ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Gore obsessed” – CANNIBAL CORPSE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2002
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Metal Blade
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Neil Kernon
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
George “Corpsegrinder” Fisher – φωνητικά
Pat O’Brien – κιθάρες
Jack Owen – κιθάρες
Alex Webster – μπάσο
Paul Mazurkiewicz – τύμπανα
20 χρόνια “Gore obsessed”! Μου φαίνεται πραγματικά απίστευτο καθώς επειδή το έζησα και όντας στον στρατό, το θυμάμαι τρομερά έντονα. Οι αγαπημένοι μας Κανίβαλοι του death metal –οι οποίοι να σημειωθεί ξανά προς τέρψη των «εχθρών» ότι είναι η μπάντα του είδους με τις συνολικά μεγαλύτερες πωλήσεις παρά το ακραίο του ήχου και στιχουργικού περιεχόμενου τους- έκλειναν τα 90s ιδανικά, καθώς είχαν κυκλοφορήσει το φοβερό “Bloodthirst”. To “Bloodthirst” άμεσα είχε γίνει πιο αγαπητό από τον προκάτοχό του, “Gallery of suicide”, καθώς το συγκρότημα επέστρεφε στην «ξύλο και πτώματα» λογική των προηγούμενων κυκλοφοριών, ενώ στο “Gallery of suicide” είχαν προστεθεί κάποια πιο ατμοσφαιρικά και πειραματικά σημεία που είχαν αρχίσει να ξενίζουν τους πολύ φανατικούς οπαδούς. Η προσθήκη του Pat O’Brien πλέον είχε δώσει το έναυσμα για ακόμα πιο απαιτητικό υλικό και ο Pat μεταπηδώντας από τους NEVERMORE στην αγαπημένη του μπάντα (πριν φλιπάρει, δυστυχώς), είχε ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο να συνεισφέρει στο υλικό του όγδοου (!) δίσκου τους σε 12 χρόνια! Εδώ μια παρένθεση για να πάθετε κατάθλιψη ορισμένοι, ότι το τότε καινούργιο άλμπουμ τους και 8ο στο σύνολο πλέον είναι το… μεσαίο της δισκογραφίας τους, καθώς έκτοτε έχουν ακολουθήσει άλλα 7 και οι δίσκοι σύνολο έχουν γίνει 15, απίστευτο να αφομοιωθεί!
Το “Gore obsessed” –όπως ονομάστηκε τελικά ο δίσκος- εκ του αποτελέσματος και με την 20ετία που του έχει φερθεί άψογα πλέον, καθώς όχι απλά δεν έχει γεράσει αλλά αντίθετα ακούγεται ακόμα υπερσύγχρονο, είναι το πιο… progressive άλμπουμ των CANNIBAL CORPSE. Ξέρω ήδη ότι πολλοί βλέπετε τον όρο progressive δίπλα στο συγκρότημα και κάνετε κοιλιακούς, αλλά εδώ οι δομές των κομματιών τους ήταν οι πιο απαιτητικές της ιστορίας τους, ενώ οι αλλαγές στα κομμάτια και τα θέματα που παίζουν πολλές φορές μοιάζουν ακόμα να μη μπορούν να γίνουν αντιληπτά. Δε θα σας κρύψω –αν αυτό λέει κάτι- δεν μπορώ να μάθω απ’ έξω έτσι σε στιγμές air-guitaring/air-drumming που μας πιάνει όλους, με πιάνω να κάνω λάθη και να μη θυμάμαι σημεία. Αυτό σε συνάρτηση με το γεγονός ότι τα κομμάτια αυτά παίζονταν ζωντανά και αποδίδονταν ακόμα καλύτερα όπως συνήθιζαν –τουλάχιστον μέχρι πρότινος διότι τα τελευταία χρόνια «έπεσαν» πολύ- συναυλιακά, μας δίνει να καταλάβουμε ότι τουλάχιστον εκτελεστικά και δημιουργικά οι CANNIBAL CORPSE το είχαν τερματίσει. Μιλάμε για ένα δίσκο που έχει μέσα τα πάντα και ότι τα κομμάτια του όχι απλά έγραψαν ιστορία, αλλά παρέμειναν και μέρος του σετ συναυλιακά.
Πιστοί στην παράδοση των κομματιών που ανοίγουν τους δίσκους τους να είναι οδοστρωτήρες, το “Savage butchery” των μόλις 110 δευτερολέπτων (1:50 δηλαδή), προϊδεάζει μέρος του τι ακολουθεί στα 38’ που υπολείπονται. Κι αν η αρχή είναι απόλυτα ξεκάθαρη, η συνέχεια έχει ρυθμούς και «τσιτιές» που δεν είχαν εμφανιστεί ξανά στη δισκογραφία τους. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράδειγμα από τα δυο επερχόμενα κομμάτια, δηλαδή τα “Hatchet to the head” και “Pit of zombies”. Ειδικότερα το δεύτερο που είναι τεράστια αδυναμία και από τα πλέον αγαπημένα κομμάτια της δισκογραφίας τους, δείχνει την εξέλιξη τους σαν μπάντα. Ξύλο και των γονέων φυσικά ως πρώτιστο δεδομένο, αλλά δοσμένο διαφορετικά. Το πρώτο εκ των δυο όπως και τα “Drowning in Viscera” (έπος) και “Sanded faceless” (ανοσιούργημα) υπογράφει συνθετικά εξ ολοκλήρου ο Pat O’Brien, ενώ δυο ακόμα ανίερα κομμάτια υπογράφει ο Jack Owen, στο ρυθμό που συνήθιζε να συνθέτει, τα πιο «μακάβρια» κομμάτια τους δηλαδή όπως το “Dormant bodies bursting” και το καταπληκτικό και έρπων “When death replaces life”. Τα υπόλοιπα κομμάτια έχουν γραφτεί από τον μπασίστα (και μέγιστη ψυχάρα και αγαπημένο των οπαδών) Alex Webster (συν τους στίχους), ενώ έκπληξη γενικότερα προκαλεί η απουσία του ντράμερ Paul Mazurkiewicz από τη σύνθεση, ωστόσο υπογράφει 4 κομμάτια στιχουργικά.
Η παραγωγή του γκουρού Neil Kernon –του ανθρώπου που έβαλε το Άγιο χέρι του στο “Operation:Mindcrime”- είναι το κάτι άλλο πραγματικά, οι κιθάρες «ξυρίζουν», τα τύμπανα ακούγονται υπέροχα, παίζει κι ο Mazurkiewicz πιο ώριμα από ποτέ και «δένει» το γλυκό γενικότερα. Αφήνω τελευταίο και όχι αμελητέο των George “Corpsegrinder” Fisher (να τσεκάρετε και το νέο του διασκεδαστικό προσωπικό άλμπουμ, μιαw και το έφερε η κουβέντα). Τον καιρό που ακόμα δε γέμιζαν τα κομμάτια με τη φωνή του όπως στις τελευταίες κυκλοφορίες και που καθιστούν το υλικό τους κατώτερο και άκρως κουραστικό, ο χοντρολαίμης τραγουδιστής (προϊόν του ανελέητου σβερκοκοπανήματος του μέσα στις δεκαετίες) αφαλοκόβει με κάθε του ανάσα, με περίσσεια σιγουριά και με φοβερή άρθρωση και πώρωση ταυτόχρονα. Αποτέλεσμα ήταν ο δίσκος να γίνει άμεσα αποδεκτός από όλους, ενώ ήταν και η πρώτη φορά πραγματικά που κέρδισαν την προσοχή των αυστηρών ουδέτερων με το παίξιμο τους και που πρώτη φορά αντίστοιχα τους έβγαλαν το καπέλο και τους έδειξαν σεβασμό, πέραν του ακραίου περιεχομένου τους. 20 χρόνια μετά, το “Gore obsessed” αποτελεί αντικείμενο του πόθου για πολλές μπάντες εκεί έξω αλλά και για το ίδιο συγκρότημα, το οποίο δεν έπιασε ποτέ ξανά τέτοια κορυφή με την εξαίρεση του διαδόχου “The wretched spawn”.
Tα δυο αυτά άλμπουμ αποτελούν και τις κορυφαίες στιγμές της 25ετούς και βάλε παρουσίας του George Fisher στο συγκρότημα, καθώς στην πορεία το υλικό έφθινε κατακόρυφα, αν και τα “Kill” (αρκετά) και “Evisceration plague” (λιγότερο) διατήρησαν την έμπνευση –και κυρίως την τσίπα που είχαν σαν συγκρότημα- ως ενός σημείου. Highlight φυσικά της περιορισμένης έκδοσης του δίσκου, η ΚΟΡΥΦΑΙΑ διασκευή στο “No remorse” των METALLICA, ίσως μια από τις κορυφαίες διασκευές στο καλύτερο συγκρότημα όλων των εποχών και σίγουρα μια από τις λαμπρότερες στιγμές διασκευών της καριέρας των CANNIBAL CORPSE, οι οποίοι έχουν να υπερηφανεύονται για ουκ ολίγες ανάλογες. Δυστυχώς οι επισκέψεις της μπάντας εκείνη την εποχή στη χώρα μας δεν συνέπεσαν με την περιοδεία του “Gore obsessed”, καθώς τους είδαμε στο “Bloodthirst” και το “The wretched spawn” (δολοφονικές εμφανίσεις), ωστόσο είχαμε την τύχη και χαρά να απολαύσουμε μέσα στα χρόνια πολλές από τις κομματάρες του δίσκου ζωντανά και μάλιστα με τα ίδια τα μέλη της μπάντας να αναφέρουν ότι κάποια κομμάτια του δίσκου δεν μπορούσαν να παιχτούν, καθώς απαιτούσαν διαφορετική τονικότητα στις κιθάρες (το ίδιο ίσχυε και για το “Disfigured” από το “Vile” αλλά κάποια στιγμή μας έκαναν τη χάρη και το παίξανε). Απόλυτα κορυφαίο άλμπουμ το οποίο ακόμα ακούγεται με χαρά και ιδιαίτερη θέρμη.
Άγγελος Κατσούρας