ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Unleash the fire” – RIOT V
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2014
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Avalon Records (Ιαπωνία, Κορέα), SPV/Steamhammer (Ευρώπη, Η.Π.Α κλπ)
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Bruno Ravel, Joshua Block
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Todd Michael Hall – Φωνητικά
Mike Flyntz – Κιθάρα
Nick Lee – Κιθάρα
Don Van Stavern – Μπάσο
Frank Gilchriest – Τύμπανα
Είναι δέκα χρόνια αρκετά, ώστε να δώσουμε σε μια κυκλοφορία τον χαρακτηρισμό της «κλασσικής»; Νομίζω ναι, είναι. Έχει ολοκληρωθεί για τα καλά ο κύκλος της, τα τραγούδια της φαίνεται αν και πόσο έχουν αντέξει στον χρόνο και μπορούμε να καταλάβουμε ποια η θέση της στην συνείδηση των οπαδών του δημιουργού της. Σήμερα λοιπόν, ανοίγοντας ξανά το βιβλίο της «πιο άτυχης μπάντας στην ιστορία του Heavy Metal», θα μιλήσουμε για ένα σύγχρονο classic (και όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν αυτού) που όσο περνά ο καιρός, τόσο η λάμψη του μεγαλώνει.
Βρισκόμαστε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας και οι RIOT, έτοιμοι για μια ακόμη μεγάλη αλλαγή στη σελίδα τους, είχαν επανενωθεί με την σύνθεση που ταυτίστηκε με τα “Thundersteel” και “The privilege of power”. Σκοπός τους, να επιστρέψουν σε εκείνον τον ήχο, που παρεμπιπτόντως ήταν και ο πιο επιτυχημένος τους. Το “Immortal soul” (2011), έμελλε να είναι άλλη μια δισκάρα στο παλμαρέ τους, η υποδοχή του Τύπου και του κόσμου ήταν αποθεωτική, η προγραμματισμένη μεγάλη περιοδεία με τους HAMMERFALL θα ξαναέβαζε τη μπάντα για τα καλά στο παιχνίδι, αλλά… όταν μιλάμε για τους RIOT, υπάρχει σχεδόν πάντα, ένα μεγάλο «αλλά»…
Καθώς οδεύουμε προς το 2012, η υγεία του αρχηγού Mark Reale επιδεινώνεται. Σταδιακά, ο αρχηγός δεν μπορεί να ακολουθήσει το πρόγραμμα των «ζωντανών» εμφανίσεων, η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, ο ίδιος καταλαβαίνει πως η άμμος στην κλεψύδρα αδειάζει… Πριν πέσει σε κώμα, στις 11 Ιανουαρίου, είχε παροτρύνει τα υπόλοιπα μέλη να μην ακυρώσουν τις υποχρεώσεις τους, δίνοντάς τους θάρρος και λέγοντάς τους πως θα είναι εδώ, γερός, να τους περιμένει όταν επιστρέψουν. Τελικά, δεν τους περίμενε…
Στις 25 Ιανουαρίου ο Mark «φεύγει», νικημένος από τη Νόσο του Crohn. Ο θάνατός του, ανακοινώθηκε κατά τη διάρκεια της εμφάνισης του group στο “70000 Tons of Metal”, όπου είχε παίξει εννοείται ως κουαρτέτο, μιας και ακόμη δεν υπήρχε στον ορίζοντα όχι η προοπτική νέων μελών αλλά προοπτική… γενικά. Το κλίμα ήταν ήδη βαρύ, πριν γίνει γνωστό το τραγικό αυτό συμβάν. Σε διάφορα videos στο διαδίκτυο μπορεί κανείς άνετα να διακρίνει και να καταλάβει τη θλίψη και τον πόνο των υπολοίπων, την ώρα που παίζουν ή δίνουν συνεντεύξεις, έχοντας στο νου τον αρχηγό τους που χαροπάλευε. Για μας τους οπαδούς του σχήματος δε, τέτοια videos είναι απαγορευτικά. Πως άραγε να τα δούμε; Με τι σθένος;
Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό όλων, ήταν φυσικά η διάλυση της μπάντας, για ηθικούς λόγους. Την ώρα εκείνη όμως, βγαίνει μπροστά ο ίδιος ο πατέρας του Mark, o Tony, που δεν ήθελε με κανέναν τρόπο η μουσική του γιού του να εξαφανιστεί. Αυτός ήταν που προέτρεψε τους Flyntz και Van Stavern να κρατήσουν τη κληρονομιά των RIOT ζωντανή, κάτι που ήθελε και ο ίδιος ο Mark. Ο Flyntz, αδυνατούσε να το δεχτεί. Γι’ αυτόν, χωρίς τον Mark, RIOT δεν υπήρχαν. Το ίδιο συγκλονισμένος ήταν και ο Van Stavern, αυτός όμως άφηνε ένα «παραθυράκι» ανοικτό. Τελικά, όταν και άλλα μέλη του πολύ στενού κύκλου του αρχηγού συνηγόρησαν πως οι RIOT όφειλαν να προχωρήσουν εις μνήμην του, η μεγάλη απόφαση πάρθηκε. Οι RIOT είχαν ακόμη φλόγα μέσα τους!
Η συντριπτική πλειοψηφία λοιπόν του group, δηλαδή τα 4/5 αυτού, θα αποτελείτο από μουσικούς με τους οποίους ο Reale είχε περάσει τόσα και τόσα, που ήταν συνοδοιπόροι του χρόνια, που ήταν μέρος του DNA της μπάντας, όχι μισθοφόροι ή περαστικοί. Μπορεί η ιστορία της μουσικής βιομηχανίας να είναι γεμάτη από εκμεταλλεύσεις ονομάτων, πονηρές προθέσεις και ντροπιαστικά περιστατικά (είχαμε και φέτος τέτοια παραδείγματα), αλλά υπάρχουν ακόμη κάποιοι να μας θυμίζουν πως η ρομαντική, συναισθηματική, αθώα πλευρά του heavy metal, σε πείσμα των καιρών, δε θα εκλείψει τόσο εύκολα.
Τι νόμιζες όμως, έτσι θα τελείωναν όλα; Χωρίς καινούργια προβλήματα; Για τους RIOT μιλάμε. Ο Tony Moore, αρνούμενος για προσωπικούς – οικογενειακούς λόγους να συνεχίσει σε full time ρυθμούς, αποχωρεί. Εξαιτίας αυτού, ακυρώθηκε και η μεγάλη παγκόσμια περιοδεία με τους HAMMERFALL, που φαντάζεσαι τι οφέλη θα είχε για το συγκρότημα. Λίγο μετά, ακολουθεί κι ο Jarzombek, καθώς αδυνατούσε να «κουμαντάρει» το βεβαρημένο πρόγραμμά του, που τον ήθελε τότε να παίζει πότε με τον Sebastian Bach, πότε με τον Rob Halford, πότε με τους FATES WARNING, πότε με country καλλιτέχνες. Οι Van Stavern και Flyntz, είχαν μείνει μόνοι τους…
Το κενό του drummer καλύπτεται με την έλευση του παλαιού γνώριμου, Frank Gilchriest, ο οποίος είχε καθίσει στο σκαμνάκι την περίοδο 2003-2007, με studio συμμετοχή στο “Army of one”, μάλλον την λιγότερο αναγνωρισμένη δουλειά της μπάντας. Πέραν και πριν αυτών, ο Frank είχε περιοδεύσει στην Ευρώπη μαζί με τους RIOT ως drummer των VIRGIN STEELE (πέρασαν και από το ΡΟΔΟΝ, σ’ εκείνο το αλησμόνητο βράδυ της 24ης Μαΐου 1998), ήταν γείτονας του Mike Flyntz και περνούσε πολύ καιρό με τον Mark Reale, σε ένα πολύτιμο όπως απεδείχθη για την συνέχεια jamming πάνω σε διάφορες ιδέες και riffs του αρχηγού, ήδη γνωστά τραγούδια των RIOT, όπως και διασκευές.
Η κάλυψη της θέσης του τραγουδιστή, απαιτούσε τον ειδικότερο χειρισμό. Όχι πως για όλους όσους πέρασαν από τους RIOT ίσχυε κάτι διαφορετικό, αλλά όσον αφορά συγκεκριμένα τη φωνή, οι Αμερικανοί είχαν ανέκαθεν τραγουδιστές με μεγάλες ικανότητες. Διάφορα ονόματα έπεσαν στο τραπέζι. Ο Sean Peck των power metallers CAGE, o Mike Tirelli των BURNING STARR του Jack Starr (πρώην κιθαρίστα των VIRGIN STEELE) και των υποτιμημένων HOLY MOTHER (είχε τραγουδήσει στους RIOT μετά την αποχώρηση του Mike DiMeo, με αυτόν τους είδαμε σε ένα ακόμη σπουδαίο live στο πάλαι ποτέ Underworld, το 2006), ο Joey Belladona των ANTHRAX που αρνήθηκε ευγενικά λόγω φόρτου εργασίας…
… ο Tony Harnell των ΤΝΤ, o Chandler Mogel, γνωστός μας από τους OUTLOUD, o Daniel Heiman των SACRED OUTCRY, αρκετοί λιγότερο γνωστοί τραγουδιστές του underground US metal… μέχρι και η περίπτωση να επιστρέψει ο Mike DiMeo εξετάστηκε, αλλά αυτός δεν ήθελε να συμμετάσχει χωρίς τον Reale. Από όλους τους, περισσότερες πιθανότητες είχε ο φίλος και επί χρόνια αρωγός στα β’ φωνητικά σε studio δουλειές του group, Tony Harnell. Θα την έπαιρνε τη δουλειά, αν δεν έβλεπε τα πράγματα διαφορετικά από τους υπολοίπους, θέλοντας τα καινούργια κομμάτια να πάρουν μια πιο rock κατεύθυνση. Πού ξέρεις, μπορεί κάποια στιγμή να τον ακούσουμε σε κάποιο project, με κάποιο εκ των μελών… Λέω εγώ τώρα.
Τελικά, η λύση όχι απλά βρέθηκε, αλλά ήταν σαν να έκανες Blackjack όταν ο dealer, η «μάνα», έχει στο χέρι είκοσι! Στην προσωπική μπάντα του Jack Starr που είδαμε λίγο πιο πάνω, όπως και στους επίσης Αμερικανούς REVERENCE (σχήμα με συμμετοχές μεταξύ άλλων των Steven Wacholz, Ned Meloni και Bryan Holland) τραγουδούσε ο Todd Michael Hall, βετεράνος της underground US metal σκηνής με τους HARLET του “25 gets a ride” (1988). Μετά από παρακολούθηση videos, ο Todd πέρασε από audition, τραγούδησε και κάποια από τα τραγούδια που είχαν ήδη ετοιμαστεί για τον άτιτλο, ακόμη, νέο δίσκο και αυτό ήταν. Το «ιδανικός», θα φάνταζε λίγο για να τον περιγράψει.
Πριν μάλιστα τον ανακοινώσουν, οι RIOT ανέβασαν στο YouTube ένα κομμάτι τους με τη φωνή του, ζητώντας από τους οπαδούς να τον μαντέψουν. Αν θυμάμαι καλά, ήταν το “Thundersteel”. Αν πάλι κάνω λάθος με συγχωρείς αλλά γράφω από μνήμης, δεν υπάρχει πια το video ή εγώ δεν το βρίσκω. Και επειδή RIOT χωρίς δεύτερη κιθάρα δεν γίνεται, αυτή θα βρισκόταν στα χέρια του Nick Lee. Ο νεαρός, ενθουσιώδης και ικανότατος Nick, ήταν επί χρόνια μαθητής του Mike Flyntz, είχε «μεγαλώσει» δίπλα του, είχαν τον ίδιο τόνο και είχε γνωρίσει αρκετά καλά και τον ίδιον τον Mark. Συνεπώς, ήταν μια σίγουρη επιλογή, η οποία θα ενίσχυε το «οικογενειακό κλίμα» του συγκροτήματος.
Προτού κυκλοφορήσει το “Unleash the fire”, είχαν γίνει γνωστά δύο πράγματα: Το πρώτο, πως θα άλλαζε το όνομα σε RIOT V, αφενός για να δείξουν οι Αμερικανοί ότι περνούν στη φάση του πέμπτου τραγουδιστή, αφετέρου για να εξαλειφθεί κάθε υπόνοια καπηλείας του ονόματος, υπόνοια που σίγουρα θα μετουσίωναν σε αρνητικά σχόλια οι απανταχού κακοπροαίρετοι. Το δεύτερο, πως ήθελαν και στη νέα τους εποχή να συνεχίσουν σε μεγάλο ποσοστό στον ήχο των “Thundersteel” και “The privilege of power”. Απολύτως λογικό, αφού ο Van Stavern είχε τεράστιο μερίδιο στην σύνθεση και των δυο αυτών θεουργημάτων, ο Flyntz εντάχθηκε στη μπάντα το 1988 και ο Hall είχε ιδανική φωνή για το ύφος αυτό, άσχετα αν μπορεί να πει τα πάντα.
Βέβαια, ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι των οπαδών, όπως ο γράφων καλή ώρα, δεν άφηναν ελεύθερο τον εαυτό τους να ενθουσιαστεί. Οι πρώτες θετικές σκέψεις και εντυπώσεις, ήρθαν μετά τα πρώτα «αναγνωριστικά» lives. Ναι, οι Donnie και Mike ήξεραν ακριβώς τι έπρεπε να γίνει και το αποτέλεσμα φαινόταν να τους δικαιώνει. Από τη χώρα μας πέρασαν τον Φεβρουάριο του 2014, στο Κύτταρο, με μια setlist ονειρική και το ακυκλοφόρητο “Metal warrior” να μας βάζει «φωτιά». Λίγη ακόμη υπομονή και θα ακούγαμε και το καινούργιο υλικό…
Το “Unleash the fire”, ένας δίσκος αυθεντικός, ξεφεύγει από το «άλμπουμ φόρος τιμής στον Mark Reale» και κοιτάζει στα μάτια τις καλύτερες στιγμές του group! Ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στα “Thundersteel” και “The privilege of power” και στις μέρες του “Fire down under” και τα τραγούδια του δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Πραγματικά, στο μόνο που διαφέρει από όλους τους σπουδαίους προκατόχους του, είναι στο ότι δεν υπάρχει κάπου το όνομα του Mark Reale στα συνθετικά credits. Όσο για το νέο line up, αποδίδει τα μέγιστα, τιμώντας πρωτίστως την απόφαση του αρχηγού να τους παραδώσει την σκυτάλη. Η απίστευτη φωνή του Todd Michael Hall ξεχωρίζει μεν αμέσως, ωστόσο κανείς δε μπορεί να υποβαθμίσει τις καταιγιστικές και ταυτόχρονα μελωδικότατες κιθάρες των Flyntz και Lee, όπως και το αλάνθαστο rhythm section των Van Stavern και Gilchriest.
Ουδένα τραγούδι υστερεί, όλα είναι ισάξια ως προς τη μουσική τους αξία. Υπάρχουν όμως κάποια που ξεχωρίζουν για άλλους, πιο συγκεκριμένους λόγους: Αυτά είναι το ήδη αναφερθέν “Metal warrior”, ως ένας ακόμη κρίκος στη γενεαλογική αλυσίδα που ξεκινά με το θρυλικό “Johnny’s back” από το “Thundersteel” (προηγήθηκε το “Still your man” και ακολούθησαν μέχρι σήμερα τα “Angel’s thunder, devil’s reign” και “Mean streets”, όλα τους εννοείται έπη). Το “Land of the rising sun”, μια ακόμη μελοποιημένη ένδειξη αγάπης και σεβασμού προς την Ιαπωνία, τη χώρα που αγκάλιασε τους RIOT όσο καμιά, δίνοντάς τους status rock stars.
Το γιατί ξεχωρίζει το “Return of the outlaw” δεν χρειάζεται να το πω, μουσική και στίχοι τα αναλύουν καλύτερα από μένα. Γενικά, το άλμπουμ είναι γεμάτο από ήχους και στίχους που παραπέμπουν κάπου στο παρελθόν κι αυτό μόνο θετικό είναι. Το φαινομενικά συγκινησιακό, εν τέλει ανεβαστικό “Take me back”, ένας κλασσικός ύμνος, που από την παρθενική φορά που παίχτηκε «ζωντανά» δε λείπει ποτέ από τις συναυλίες της μπάντας. Τέλος, οι μπαλάντες “Until we meet again” και “Immortal”, αφιερωμένες στον αρχηγό. Η παλαιά και η νέα φρουρά του «μιλούν» με τρόπο που αποκλείεται να αφήσει «ανέγγιχτη» τη ψυχή όποιου μεγάλωσε με τη μουσική του. Και εκείνος «απαντάει», στο τέλος του δίσκου… Ρε φίλε, αλήθεια, αν είσαι οπαδός του συγκροτήματος, δε γίνεται να μείνεις ανεπηρέαστος συναισθηματικά από τραγούδια σαν αυτά. Απλά, δε γίνεται!
Μερικές ακόμη πληροφορίες για το “Unleash the fire”: Κυκλοφόρησε την 27η Αυγούστου στην Ιαπωνία, δύο μέρες μετά στην Κορέα, στις 22 Οκτωβρίου στην Σκανδιναβία, στις 24 στη Γερμανία, στις 27 στην υπόλοιπη Ευρώπη (άρα και σε μας) και στις 28 σε Η.Π.Α και Καναδά. Οι εκδόσεις της Άπω Ανατολής διαφέρουν, διότι εκτός από τα OBI και τα περίεργα, ακαταλαβίστικα γράμματα στο εσωτερικό του booklet, δεν υπάρχει το “V” στο όνομα. Οι RIOT είναι οι RIOT! Στην Ιαπωνική, υπάρχει ως bonus track το “Thundersteel” σε live εκτέλεση από το Metal Assault του 2014. Τα “Bring the hammer down” και “Take me back” έγιναν videos, ο Johnny, η πιο badass φώκια του κόσμου, απέκτησε για πρώτη φορά βιονικό κορμί και υπερδυνάμεις (βλέπε εξώφυλλο). Τέλος, ο Bruno Ravel με τον Joshua Block που υπογράφουν την παραγωγή, είναι γνωστοί από τις συμμετοχές τους σε μπάντες σαν τους DANGER DANGER, TALAS, BURNING STARR, THE DEFIANTS, WESTWORLD (project του Reale με τον Harnell στα φωνητικά) ο πρώτος και VIRGIN STEELE ο δεύτερος.
Κάπου εδώ, φτάνουμε στο τέλος. Τα παραπάνω, δεν γράφτηκαν μόνο για να τιμηθεί ένα αριστουργηματικό άλμπουμ. Γράφτηκαν και ως απάντηση προς όσους μιλούν για «προσβολές», «ιεροσυλίες» και «tribute μπάντες». Δέκα χρόνια μετά, οι RIOT V είναι δυνατότεροι από ποτέ, έχουν την σταθερότερη σύνθεση της καριέρας τους, οι δίσκοι τους είναι ο ένας καλύτερος του άλλου και αν μπορούσαμε να ανεβούμε για λίγο στον ουρανό, θα βλέπαμε τον μεγάλο αρχηγό να χαμογελά.
Δημήτρης Τσέλλος