A Day To Remember… 27/09 [HALFORD]

0
117

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Halford IV – Made of metal”- HALFORD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2010
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Metal God Records
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Roy Z, John Baxter
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Rob Halford – φωνητικά
Roy Z & Mike Chlasciak – κιθάρες
Mike Davis – μπάσο
Bobby Jarzombek – τύμπανα

Έχουν δικαίωμα στο «στραβοπάτημα» οι μεγάλοι καλλιτέχνες; Στις συνειδήσεις των οπαδών τους, όχι. Η κοινή λογική όμως την οποία ένας φανατικός οπαδός έχει απωλέσει προ πολλού, το επιβάλλει αυτό, μην πω το επιτάσσει. Ελάχιστοι ξέφυγαν μαεστρικά από το δόκανο αυτό και δυστυχώς για όλους εμάς τους αμετανόητους οπαδούς του Ιερέα, ο Rob Halford δεν συγκαταλέγεται σ’ αυτούς. Όσον αφορά τον Halford το είχαμε ξαναδεί το έργο στο παρελθόν, με το αδύναμο “A small deadly space” να διαδέχεται το φοβερό “War of words”. Θεωρούσαμε όμως πως τα πράγματα είχαν αλλάξει, έχοντας ακούσει τα “Resurrection” και “Crucible” και αναλογιζόμενοι την καταπληκτική ομάδα που πάντα είχε δίπλα του ο Rob. Έτσι, στο άκουσμα της είδησης πως επίκειται νέο HALFORD άλμπουμ, περιμέναμε έναν ακόμη δυναμίτη. Δυστυχώς, οι προσδοκίες μας και οι ευχές μας δεν εκπληρώθηκαν στον απόλυτο βαθμό, και το “Halford IV – Made of metal” δεν μπορώ να πω πως μας ενθουσίασε, αρχικά τουλάχιστον.

Θα γυρίσει τώρα κάποιος και θα πει το τετριμμένο «ό,τι για τον Halford είναι μέτριο, αξιόλογο ή απλά καλό, για άλλους είναι αριστούργημα», σίγουρο αυτό. Ναι, εντάξει. Μπορεί να μη με πιάσουν τα γέλια και να γίνω πάλι ο κακός της υπόθεσης, όπως γίνομαι όταν ακούγεται η ίδια ατάκα για το “Skunkworks” του Bruce Dickinson για παράδειγμα, αλλά θα διαφωνήσω. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, για να σου δώσω να καταλάβεις, περίμενα με το μαχαίρι στα δόντια. Οι JUDAS PRIEST εξάλλου είχαν δώσει το “return to form” που λέγεται “Angel of retribution” και το μεγαλεπήβολο αριστούργημα “Nostradamus” (αριστούργημα, ναι, αρκεί να το ακούσεις παραπάνω από μια φορά, να μην πατάς skip όλη την ώρα και να μην χαζεύεις σφουγγαρίζοντας, μαγειρεύοντας ή μιλώντας στο chat), οπότε θεωρούσαμε όλοι πως αυτό θα παρασύρει τον Rob σε έναν ακόμη θεϊκό δίσκο. Μάλιστα για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, θέλαμε μια προσέγγιση σαν αυτή του “Resurrection”, δηλαδή ευθύβολο, ταχυδύναμο, “in your face” heavy f#ckin’ metal, όχι κάτι μεγαλεπήβολο σαν το “Nostradamus” ούτε και τον βαρύ, σχεδόν panter-ικό και thrash ήχο του “Crucible”, όσο καλό και να ήταν το τελευταίο. Θέλαμε τα riffs να μας σκίζουν τις σάρκες και τις θεϊκές τσιρίδες του Ροβέρτου να μας παίρνουν την ψυχή. Τέτοια πράγματα περιμένεις από έναν δίσκο με σφραγίδα Roy Z και ερμηνείες Metal God. Αλλιώς, κοιτάς και αλλού άμα λάχει.


Όταν άκουσα το ομότιτλο κομμάτι που κυκλοφόρησε ως single, έμεινα με ανοικτό το στόμα. «Δεν μπορεί αυτό το αίσχος να αντικατοπτρίζει το τελικό αποτέλεσμα», σκέφτηκα. «Ας περιμένω το άλμπουμ». Το εναρκτήριο “Undisputed” ποτέ δεν κατάλαβα για ποιον λόγο έχει το refrain που έχει. Τι σόι «τσάτρα πάτρα» σύνθεση είναι αυτή; Ωραίο το riff, ωραία τα κουπλέ και η γέφυρα, αλλά το refrain όπου ο Rob προσπαθεί να χωρέσει 500 λέξεις σε μια στροφή, είναι αποτυχία και αυτόματα υποβαθμίζει την σύνθεση. Πάμε στο “Fire and ice”. Ωραίο, γρήγορο, power-άδικο, θέλει να αναβιώσει το “Rapid fire” αλλά στο τέλος θυμίζει πολύ κάτι μεταξύ “Gods of iron” από RUNNING WILD (έπος επών) και “Lust for life” από GAMMA RAY (άλλο τούβλο στο κεφάλι από κει). Θα μπορούσε να υπάρχει σε κάποιον PRIMAL FEAR δίσκο και να το έχει πει καλύτερα ακόμη ο Scheepers. Καλό κομμάτι, όμως και πάλι κάπου τα δεδομένα δεν είναι αυτά που θες/θέλω/θέλουμε/θέλουν. Ας προχωρήσουμε παρακάτω τώρα. Το “Made of metal” όπως είπαμε το πετάμε στα σκουπίδια και ούτε ρακοσυλλέκτης δεν πρόκειται να ασχοληθεί μαζί του. Το χιλιοπαιγμένο, κοινότυπο, βαρετό “Speed of sound”, με το επίσης άθλιο refrain (η μπάντα του σχολείου μου έγραφε καλύτερα), το αγνοούμε… τι έγινε ρε παιδιά; Με ζώσαν τα φίδια, αισθανόμουν άβολα, χάιδευα το φτυάρι μου. Ευτυχώς από εδώ και κάτω ο δίσκος ανακάμπτει. Το “Like there’s no tomorrow” μου ήρεσε (Παντελής Σκουφάντερος, μεγαλομπακάλης, «Της κακομοίρας», circa 1963), όπως τελικά, μετά από αρκετά ακούσματα (ξαναλέω, να τους ακούτε πολλές φορές τους δίσκους, με 1-2 ακροάσεις ποτέ δεν βγάζεις ασφαλή συμπεράσματα), με κέρδισε το διαφορετικό, country metal του “Till the day I die”. Το “We own the night” είναι κομματάρα, όπως είναι και το λυρικό μικρό αριστούργημα “Twenty five years”, ενώ επίσης πολύ δυνατό είναι το, εντελώς “back to the Priest roots”, “Hell razor”.

Από την άλλην όμως, έχουμε βασικά μειονεκτήματα. Καταρχάς, δεκατέσσερα κομμάτια είναι πολλά, πάρα πολλά, και κάποια τραγούδια θα έπρεπε (όχι καλό θα ήταν, θα ΕΠΡΕΠΕ) να λείπουν. Οι μεγάλες διάρκειες κουράζουν, δεν αντέχονται. Δεν είμαστε πια 16 ετών να ακούμε ό,τι να ’ναι, όπως να ΄ναι, και να λέμε «δισκάρα, κοπανάει άσχημα!» και «δώσε μου κι άλλο μπάρμπα». Δεύτερον, όπως και τότε, έτσι και τώρα μου φαίνεται πως το άλμπουμ αποτελείται κατά βάση από τραγούδια που έμειναν έξω από κάποιο JUDAS PRIEST album, απλά ο Roy Z τα έφερε περισσότερο στα «νερά» της μπάντας. Ιδιαίτερη περίπτωση το τσιριδάτο “The mower”, που είτε έμεινε εκτός “Crucible”, είτε ξέμεινε από τις FIGHT εποχές. Μια φορά Priest κομμάτι δεν είναι σε καμία περίπτωση. Τρίτο αδύναμο σημείο, η παραγωγή. Στερείται όγκου και αυτό, σε έναν τέτοιον δίσκο, είναι σφάλμα μέγα. Τι έγινε Roy; Εσύ δεν μας είχες συνηθίσει σε τέτοια ατοπήματα. Τέταρτο, για μια ακόμη φορά, έχουμε εξώφυλλο τόσο «καλό», που αν μου το έφερνε κάποιος για την δική μου μπάντα ως εικαστική πρόταση, θα του το περνούσα κολλάρο. Πέμπτο και τελευταίο, τα κακά του κομμάτια του δίσκου σε απωθούν και δεν δίνεις βάση στα καλά. Πως μεταφράζεται αυτό; Ξέχασε το κείμενο που μόλις διάβασες. Πες πως δεν υπήρξε ποτέ, και δεν έγινε καμία αναφορά σε κάποια σύνθεση. Αν σε ρωτούσα σε μια άσχετη συζήτηση, μόλις χθες, «ποια κομμάτια ξεχωρίζεις από το ‘IV’;», θα με κοιτούσες σαν χάνος. Και εγώ το ίδιο θα έκανα αν δεν ήμουν βλαμμένος με το όλο «Priest σύμπαν», μη νομίζεις.

Τελικά είναι καλό; Είναι μέτριο; Είναι μούφα; Τι είναι το “Halford IV – Made of metal”; Θα σου πω. Είναι ένα αξιόλογο άλμπουμ. Δεν συγκρίνεται με τα δύο προηγούμενά του, ούτε με το ντεμπούτο των FIGHT, αλλά δίνει εύκολα τραγούδια για οποιοδήποτε “best of” του καλλιτέχνη του οποίου φέρει το όνομα. Ο Rob δείχνει να ξεπερνά την περίοδο ντεφορμαρίσματος την οποία πέρασε για μια πενταετία (2004-2009), τραγουδά σε συχνότητες και κλίμακες που χειρίζεται άψογα και στην ουσία «φορτίζει μπαταρίες» για τις μέρες που θα έρθουν, αρχής γενομένης από την ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ “Epitaph” περιοδεία της κύριας μπάντας του, που ακολούθησε έναν χρόνο μετά. Σε κλίμακα βαθμολόγησης, θα έπαιρνε σήμερα ένα 6,5/10, για να γίνω ακόμη πιο ξεκάθαρος. Στραβοπάτημα, λοιπόν; Χμ… ννναι, αλλά δεν είχαμε πτώση, ευτυχώς. Στο μέχρι τώρα τελευταίο του solo album που δεν βλέπω να έχει διάδοχο (τα κάλαντα του “Celestial” δεν τα λαμβάνω υπόψη), ο Rob μπορεί να μην ενθουσίασε, αλλά απέφυγε τον λιθοβολισμό. Όσο για μένα, όταν ακούω την φράση “made of metal”, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό δεν είναι φυσικά τούτο δω, αλλά το “I’m made of metal, my circuits gleam… I am perpetual, I keep the country clean”.
Δημήτρης Τσέλλος