τα εύσημα που τους αναλογούσαν. Ναι κύριοι, άρνηση. Όλα τα είχαμε ακούσει και διαβάσει από το 1992 που κυκλοφόρησε, και για αρκετά χρόνια. Είχε πέσει και ο γράφων σε αυτήν την παγίδα, ευτυχώς για λίγο και δεν άπλωνε το χέρι του προς τα κει. Δεν ήταν CANDLEMASS αυτό το album, έλεγαν τότε οι «παλιοί». Βλέπεις, τα βασικά τους επιχειρήματα ήταν τα παρακάτω: Πρώτον, δεν τραγουδούσε ο Messiah, καθώς είχε αποχωρήσει έναν χρόνο πριν. Μάλιστα… Λέω λοιπόν να γίνω καυστικός, ως και κακός. Είχε «ειδικό βάρος» ο Messiah; Αναμφισβήτητα. Σπουδαία φωνή και παρουσία; Σίγουρα. Δεύτερος δεν πρόκειται να βγει, εις τους αιώνας των αιώνων. Μόνο που δεν ήταν ούτε ο ίδιος ο πρώτος τραγουδιστής του group, αλλά είχε αντικαταστήσει τον Johan Längqvist (που στο κάτω-κάτω, τραγούδησε και στο καλύτερο album της μπάντας), επομένως το επιχείρημα περί «αυθεντικής σύνθεσης» πάει περίπατο. Παρένθεση: ήξερες πως ο Längquist είχε τραγουδήσει σε demo του 1992 τα “Ebony throne”, “The dying illusion”, “Temple of the Dead” και “The end of pain”; Μπορείς να το βρεις στη συλλογή “Doomology”, αν δεν το έχεις ακούσει. Κλείνει η παρένθεση.

Δεύτερο επιχείρημα, ο «κλασσικός CANDLEMASS ήχος». Ισχυρίζονταν οι pure-ίστες, αυτή η μάστιγα (ως επί το πλείστον «ειδικοί» με περιορισμένες, όσο και τα ακούσματά τους, γνώσεις), πως αυτό δεν ήταν το metal των Σουηδών ηγετών του επικού doom. Δεν είχε την ίδια κατεύθυνση με τους προηγούμενους τρεις δίσκους. Ουδεμία σημασία που πολλά από τα κομμάτια του “Chapter VI”, αν τα παίρναμε αυτούσια, θα πρωταγωνιστούσαν στο δισκογραφικό παρελθόν της μπάντας. Ουδεμία σημασία που ΟΛΑ τα συγκροτήματα που έπαιζαν, ή προσπαθούσαν να παίξουν έτσι, με τον ελαφρώς power-ίζοντα doom τρόπο του «Έκτου Κεφαλαίου», ανέφεραν ως πρώτη και βασική επιρροή τους CANDLEMASS. Αλλά άσε τους pure-ίστες, έχουν το ακαταλόγιστο. Να κάνω μια ερώτηση… Όταν κυκλοφόρησε το “King of the Grey Islands”, είχαν επιστρέψει οι CANDLEMASS στον ήχο του “Nightfall” ή μήπως, λέω μήπως, ήταν διαφορετική η προσέγγισή τους; Γιατί εγώ θυμάμαι, και δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια από τότε, έναν δίσκο που χαρακτηρίστηκε ως «ανανεωτικός», ως ο δίσκος που αν και ήταν “Candlemass oriented”, θα πήγαινε τη μπάντα σε μια νέα εποχή. Γιατί λοιπόν το album εκείνο αποθεώθηκε; Ανάλογη περίπτωση ήταν.

Η απάντηση, απλή: Αποθεώθηκε γιατί είχαμε 2007. Δύο χιλιάδες επτά, μετά Χριστόν. Αποθεώθηκε από τις νεότερες γενιές, αυτές που δεν έχουν (ευτυχώς) τα «κολλήματα» των προηγουμένων. Από τις ίδιες γενιές, που αναγνωρίζουν τη μεγάλη αξία και του “Chapter VI”. Ενός άλμπουμ που είναι τόσο καλό, ώστε θα μπορούσε να φέρει την ετικέτα του αριστουργηματικού, ακόμη κι αν τα τρία τελευταία του τραγούδια (“Aftermath”, “Black eyes”, “The end of pain”) ήταν fillers. Που σαφέστατα δεν είναι, αφού απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ως τέτοια. Γιατί, στα προηγούμενα πέντε, από την πρώτη νότα του “The dying illusion” ως την τελευταία του επιβλητικού, ατμοσφαιρικού “Temple of the Dead”, ανοίγουν οι Ουρανοί και βρέχει κατακλυσμιαίο, εξυψωτικό, επικό doom που όμοιό του, μόνον οι ίδιοι οι CANDLEMASS μπορούν να δημιουργήσουν. Εντάξει, και οι SOLITUDE AETURNUS. Με τον Thomas Vikström, αντικαταστάτη του αγαπημένου μας «καλόγερου», σε μια σειρά σπουδαίων ερμηνειών. Με το “Julie laughs no more” να μου δημιουργεί τα ίδια ρίγη, όσα χρόνια και να περάσουν (αυτό το riff του είναι ένας κολοσσός από μόνο του) και το ΕΠΟΣ “Where the Runes Still Speak” να κοιτάζει στα ίσα ΟΛΕΣ τις μεγάλες στιγμές του παρελθόντος, όλους τους προκατόχους του που με το μεγαλείο τους «σκάλισαν» την CANDLEMASS κληρονομιά, σαν μια σειρά πολύτιμων εκθεμάτων στο «Μουσείο της Μουσικής».

Οι πωλήσεις όπως ήταν φυσικό για την εποχή, δεν ήταν καλές. Το metal άλλαζε και μπάντες με τον ήχο των CANDLEMASS, πλην κάποιων τρανταχτών εξαιρέσεων, δημιουργούσαν στο underground και έπρεπε να περιμένουν κάποια χρόνια ακόμη, για να βγουν ξανά στο προσκήνιο. Το σχήμα έχασε αρκετή από την «αίγλη» και το «ειδικό» του βάρος, οδηγήθηκε σε διάλυση, για να ακολουθήσει μια επάνοδος με δύο δίσκους διαφορετικής «υφής» (γνωστή η ιστορία πίσω τους) και μια εκ νέου παύση, για να φτάσουμε στην αναγέννηση του 2005 και το “Candlemass” album. Αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή, το “Chapter VI” παρέμενε η τελευταία πραγματικά τεράστια κυκλοφορία, του μεγαλύτερου επικού doom metal συγκροτήματος όλων των εποχών. Για τον συντάκτη που υπογράφει τούτο το κείμενο δε, είναι ακόμη και σήμερα, στην πρώτη τριάδα της δικής του «CANDLEMASS ιεραρχίας».

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here