A day to remember… 29/9 [MOONSPELL]

0
906












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “The Antidote” – MOONSPELL
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2003
ΕΤΑΙΡΙΑ: Century Media
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Hiili Hiilesmaa /MOONSPELL
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Fernando Ribeiro – φωνητικά
Ricardo Amorim – κιθάρα
Pedro Paixão – πλήκτρα
Miguel Gaspar – ντραμς

Πέρασαν 20 χρόνια από την έκδοση του δίσκου που θα λέγαμε ότι ήταν κάτι σαν το φιλί της ζωής στην κάπως παραπαίουσα τότε καριέρα των Πορτογάλων. Με αφορμή την επανέκδοση του δίσκου λόγω αυτής της επετείου, Ο Γιώργος Γκούμας αναλύει όχι μόνο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε ο δίσκος αλλά και την αξία του που τότε είχε υποτιμηθεί κάπως.

Η αρχή της χιλιετίας είχε βρει τους Πορτογάλους σε μια παράξενη κατάσταση: θέλοντας να αποστασιοποιηθούν από τους industrial/electro πειραματισμούς των δύο προηγούμενων δίσκων, “Sin/Pecado” (1998) και “The Butterfly Effect” (1999), το 2001 έβγαλαν το κατά γενική ομολογία αναιμικό “Darkness and Hope”, ένα “θέλω αλλά δεν μπορώ” που είχε να κάνει με την επιστροφή στις πιο μεταλλικές ρίζες τους. Εκείνο το αδιέξοδο έμπνευσης, μαζί με την αναπόφευκτη απώλεια ή έστω αποξένωση κάμποσων φαν, λόγω εκείνων των πειραματισμών, είχε και ως συνέπεια την αύξηση των εντάσεων μέσα στην μπάντα και την μετέπειτα αποπομπή του μπασίστα Sérgio Crestana (λόγω “καλλιτεχνικών διαφορών” είχαν πει τότε), οπότε πριν να μπουν στο στούντιο είχαν απομείνει οι τέσσερείς τους και με μια βαριά αβεβαιότητα να πλανάται στον αέρα.

Σίγουρα εκείνες οι αντιξοότητες βοήθησαν την μπάντα κατά κάποιο τρόπο να ξαναβρεί το mojo της γιατί ο δίσκος διακατέχεται από έναν εκλεπτυσμένο συνδυασμό ρομαντισμού και ζοφερότητας, αλλά και ισορροπίας μεταξύ μελωδίας επιθετικότητας, έχοντας τον φόβο ως κεντρική ιδέα του δίσκου, τον φόβο που ίσως είχαν τότε και για το ίδιο το μέλλον της μπάντας.

Για τον έκτο δίσκο τους αποφάσισαν να ξαναπάνε στο Ελσίνκι, στα Finnvox Studios, και να ξανασυνεργαστούν με τον παραγωγό Hiili Hiilesmaa (THE 69 EYES, APOCALYPTICA, ΗΙΜ, κτλ.) ενώ το μπάσο το ανέλαβε ο Niclas Etelävuori, που τότε έπαιζε στους AMORPHIS (θα επαναλάμβανε ως session μουσικός μαζί τους στον δίσκο “Night Eternal”).

Αυτή η προαναφερθείσα αποστασιοποίηση από τους δύο προηγούμενους δίσκους, σήμαινε φυσικά ότι οι κιθάρες ξαναγυρνούσαν στο προσκήνιο με τον Ricardo Amorim ευτυχή τώρα που μπορεί να ξαναζωγραφήσει με τις έξι χορδές του, έχοντας ως υπασπιστή του τον Pedro Paixão στην ρυθμική κιθάρα. Ήδη από το πρώτο κομμάτι του δίσκου, “In and Above Men” , μας δείχνει ότι έχει άγριες διαθέσεις και μάλιστα μας το υποδηλώνει με ανατολίτικες πινελιές ενώ στο επόμενο, “From Lowering Skies” αλλάζει τόνο και μπαίνει σε καθαρά post punk πλαίσια, μια αίσθηση που ενδυναμώνεται κι από το tribal παίξιμο του Miguel Gaspar (που θα το επαναλάβει και στο “The Southern Deathstyle”). H εφευρετικότητα στις κιθάρες γίνεται πιο εμφανής στο “Everything Invaded” όπου μιμούνται την τεχνική του pizzicato στα έγχορδα δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μοναδική, χωρίς να αφήνουμε απ’ έξω το πολύ καλό σόλο, ενώ στο “Antidote” εναλλάσσει την ακουστική με την ηλεκτρική κιθάρα άνετα.

Τα πλήκτρα από την άλλη πλευρά, είναι πολύ πιο διακριτικά τώρα, και ο βασικός τους ρόλος είναι να αναπαριστούν το Έρεβος ως ηχητικό υπόβαθρο, με εξαίρεση το “Lunar Still” και “As We Eternally Sleep on It” όπου ο Pedro Paixão βγάζει την απόλυτη gothic ατμόσφαιρα. Αξίζει τον κόπο να ψάξετε και το κομμάτι “The Darkening”, που νομίζω ήταν το B-side του single “Everything Invaded”, και που κανονικά όχι μόνο θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί στο άλμπουμ αλλά και να ακούγεται στα gothic clubs.

O Fernando Ribeiro εναλλάσσεται κι αυτός μεταξύ των death growls και τα φωνητικά α λα Nick Cave με άνεση, δείχνοντας μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ενώ οι στίχοι του συνεχίζουν να γίνονται όλο και πιο ποιητικοί καθώς, για παράδειγμα, υπάρχει αναφορά στον Oscar Wilde και στο ποίημα “Requiescat” που έγραψε για την αδελφή του Isola που είχε πεθάνει το 1867. Νομίζω ότι η φράση στην πρώτη σελίδα του booklet του CD τα λέει όλα σχετικά με το feeling του δίσκου: “The Horror of Beauty, The Beauty of Horror”.

Όπως είπαμε στην αρχή, η κεντρική ιδέα του δίσκου είναι ο φόβος στις διάφορες μορφές του όπως είναι ο φόβος της απώλειας (ενός αγαπημένου προσώπου) ή ο φόβος του θανάτου και η μπάντα έκανε κάτι πρωτότυπο: στην εκδοχή του CD συμπεριέλαβαν σε ψηφιακή έκδοση το βιβλίο “Antídoto” του Πορτογάλου συγγραφέα José Luís Peixoto με δέκα μικρά διηγήματα που το κάθε ένα ήταν μια ιστορία βασισμένη στα δέκα κομμάτια του δίσκου (στην Πορτογαλία υπήρξε και μια limited edition με τον δίσκο και το βιβλίο σε φυσική μορφή 80 σελίδων).

Βλέποντας εκ των υστέρων την μετέπειτα πορεία του συγκροτήματος, καταλαβαίνουμε την αξία του δίσκου που λειτούργησε σαν μια ενισχυτική ένεση κατευθείαν στην φλέβα. Έκτοτε οι Πορτογάλοι δεν παρέκκλιναν και πολύ από την φόρμουλα και το στυλ αυτού του δίσκου, γιατί κατάλαβαν ότι η προαναφερθείσα ισορροπία μεταξύ μελωδίας και επιθετικότητας (πιο κοντά στο death παρά στο black), ρομαντισμού και ζοφερότητας, φως και σκοταδιού, ήταν εκείνο που πραγματικά έδινε φτερά στην δημιουργικότητά τους.

Γιώργος Γκούμας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here