ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Nuclear fire” – PRIMAL FEAR
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2001
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Nuclear Blast
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Mat Sinner, Achim Köhler
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Ralf Scheepers – φωνητικά
Stefan Leibing – κιθάρα
Henny Wolter – κιθάρα
Mat Sinner – μπάσο, φωνητικά
Klaus Sperling – τύμπανα
Χρειάζεται να μιλήσουμε εκτεταμένα και εγκυκλοπαιδικά για τους PRIMAL FEAR; Θαρρώ πως όχι. Ας κάνουμε όμως μια πολύ μικρή αναδρομή για όσους ή αγνοούν το σημαντικό αυτό σχήμα, ή δεν θυμούνται τα «επεισόδια» που είχαν παιχτεί ως τότε, για να μπουν στο κλίμα. Επεισόδιο πρώτο: οι JUDAS PRIEST αναζητούν νέο frontman, μετά από μια περίοδο απραξίας και την επιστροφή του Scott Travis. Τα νέα μαθαίνονται ταχύτατα, και εκατοντάδες τραγουδιστές προσπαθούν να κερδίσουν μια θέση στον ήλιο και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Στη Γερμανία, οι GAMMA RAY έχουν ήδη κυκλοφορήσει τρεις εξαιρετικούς δίσκους και πάνε για τον τέταρτο. Ο τραγουδιστής τους Ralf Scheepers θεωρείται το μεγαλύτερο φαβορί για την θέση στους PRIEST, μιας και έχει όλα τα προσόντα: φωνή, προφορά, σκηνική παρουσία, είναι μ’ άλλα λόγια έτοιμος. Το «χρυσό μετάλλιο» όμως παίρνει ο μέχρι τότε άγνωστος Αμερικανός Tim Owens, με τον Ralf να έρχεται δεύτερος. Μεγάλη έκπληξη για όλους εμάς, μεγάλη απογοήτευση για τον Ralf ο οποίος έχει ήδη βρεθεί και εκτός GAMMA RAY, αφού ο αρχηγός Kai Hansen αναπολεί εποχές “Walls of Jericho” και γίνεται διπλοθεσίτης…
Επεισόδια «δύο» και «τρία»: Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ο Ralf βρίσκει νέα στέγη, κατασκευάζοντάς την εκ του μηδενός ο ίδιος με τον φίλο του και επίσης «βαμμένο» οπαδό των Priest, Mat Sinner, ο οποίος φέρνει μαζί του τους μουσικούς που θα πλαισίωναν το νέο αυτό ξεκίνημα. Το “Primal fear” γέμισε ευδαιμονία όλους τους απογοητευμένους από το “Jugulator” οπαδούς του «Ιερέα». Πολλοί τόλμησαν και είπαν πως αυτό θα έπρεπε να είναι το άλμπουμ της επιστροφής των «τοτέμ» από το Birmingham. Μια άποψη που άκουσαν και φιλτράρισαν οι δημιουργοί του, με συνέπεια στο “Jaws of death” να προσθέσουν περισσότερες power metal αναφορές, ώστε να διαφοροποιηθούν από τους μέντορές τους. Το 2/2 ήταν εύκολη υπόθεση, εξάλλου το σχήμα ερχόταν με «φόρα» από το ντεμπούτο και τα φρένα ήταν σπασμένα ήδη. Με σπασμένα φρένα όμως, πρέπει να είσαι πολύ καλός στο τιμόνι για να καταφέρεις να κρατήσεις ένα τέτοιο όχημα εντός πορείας. Ευτυχώς, το τιμόνι κρατούσαν οι Scheepers και Sinner, οι οποίοι ως παλιές καραβάνες στον χώρο ήξεραν τι να κάνουν, και πως, ώστε να διατηρήσουν τα κεκτημένα αλλά και γιατί όχι, να εξαπλώσουν την φήμη τους ακόμη περισσότερο.
Επεισόδιο τέταρτο: 29/1/2001, κυκλοφορεί το τρίτο και κρισιμότερο άλμπουμ του group, το “Nuclear fire”. «Γάτες» και διορατικοί οι Scheepers/Sinner, ήξεραν πως έπρεπε να συνεχίσουν το «χτίσιμο» του δικού τους ήχου, ο οποίος ήδη έμοιαζε να δημιουργείται επάνω σε γερά, Priest-ικά θεμέλια. Έτσι, το ήδη υπάρχον “Defenders of the faith meets Painkiller” metal τους ενισχύθηκε με ακόμη περισσότερα «οκτάνια», φτάνοντας με άνεση να thrash-ίζει στα ραφιναρισμένα πρότυπα των METALLICA (“Fight the fire”), να ερωτοτροπεί με το power metal της απέναντι όχθης (“Bleed for me”) και να κοιτά πίσω, στις GAMMA RAY εποχές του ερμηνευτή του, όπως ακούμε στο ομώνυμο κομμάτι. Όσο για το υπόλοιπο, “Priest-to-the-bone” album, ξεκινάμε από το γεγονός πως η έναρξή του ονομάζεται “Angel in black” (ύμνος), το πανηγύρι συνεχίζεται με το «βλαστάρι» του “Hell patrol” που έχει το όνομα “Kiss of death” και το προσωπικό manifesto του Scheepers, ως προς το αν ήταν ικανός και κατάλληλος να γίνει ο τραγουδιστής των JUDAS PRIEST, το σαρωτικό “Back from Hell”. Με τέτοιο «μπάσιμο», δεν ήταν δύσκολο να κερδηθεί το ματς.
Ο Stefan Leibing μαζί με τον νεοφερμένο τότε Henny Wolter είναι αυτοί που κερδίζουν τις εντυπώσεις. «Ο Stefan έχει το δεξί χέρι του Διαβόλου!», έλεγε τότε ο Sinner. Όντως, αν έπρεπε σαν Δημήτρης να διαλέξω ένα κιθαριστικό δίδυμο εκείνη την χρονιά ως το καλύτερο, τότε θα έβαζα εκεί τα λεφτά μου. Για τους υπόλοιπους, δεν χρειάζονται λόγια, ειδικά για τον Scheepers ο οποίος με τέτοιες ερμηνείες εξαφανίζει κάθε διχογνωμία σχετικά με το ποιος κάνει κουμάντο «φωνητικώς» στην, εκτός Μ. Βρετανίας, Ευρώπη. Στο εξώφυλλο οι ατσαλένιοι αετοί καθιερώνονται ως οι mascots της μπάντας, την φορά αυτή με φόντο, τι άλλο, μια πυρηνική έκρηξη. «Όταν ο οπαδός πηγαίνει στο δισκοπωλείο, θέλουμε να βλέπει το εξώφυλλο και να ξέρει πως είμαστε εμείς, χωρίς να διαβάζει το όνομα», δηλώνει ο Ralf. Πολύ λογική κίνηση αυτή φίλε Ralf, όμως εξήγησέ μου σε παρακαλώ κάτι άλλο: Για ποιον ακριβώς λόγο περιορίσατε σε ρόλο bonus track (δεν υπήρχε στην αμερικάνικη έκδοση του άλμπουμ), το καλύτερο κομμάτι του δίσκου και πιθανότατα καλύτερο κομμάτι στην ιστορία της μπάντας, το “Iron fist in a velvet glove” (θεϊκός τίτλος); Δεν γίνεται αυτό το κράμα ACCEPT και METAL CHURCH, με τις απίθανες κιθάρες και τα κα-τα-πλη-κτι-κά φωνητικά να μένει εκτός κυρίως μενού. Απλά, δεν γίνεται.
Μιλώντας με αριθμούς και ψυχρά αποτελέσματα, το “Nuclear fire” τα πήγε εξαιρετικά εμπορικά και μέχρι σήμερα αποτελεί το πιο πετυχημένο άλμπουμ της μπάντας. Την έφερε στην 37η θέση στα γερμανικά charts, στην 23η στα ιαπωνικά, και την έβγαλε σε co-headline περιοδεία ανά την Γηραιά Ήπειρο μαζί με τους CHILDREN OF BODOM. Τότε ήταν που πέρασαν για δεύτερη φορά από την χώρα μας, με τους SABBAT όμως ως support μετά έκαναν να μας έρθουν 18 χρόνια (και πίστεψέ με, δεν ήταν τυχαίο γεγονός αυτό). Κερασάκι στη τούρτα οι πρώτες εμφανίσεις του group επί αμερικανικού εδάφους, στο Metal Meltdown του New Jersey και στο Milwaukee Metalfest. Το κυριότερο και σημαντικότερο όλων όμως ήταν το γεγονός πως, με το “Nuclear fire”, οι PRIMAL FEAR αναβαθμίστηκαν από ανερχόμενη σε μεγάλη μπάντα και καθιερώθηκαν με το δικό τους status, παύοντας πια να είναι το συγκρότημα – απάντηση του Ralf Scheepers προς τους JUDAS PRIEST.
Δημήτρης Τσέλλος