ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Point of entry” – JUDAS PRIEST
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1981
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Columbia Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Tom Allom
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Rob Halford – φωνητικά
Glenn Tipton – κιθάρα
Ken Downing – κιθάρα
Ian Hill – μπάσο
Dave Holland – τύμπανα
Το 1981 οι JUDAS PRIEST τα έχουν δει όλα: καλλιτεχνική και εμπορική καταξίωση, ρηξικέλευθες μουσικές «προτάσεις», μεγάλους δίσκους. Είναι μια μπάντα που ηγείται και που οδηγεί τις εξελίξεις, τολμώντας διαρκώς και θέτοντας τον πήχη και τα δεδομένα εκεί που αυτή θέλει. Leaders, not followers. Θα περίμενε λοιπόν κανείς αυτό να συνεχιστεί, αφού οι Βρετανοί εκείνη την εποχή ήταν ακμαιότατοι τόσο δισκογραφικά, όσο και σε επίπεδο συναυλιών. Το “British steel” ήταν το πιο πρόσφατο κατόρθωμά τους. Και δώστου ξανά hits, δώστου κλασσικά τραγούδια, βγες εκ νέου στον «δρόμο» για να κατακτήσεις για πολλοστή φορά τα ήδη κατακτημένα. «Παλιά μου τέχνη κόσκινο» λέει ο θυμόσοφος λαός… Λέει όμως και κάτι άλλο: «όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι, αργεί να ξημερώσει». Κάτι που παραδέχτηκε ανοικτά ο Halford, χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η μπάντα ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό και για μίαν ακόμη φορά, να αλλάξει μουσική κατεύθυνση. Μεταξύ των μελών, υπήρχαν ποικίλες προτάσεις ως προς το πού θα κατευθυνόταν εκείνο το νέο άλμπουμ. Ωστόσο, αυτό ήταν κάτι που δεν θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων υπάρχει τέτοια «χημεία», δεν συναντούν τέτοιου είδους εμπόδια. Πρόβλημα θα αποτελούσε στη πορεία η CBS, της οποίας οι άνθρωποι ήθελαν ακόμη περισσότερα ευκολομνημόνευτα, επιτυχημένα singles τύπου “Living after midnight”. Αυτό σήμαινε εκ των πραγμάτων πως οι JUDAS PRIEST θα έπρεπε να αφήσουν πίσω τους μια και καλή τις μέρες του σκεπτόμενου, εγκεφαλικού heavy metal της περιόδου 1976-1979 (καλά, για το progressive rock του “Rocka Rolla” ούτε λόγος) και να λειάνουν πολύ περισσότερο τον «μονολιθικό» και απολύτως heavy metal ήχο του “British steel”. Προσωπικά πάντως ποτέ δεν δικαιολόγησα την εμμονή αυτή της CBS. Η ίδια ήταν που διέκρινε τη τεράστια μπάντα του “Sad wings of destiny”, την πήρε από την Gull Records και έδρεψε εν συνεχεία καρπούς. Γιατί να αλλάξει την επιτυχημένη συνταγή, και μάλιστα σε μια εποχή που το heavy metal σκαρφάλωνε την μια κορυφή μετά την άλλη; Η εμπορική επιτυχία θα ήταν δεδομένη, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο…
Έφτασε λοιπόν η ώρα που “everybody breaks down sooner or later”. Πόσο αυτοπεριγραφικός στίχος αλήθεια… Ηχογραφημένο στην Ibiza και με τα τραγούδια του να είναι σχεδόν εξολοκλήρου έτοιμα πριν η μπάντα πατήσει το πόδι της στο studio (νιώθεις τον “live αέρα” που τα διακατέχει και με το παραπάνω), το “Point of entry” ήταν το αποτέλεσμα μιας θέλησης προς πειραματισμό σε συνδυασμό με τη προαναφερθείσα «πίεση» της εταιρείας. Ο K.K. Downing έκανε λόγο για τελεσίγραφο τύπου «Ή διασκευές, ή εμπορικά singles» και πως ο δίσκος ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε η CBS. «Δεν έπρεπε να πάμε στην Ibiza», είπε αργότερα ο Halford. «Δεν υπήρχε το μυαλό, η συγκέντρωση για να πετύχουμε αυτό που θέλαμε. Ο κόσμος ήταν πολύς, έκανε διακοπές, γλεντούσε στα bars, ξενυχτούσε… και εμείς οφείλαμε να κάνουμε τον καλύτερο JP δίσκο ως εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε απλά να πατήσουμε επάνω στο “British steel” και να βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο εκείνο το στυλ. Αντί για αυτό, τί κάναμε; Τραγούδια όπως το “You say yes”, “Troubleshooter” και “All the way”». Μέχρι και ο τίτλος αποπροσανατόλιζε. «Τί σήμαινε η φράση “Point of entry”;», αναρωτιέται ο θρυλικός frontman. «Ακόμη και το εξώφυλλο ήταν χάλια. Και εκείνο το φτερό αεροπλάνου…γενικά, τί εξώφυλλο ήταν αυτό; Σαν κακέκτυπο ενός που σχεδιάστηκε για τους PINK FLOYD». Εδώ αγαπητέ Rob, διαφωνώ. Αν είναι κακό το εξώφυλλο αυτό (σημείωση, το τελευταίο διά χειρός Roslav Szaybo), τι να πει κανείς για το εναλλακτικό της αμερικάνικης έκδοσης, με το χαρτί του εκτυπωτή που ξετυλίγεται; Τραγωδία… O Ian Hill έχει κι αυτός τη δική του άποψη, που θέλει το άλμπουμ υποτιμημένο και κάτι παραπάνω από μια απλά αποτυχημένη εμπορική προσέγγιση. Παίρνω πάσα από αυτό, και σκέφτομαι… Πως γίνεται να «θάβεται» ασύστολα ένας δίσκος σαν το “Point of entry”; Τί να πει και η υπέρτατη «πατάτα» που ονομάζεται “Demolition” δηλαδή… Ναι, όταν βρίσκεσαι ανάμεσα στα “British steel” και “Screaming for vengeance” πρέπει να είσαι πολύ γερός ώστε να αντέξεις την πίεση και το “Point…” δεν ήταν. Κονιορτοποιήθηκε στις Συμπληγάδες εκείνες… Ένα ακόμη μείον του ήταν οι σχεδόν κακοί του στίχοι στη πλειονότητα των τραγουδιών. Εντάξει, η ποίηση των βαθέων 70s έμεινε πίσω, αλλά τουλάχιστον το συγκρότημα όφειλε να παραμείνει στα επίπεδα του “Killing machine” και του “British steel”…
Από την άλλη όμως, πέραν του εκπληκτικού σε απόδοση Halford (ο τύπος «λάμπει» και ναι, ΕΙΝΑΙ χρυσός, για να παραφράσω τη γνωστή ρήση), εδώ υπάρχουν κάποιες καλές, κάποιες κλασσικές και κάποιες συγκλονιστικές στιγμές της καριέρας του group. Το “Heading out to the highway” που αρχικά προοριζόταν να κερδίσει όλους τους μηχανόβιους rockers που ζουν και αναπνέουν για ταξίδια σε εθνικές οδούς, τελικά κέρδισε πολλούς περισσότερους ακροατές και καθιερώθηκε ως συναυλιακό “must”. Tα “Hot rockin’”, “Turning circles” και “On the run” εξυπηρετούν πολύ καλά την έννοια του mainstream rocker, με το πρώτο να θυμίζει το υλικό του “British steel” και να είναι ακόμη καλύτερο όταν αποδίδεται ζωντανά. Το τελευταίο είχε αρχικά πιο γρήγορη και «μεταλλική» μορφή, όταν ακόμη «κυοφορείτο» ως demo. Στη κορυφή του δίσκου, αναμφισβήτητα, το απίστευτο, βαρύ και εγκεφαλικό “Solar angels” και ο ύμνος των ύμνων “Desert plains”. Αντίθετα με ό,τι ίσως θα περίμενε ο καθένας, με το πρώτο ξεκινούσαν αρκετές από τις συναυλίες εκείνης της περιοδείας ενώ το δεύτερο θα το δεις σε όλα τα best of της μπάντας, όχι άδικα εννοείται. Στο “Point of entry” οι JUDAS PRIEST καταθέτουν ακόμη ένα χαρακτηριστικό του τεράστιου ταλέντου τους: την ικανότητά τους να αφομοιώνουν επιτυχημένα τάσεις αλλότριες ως προς το παραδοσιακό heavy metal. Και δεν αναφέρομαι στο prog rock των 70s σε δίσκους σαν το “Sad wings of destiny”, ούτε φυσικά στο μοντέρνο metal των PANTERA στην “Jugulator” εποχή. Λόγω λοιπόν αυτού του ταλέντου, ένα κομμάτι με καθαρά funky/disco ρυθμό όπως το “Desert plains” (αφού το ακούσεις, βάλε αμέσως μετά το “I was made for lovin’ you” των KISS) «μεταμορφώθηκε» σε γνήσιο, αειθαλές, μεταλλικό έπος. Και δεν είναι το μοναδικό, με τέτοιο dna. Υπάρχει σχεδόν παντού το στοιχείο αυτό, διάσπαρτο.
Η περιοδεία που ακολούθησε ήταν παραπάνω από επιτυχημένη και η μεγαλύτερη ως τότε, τα σκηνικά εμπλουτίστηκαν, η μπάντα προσάρμοσε τα τραγούδια του άλμπουμ στη σκηνή προς το πιο «μεταλλικό» (αν και τα “Don’t go”, “Turning circles”, “You say yes”, “All the way” και “On the run” δεν παίχτηκαν ποτέ live και αυτό αν μη τι άλλο λέει πολλά), συγκροτήματα σαν τους WHITESNAKE και IRON MAIDEN είχαν τον ρόλο του “support” και τελικά «η παρτίδα σώθηκε». Ό,τι όμως είχε προηγηθεί, είχε ήδη δώσει στους JUDAS PRIEST τροφή για σκέψη όσον αφορά το ποια γραμμή θα ακολουθήσουν στο μέλλον. Και η γραμμή απέκλειε πειραματισμούς, άφηνε εν πολλοίς εκτός την CBS από τη λήψη αποφάσεων και οδηγούσε σε ένα κλασσικό heavy metal album, από αυτά που δεν έχουν ούτε νότα περισσευούμενη και μένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που θα ειπωθεί όταν πρέπει.
Δημήτρης Τσέλλος