A day to remember… 25/9 [DEICIDE]

0
280












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “In torment in hell” – DEICIDE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2001
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Roadrunner
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: DEICIDE
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Μπάσο, φωνή – Glen Benton
Κιθάρες – Eric Hoffman
Κιθάρες – Brian Hoffman
Drums – Steve Asheim

Είναι 2001. Ένα μόλις χρόνο μετά το απλά καλό (αλλά σαφώς κατώτερο του πρότερου υλικού και των προσδοκιών που αυτό δημιούργησε) “Insineratehymn” (2000), οι Φλοριδιανοί death metal θρύλοι DEICIDE επέστρεψαν με ολοκαίνουργιο δίσκο, πάλι σε παραγωγή των ίδιων, με τίτλο “Ιn torment in hell”. Όπως βλέπετε τουλάχιστον από πλευράς τίτλου, τα πάντα είναι στη θέση τους. Ανίερα, βλάσφημα και γιορτινά! Πάμε όμως να δούμε, για ποιον λόγο το εν λόγω άλμπουμ αποτελεί από τις αδύναμες στιγμές της δισκογραφίας του εν λόγω συγκροτήματος, αν δεν είναι η πιο αδύναμη στιγμή του.

Βασικό στοιχείο που ενοχλεί για αρχή, με το που πατάμε play, είναι η κατώτερη παραγωγή, την οποία η μπάντα χρεώνει στην Roadrunner, μια και η δισκογραφική τους πίεζε για γρήγορη συνέχεια του “Insineratehymn”. Κατά τον ίδιο τρόπο εξηγείται και το σχετικά πρόχειρο εξώφυλλο. Έτσι οι DEICIDE, παρότι για ακόμα μια φορά εμπιστεύτηκαν τα Morrisound για τη παραγωγή του δίσκου τους, το αποτέλεσμα ηχητικά, δε συνάδει με τον ισοπεδωτικό όγκο που γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε σε κυκλοφορίες που βγαίνουν από τα άγια εκείνα στούντιο. Διάολε, θυμάμαι να κράζουν τη παραγωγή του “Serpents of the light” και αυτή ήταν πιο ογκώδης από αυτό. Στερείται ουσιαστικά όγκου στα τύμπανα, και στις κιθάρες, πράγμα βασικό για να αναδείξει έναν καλό death metal δίσκο. Στο περιεχόμενο τώρα, τo ομώνυμο, το “Christ don’t care” και το “Child of God” είναι πολύ καλά γρήγορα κομμάτια, είναι κατώτερα ωστόσο στο τομέα της έμπνευσης, από το προκάτοχο τους.

Η μπάντα αν είναι δυνατόν, δεν παίζει άσχημα. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Αλλά όπως είναι φυσικό, δεν υπάρχει η ίδια έμπνευση όταν πιέζεσαι τόσο σύντομα να έχεις νέο υλικό. Τα πιο περίτεχνα και ποικιλόμορφα κομμάτια τύπου “Worry in the house of thieves”, “Imminent doom”, “Vengeance will be mine” και “Let it be done” (με το πολύ ωραίο του κύριο riff) δίνουν ένα επιπλέον ενδιαφέρον σε ένα δίσκο που μπορεί όπως είπαμε να είναι αδύναμη στιγμή, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση κακός. Το γκρουβάτο φινάλε του “Lurking among us”, φροντίζει έτσι ώστε ο σβέρκος να κουνηθεί λίγο ακόμα, με τα τύμπανα του Steve Asheim να έχουν κεντρικό ρόλο.

Που στέκεται το “In torment in hell” όμως 20 χρόνια μετά τη κυκλοφορία του στη δισκογραφία των DEICIDE; Θα έλεγα ότι είναι μάλλον στις άστοχες στιγμές της καριέρας τους, και επίσης θεωρώ πως μάλλον λειτούργησε καθαρτικά για την ίδια τη μπάντα το διάλειμμα που θα ακολουθούσε από τη δισκογραφία, μια και μετά από 3 χρόνια θα επέστρεφαν στα εξαιρετικά άλμπουμ με το “Scars of the crucifix”. Αλλά αυτό είναι όπως πάντα, άλλη ιστορία, για άλλο κείμενο που προσωπικά θα είναι μεγάλη μου χαρά να παρουσιάσω όταν έρθει η ώρα…

Did you know that?

– Ο δίσκος ηχογραφήθηκε-μιξαρίστηκε μέσα σε μόλις 4 ημέρες (9 Απριλίου – 13 Απριλίου).

– Η εισαγωγή του ομώνυμου κομματιού, ήταν απόσπασμα από τον τηλε-ευαγγελιστή Bob Larson. Η μπάντα έπρεπε να πάρει σχετική άδεια από την Bob Larson Ministries για να χρησιμοποιήσει το απόσπασμα. Να μια συζήτηση που θα ήθελα να ακούσω!

– Μηχανικός ήχου, ο “πολύς” Jim Morris, αναλαμβάνοντας το κομμάτι της μίξης. Αλλά τι να σου κάνει και αυτός ο μαύρος, άνθρωπος είναι…

Γιάννης Σαββίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here