ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “The division bell” – PINK FOYD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1994
ΕΤΑΙΡΙΑ: EMI
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Bob Ezrin
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
David Gimour – κιθάρες, φωνητικά
Nick Mason – τύμπανα
Richard Wright – πλήκτρα
Guy Pratt – μπάσο
Βαίνοντας προς τα τέλη των 80s, ένα αίσθημα σήψης θα άρχισε να σημαίνει στις επάλξεις των PINK FLOYD καθώς τα δύο μεγάλα Εγώ του συγκροτήματος, του David Gilmour και του συγκεντρωτικού Roger Waters, θα συγκρούονταν, καθιστώντας ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα στην ιστορία της μουσικής ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Το 1985, δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του “The final cut”, στο οποίο ουσιαστικά η μπάντα συνοδεύει τον Waters, ο τελευταίος θα ανακοινώσει τη φυγή του και παράλληλα, θα κινηθεί δικαστικά για να εμποδίσει μελλοντική χρήση του ονόματος PINK FLOYD. Ο Gilmour ωστόσο δεν είχε καμία όρεξη να τα παρατήσει και συνέχισε μόνος του κυκλοφορώντας το “A momentary lapse of reason” το 1987. Στο επίσημο line-up θα γράφονταν μονάχα τα ονόματα των Gilmour και του ντράμερ Nick Mason με τον Richard Wright να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πολλούς καλεσμένους αφού είχε ανακοινώσει και κείνος τη φυγή του το 1979.
Παραδόξως, το άλμπουμ είχε μεγάλη εμπορική απήχηση γεγονός που οδήγησε και σε μια πετυχημένη και εκτενή περιοδεία (κάτι στο οποίο ο Waters επίσης προσπάθησε να θέσει νομικά εμπόδια). Η μπάντα, ή ότι είχε απομείνει, μπορούσε να συνεχίσει και χωρίς τον άνθρωπο που μας χάρισε τα concept του “Dark side of the moon”, “Wish you were here”, “Animals” και φυσικά του “The wall”. Οι PINK FLOYD πλέον δεν ήταν ένα συγκρότημα, αλλά ένα προϊόν με εμπορική απήχηση, μια εμπορική μάρκα. Η εμπορική αυτή επιτυχία θα συνεχιστεί το 1994 με το επόμενο άλμπουμ που θα αγγίξει και το νούμερο ένα στην Αγγλία, για ένα σύντομο διάστημα. Μιλάμε φυσικά για το “The division bell”.
Με τον Wright να βρίσκεται ακόμα στην περιφέρεια, και χωρίς κανένα νομικό εμπόδιο, οι τρεις εναπομείναντες μπήκαν το 1993 στο στούντιο της μπάντας στο Βόρειο Λονδίνο, παρέα με τον Guy Pratt στο μπάσο, φρέσκο από την περιοδεία του “Momentary lapse” στη θέση του Waters. Ύστερα από τα απαραίτητα jam sessions και αφού έβαλαν τάξη στις δεκάδες ιδέες τους, τα έντεκα κομμάτια που θα απάρτιζαν το άλμπουμ βρήκαν τη θέση τους και η μπάντα μετακόμισε στο πλωτό στούντιο του Gilmour για να τα ηχογραφήσουν. Εδώ όμως προέκυψε ένα σοβαρό ζήτημα που είχε να κάνει και με την απουσία του Waters: ο Gilmour δεν ήταν ο πιο ικανός τραγουδοποιός της μπάντας, με το κομμάτι των στίχων να αποτελεί μια σοβαρή αδυναμία.
Για τις ανάγκες λοιπόν του νέου δίσκου, ο Gilmour κάλεσε την μέλλουσα σύζυγο του και συγγραφέα Polly Samson. Όπως συμβαίνει συχνά, η παρουσία ενός εξωτερικού παράγοντα, και ποσώς μια γυναίκας, προκάλεσε κάποιες προστριβές στην «αγοροπαρέα». Στο τέλος όμως, ο παραγωγός Bob Ezrin θα παραδεχτεί πως χάρη στη Samson, το concept του δίσκου έλαβε μορφή αφού έβαλε μια τάξη στο χάος στίχων και ιδεών στο μυαλό του Gilmour. Βασικά, μπορούμε άνετα να μιλήσουμε για έναν concept δίσκο.
Όντως, το “Division bell” διατρέχει μια κεντρική θεματική που είναι η επικοινωνία, η απουσία της, η σύγκρουση και το χάσμα (division) που φέρνει. Καθόλου τυχαίο φυσικά από μια άποψη μετά από όλα τα ευτράπελα μεταξύ των δύο κεντρικών πόλων της μπάντας, που δεν αποκλείεται να συμβολίζονται από τα δύο μνημειώδη αγάλματα του εξωφύλλου που φαίνονται να μιλάνε αλλά να μην κοιτάνε το ένα το άλλο. Μια γλυκιά μελαγχολία διατρέχει τους στίχους εν γένει με κομμάτια όπως το “What do you want from me” να διατυπώνουν μια απορία και ένα παράπονο χωρίς υπεκφυγές. Το “Poles apart” επίσης μιλά για το χάσμα που φέρνει η σιωπή και η απουσία επικοινωνίας ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα.
Το concept καθίσταται ακόμα πιο φανερό με τίτλους όπως “Lost for words” και “Keep talking” που τα «λένε» όλα κυριολεχτικά. Στο τελευταίο μάλιστα ακούμε τον διάσημο αστροφυσικό Stephen Hawking που είχε δανείσει την χαρακτηριστική του φωνή για μια διαφήμιση στην οποία μιλά για τη σημασία της διπλωματίας και του γόνιμου διαλόγου. Βλέποντας τα όσα είχαν συμβεί με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η μπάντα θεώρησε πως θα ήταν ταιριαστό, αν και όχι πολιτικά ορθό, να επικοινωνήσουν με την διαφημιστική εταιρία για να δανειστούν τη φωνή του Hawking. Ο Waters σίγουρα θα είχε ασκήσει βέτο στην χρήση μιας φωνής για μια τηλεοπτική διαφήμιση.
Υπάρχει όμως και μια άλλη θεματική που διατρέχει το άλμπουμ: αναγέννηση. Τι πιο λογικό επίσης μετά από όσα έγιναν και την επιμονή των Gilmour/Mason να συνεχίσουν χωρίς τον κινητήριο μοχλό του Waters. Στο κομμάτι “Wearing the inside out”, όπου τραγουδά ο Wright, οι στίχοι μιλάνε για έναν άνδρα που γυρνάει τη πλάτη του σε μια ζωή απομόνωσης, ενώ στο “Coming back to life”, ο Gilmour μιλά με μεταφορική γλώσσα για τη ζωή που αφήνει πίσω του και εκείνη που τον περιμένει (θα παντρευόταν την Samson μερικούς μήνες αργότερα).
Μουσικά, συναντάμε εδώ πολλά από τα γνωστά μοτίβα των PINK FLOYD ειδικά από το “Dark side of the moon” και έπειτα. Το εναρκτήριο “Cluster one” βασίζεται στο trademark μοτίβο ενός απαλού και ονειρικού blues σόλο πάνω από τα αιθέρια και ταξιδιάρικα πλήκτρα του Wright ο οποίος έγινε ξανά επίσημο μέλος του γκρουπ με το όνομα του στα credits. Η κιθάρα του Gilmour πρωταγωνιστεί σε όλο το άλμπουμ τόσο μάλιστα ώστε να το βαφτίσουν πολλοί, και εγώ μαζί, έναν σόλο David Gilmour δίσκο, όπως ήταν και το “The final cut” ένας Waters σόλο δίσκος – καμία ένσταση εκεί.
Το “What do you want from me” θυμίζει πολύ με τον στακάτο ρυθμό του και το blues feeling το “Money”, ενώ υπάρχει μια γενικότερη “Shine on you crazy diamond” αισθητική με τη σύζευξη blues κιθάρας και αιθέριων πλήκτρων που εγείρουν το συναίσθημα και εκείνη την ονειρική ατμόσφαιρα που είναι ταυτόσημη με τους FLOYD. Επιπλέον, ο σαξοφωνίστας Dick Parry, που έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στα “Dark side of the moon” και “Wish you were here” με τις χαρακτηριστικές του πινελιές, επέστρεψε προσφέροντας αρκετές γνώριμες νότες και ήχους. Θα συμφωνήσω με τον Gilmour που θα ισχυριζόταν πως το “Division bell” είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός τους δίσκος από το “Wish you were here”, κυρίως για την απαλή και ονειρική ατμόσφαιρα και τις αιθέριες κιθάρες που είχαν παραγκωνιστεί από το έτερο Εγώ του Gilmour.
Ωστόσο, για πολλούς από μας, οι PINK FLOYD δεν θα ήταν ποτέ ίδιοι και το “The division bell” είναι κάπως άνευρο και επίσης υπερβολικά καλογυαλισμένο για έναν δίσκο με αυτή την επωνυμία. Λείπει το νεύρο του Waters και το ρίσκο του πειραματισμού. Για να είμαι ειλικρινής, PINK FLOYD χωρίς τις δύο αυτές προσωπικότητες μαζί, δεν γίνεται. Ίσως και γι’ αυτό συχνά ο δίσκος μνημονεύεται για το επικό και πιο progressive “High hopes” που κλείνει το δίσκο, ένα κομμάτι που σε ταξιδεύει μεν αλλά παράλληλα σε αρπάζει και ταρακουνάει με τον καλύτερο τρόπο. Ζωντανά ειδικά, στο κορυφαίο live άλμπουμ “Pulse”, φέρνει δάκρυα.
Δεν γίνεται φυσικά να μην μιλήσουμε για το ότι ένα τέτοιο άλμπουμ από αυτή τη μπάντα γράφτηκε και κυκλοφόρησε σε μια εποχή όπου, στην Αγγλία, μεσουρανούσαν οι BLUR και άλλες νέες μπάντες της Brit pop σκηνής. Οι BLUR συγκεκριμένα είχαν καταφέρει να αρπάξουν τη πρώτη θέση στα charts από τους FLOYD με το άλμπουμ τους “Parklife”. Ναι καλά διαβάσατε. Οι PINK FLOYD το 1994 θα έφταναν στη πρώτη θέση των πωλήσεων και θα έκαναν μια ανεπανάληπτη εμπορική επιτυχία, κάτι αδιανόητο σχεδόν για ένα γκρουπ του prog rock/classic rock χώρου εκείνη την εποχή. Το άλμπουμ θα σκαρφάλωνε στη πρώτη θέση στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και στις ΗΠΑ και θα γινόταν πλατινένιο. Μπορεί λοιπόν καλλιτεχνικά και για πολλούς κριτικούς το άλμπουμ να μην στέκει τόσο ψηλά όπως τα άλμπουμ των 70s, αλλά ο κόσμος είχε άλλη άποψη.
Αν και αγαπήθηκε από εκατομμύρια για τη μουσική του, τριάντα χρόνια μετά το άλμπουμ σίγουρα έχει ακόμα μια φήμη που συνδέεται με τις μυθικές διαμάχες των Waters/Gilmour, τα δικαστήρια και μια γενικότερη πικρία. Αυτή η πικρία υπάρχει ακόμα και σήμερα, με τον Waters να καλεί εις μάτην τα εναπομείναντα μέλη, ύστερα από τον θάνατο του Wright το 2008, να ξεπεράσουν τις διαφορές τους. Πλέον, όλοι τους βαίνουν προς την όγδοη δεκαετία και ο χρόνος στενεύει. Ο ίδιος ο Waters βέβαια, όντας κάθετος στις απόψεις του, δεν αναθεωρεί τίποτα.
Did you know that:
- Η Polly Samson δεν βοήθησε μόνο στη συγγραφή των στίχων, αλλά και στην αποτοξίνωση του Gilmour ο οποίος είχε εθιστεί στην κοκαΐνη.
- Για τις ανάγκες του δίσκου, ο Wright χρησιμοποίησε μερικά vintage πλήκτρα, τα οποία ακούμε στο instrumental “Marooned”…
- Το οποίο είναι και το πρώτο και μοναδικό κομμάτι των PINK FLOYD που κέρδισε ένα βραβείο Grammy, στη κατηγορία για καλύτερο ροκ instrumental κομμάτι.
- Το φημισμένο εξώφυλλο είναι φυσικά ένα πολύ αναγνωρίσιμο της Hipgnosis και φιλοτεχνημένο από τον Storm Thorgerson. Πρόκειται για δύο μεταλλικά γλυπτά πάνω από τρία μέτρα και βάρους ενός τόνου. Ο Thorgerson τα φωτογράφισε πολλαπλές φορές και για αρκετές μέρες υπό διαφορετικές καιρικές συνθήκες και με διαφορετικό φωτισμό. Τα δύο γλυπτά είναι ουσιαστικά δύο κεφαλές με ανοιχτά στόματα που συμβολίζουν το concept του δίσκου.
- Ο τίτλος του δίσκου ωστόσο δεν ήταν επιλογή της μπάντας αλλά του γνωστού συγγραφέα της σειράς “The hitchhiker’s guide to the galaxy” Douglas Adams που ήταν στενός φίλος του Gilmour. Ο αρχικός τίτλος ήταν “Down to earth”.
- Για πολλά χρόνια, το “The division bell” ήταν το κύκνειο άσμα των PINK FLOYD, κάτι που άλλαξε με το “The endless river” του 2014, το οποίο δίχασε και άφησε την αίσθηση πως πρόκειται για αρπαχτή αφού έχει σχεδόν μόνο instrumental κομμάτια από τις μέρες του “Division bell” και κάποιες ambient συνθέσεις.
Φίλιππος Φίλης