ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Red, Hot and Heavy” – PRETTY MAIDS
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1984
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: CBS
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Bill Cross/Tommy Hansen
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Ronnie Atkins
Κιθάρες – Ken Hammer/Rick Hanson
Μπάσο – Allan Delong
Drums – Phil Moorhead
Keyboards – Alan Owen
Το 1984 θα είναι για πάντα μια από τις σημαντικότερες χρονιές στον ευρύτερο rock, hard rock και heavy metal ήχο αφού κυκλοφόρησαν δουλειές που χαρακτήρισαν ιδιώματα, προσφέροντας στους ακροατές αέναους δίσκους που «κρατάνε» ακόμα και στις μέρες μας. Σε αυτή την κατηγορία θα ήταν και η παρθενική full length δουλειά των Δανών PRETTY MAIDS, ενός συγκροτήματος που τα επόμενα χρόνια θα γινόταν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα που έχει γνωρίσει το ιδίωμα που αντιπροσωπεύουν.
Δημιουργήθηκαν από τους φίλους Ken Hammer και John Jacobsen το 1981, έχοντας αρχικά το PRETTY PANIC, σαν όνομα του σχήματος. Μια χρονιά μετά, ο ερχομός του Ronnie Atkins, αντικαθιστώντας τον Jacobsen στα φωνητικά, θα ήταν το ιδανικό κομμάτι στο παζλ, έτσι ώστε το σχήμα να αλλάξει το όνομα του σε PRETTY MAIDS, να ξεκινήσει να γράφει το δικό του υλικό κι εν τέλει να κυκλοφορήσει το 1983 το ομώνυμο EP.
Το 1984 λοιπόν, το “Red, hot and heavy”, θα έβλεπε το φως της δημοσιότητας, αποτελώντας ένα από τα ωραιότερα και πιο χαρακτηριστικά ντεμπούτα συγκροτήματος. Μετά από την επιβλητική εισαγωγή του “Fortuna imperatrix mundi”, από το “Carmina burana” του Carl Orff, το “Back to back” με την χαρακτηριστική κραυγή “Ride” του Atkins στην αρχή, αλλά και τα επόμενα δυο τραγούδια, το ομώνυμο του δίσκου και το “Waitin’ for the time”, έθεσαν αμέσως τις βάσεις για το πως θα ήταν το στυλ των τραγουδιών του γκρουπ.
Οι κύριοι συνθέτες Hammer και Atkins, δημιούργησαν κομμάτια με ως επί το πλείστον γρήγορο ηχητικό tempo που «ακροβατούσαν» ανάμεσα στον τότε heavy metal και τον hard rock ήχο, έχοντας και ψήγματα άλλων ιδιωμάτων. Όταν η σύνθεση ήταν πιο γρήγορη, ο ακροατής θα άκουγε άκρως πορωτικά ριφ, κιθαριστικές και φωνητικές μελωδίες σε πρωταγωνιστικό ρόλο, catchy ρεφραίν που άμεσα θα σιγοτραγουδούσες και έναν τρομερό δυναμισμό σε καθεμία. Τα πιο γρήγορα τραγούδια σου «ανέβαζαν» άμεσα την αδρεναλίνη, δημιουργώντας σου μια ξεσηκωτική διάθεση.
Όταν πάλι η σύνθεση κινούνταν σε πιο hard rock ή midtempo ρυθμούς, την μελωδία και το ηχητικό θέμα του σκελετού του τραγουδιού, συνόδευε αφενός μια υποβόσκουσα «αλήτικη» ατμόσφαιρα και αισθαντικότητα, που έδινε μια άλλη ακουστική οπτική. Αφετέρου το group είχε αποφασίσει να βάλει στα τραγούδια του και πλήκτρα, που εκ του αποτελέσματος, ταίριαζαν απόλυτα όπου υπήρχαν, και έτσι έγιναν σήμα κατατεθέν στην ταυτότητα του, όπως επίσης και τα τραχιά φωνητικά του Atkins. Όταν οι ταχύτητες «έπεφταν», τα τραγούδια είχαν πολλά από τα στοιχεία του AOR και μελωδικού rock ιδιώματος, με αρκετές πινελιές και αναφορές στον Αμερικάνικο ήχο της εποχής, βεβαίως από την δική τους ηχητική προσέγγιση.
Παρόλο που το γκρουπ ήταν ακόμα «άγουρο», δημιούργησε θελκτικές στην ακρόαση συνθέσεις, που είχαν αρχή, μέση και τέλος, χωρίς κανένα περιττό σημείο σε αυτές. Τα τραγούδια στην ροή του άλμπουμ εναλλάσσονταν από πιο αργά σε πιο γρήγορα, κάτι που όμως δεν ενοχλούσε σε καμία στιγμή τον ακροατή, κάνοντας τον να θέλει να ακούει τον δίσκο στην ολότητά του. Οι Atkins/Hammer αλλά και ο Owen, που είχε συνδράμει συνθετικά σε 3 από τις 9 συνθέσεις του δίσκου, απέδειξαν περίτρανα ότι είχαν περίσσιο ταλέντο και έμπνευση να γράφουν ωραία τραγούδια προς τέρψη του οπαδού. Ακόμα και η διασκευή στο “Little darling”, των THIN LIZZY, που εμπεριέχεται στην κυκλοφορία, έχει το στίγμα του σχήματος, αφού επιλέγοντας να ανεβάσουν το tempo του τραγουδιού, το εναρμόνισαν στην όλη ηχητική χροιά του άλμπουμ.
Έτσι ακούγοντας το δίσκο καλά, ακόμα και στις μέρες μας, ανακαλύπτεις άμεσα το μυστικό επιτυχίας του που είναι οι ίδιες οι συνθέσεις. Η ικανότητα των μελών να γράφουν και να αποδίδουν τραγούδια που έχουν μείνει αναλλοίωτα στο χρόνο, δημιούργησε μια δουλειά που θα μνημονεύεται για πάντα. Όλες οι συνθέσεις, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, γι’ αυτό και μπορούν να αποτελούν, κάθε μια, μέρος μιας συλλογής, είτε ενός best of του σχήματος, είτε μιας ενός οπαδού που θέλει να την συνδυάσει και με άλλες αγαπημένες του, από διαφορετικά συγκροτήματα.
Το “Red, hot and heavy”, παρόλο που η «βιτρίνα» του είναι κάπως γραφική για τα τωρινά δεδομένα, αφού για τα τότε ήταν στο πνεύμα/«μόδα» της εποχής, το «εμπόρευμα» του όμως χαρακτηρίζεται από τρομερή ποιότητα και μεράκι των δημιουργών, με τραγούδια που δεν γίνεται να σε αφήσουν αδιάφορο. Ακούγοντας ξανά το άλμπουμ για την εν λόγω κριτική, για μια ακόμα φορά, συνειδητοποίησα πόσο «φρέσκο» ηχεί, ακόμα και μετά από 40 χρόνια. Άλλωστε δεν είναι τυχαία η πορεία τους από την εν λόγω δουλειά και μετά, «κρατώντας» το συγκρότημα πάντα ψηλά στις προτιμήσεις του κοινού.
Did you know that:
– Το album είναι το μόνο που συμμετέχει ο Rick Hanson. Μετά την κυκλοφορία, τον αντικατέστησε ο Benny Petersen, αρχικός κιθαρίστας των MERCYFUL FATE, ο οποίος φεύγοντας από τους PRETTY MAIDS δημιούργησε τους JACKAL, και κυκλοφόρησε 4 albums.
– Το τραγούδι “Night danger” συμπεριλαμβάνεται στην ταινία του 1985 “Demons”, ένα άκρως ενδιαφέρον soundtrack με συμμετοχές των SCORPIONS, MOTLEY CRUE, BILLY IDOL, SAXON, ACCEPT και RICK SPINGFIELD μεταξύ άλλων.
– Το άλμπουμ έχει τοποθετηθεί στην θέση 437 στην λίστα του Γερμανικού Rock Hard το 2005, με τα 500 καλύτερα rock και metal albums όλων των εποχών.
– Οι δυο παραγωγοί του άλμπουμ συμμετέχουν σαν special guest στην διασκευή που εμπεριέχεται στο δίσκο.
Θοδωρής Μηνιάτης