ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Heart of darkness” – GRAVE DIGGER
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: G.U.N Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Chris Boltendahl, Uwe Lulis
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Chris Boltendahl – Φωνητικά
Uwe Lulis – Κιθάρα
Tomi Göttlich – Μπάσο
Frank Ullrich – Τύμπανα
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Peter Diersmann – Β’ φωνητικά
Michael Seifert – Β’ φωνητικά
Rudy Kronenberger – Πλήκτρα
Konzertchor Koln Choir – Χορωδιακά φωνητικά
Θα ξεκινήσω το κείμενό μου, κάνοντας έναν παραλληλισμό. Ας υποθέσουμε πως η παγκόσμια rock και metal σκηνή είναι ένα ιδιότυπο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα όπου μπάντες πρωταγωνιστούν ως άλλες ομάδες, μάχονται για το «κατσαρόλι» αλλά και παλεύουν για να κρατηθούν στην Α’ κατηγορία. Πού θα τοποθετούσαμε τους GRAVE DIGGER, εν έτει 1995; Προσωπικά, θα τους έβαζα στη Β’ κατηγορία (και δυστυχώς, εδώ και πολλά χρόνια, στη Γ’, αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση), δίχως να τους υποτιμώ. Και αυτό διότι, στην σπουδαία δεκαετία των 90s, για τον μεταλλικό ήχο, ακόμη και στη Β’ κατηγορία να ήσουν, έβγαζες πολύ καλούς δίσκους. Το μόνο σίγουρο.
Όπως όμως συμβαίνει αρκετές φορές με αρκετές ομάδες Β’ κατηγορίας, υπήρξε μια «φάση» όπου οι GRAVE DIGGER κατάφεραν να ανέβουν και στην Α’! Μπορεί με το πολύ καλό “The Reaper” που είχε προηγηθεί, η ομάδα να βρέθηκε στις θέσεις ανόδου, ήταν όμως με το “Heart of darkness” που δήλωσε παρούσα στα μεγάλα σαλόνια, κάνοντας μια θεαματική πρώτη σεζόν! Ας είμαστε ειλικρινείς, πέραν από προσωπικές προτιμήσεις, γούστα ή… χούγια: Ουδείς θεωρώ πως περίμενε έναν τέτοιον δίσκο από τους Γερμανούς φίλους μας, τη δεδομένη χρονική στιγμή και αυτό από μόνο του, φανερώνει πολλά για την αξία του εν λόγω άλμπουμ. Ας δούμε πως έγινε.
Η σύνθεση του “The Reaper” ήταν πολύ δυνατή: Το δίδυμο των 80s, δηλαδή οι Chris Boltendahl και Uwe Lulis, πλαισιωνόταν ήδη από τον Tomi Göttlich, μπασίστα σε διάφορες μικρές μπάντες αλλά με αρκετά χρόνια εμπειρίας στην πλάτη του και τον Jörg Michael, ο οποίος σίγουρα δε χρειαζόταν από τότε και δε χρειάζεται και τώρα, ιδιαίτερες συστάσεις. Η μπάντα που μέχρι πριν λίγα χρόνια, έμοιαζε να είναι κουρασμένη και να έχει φτάσει σε τέλμα, τώρα φάνταζε «φρέσκια», ενθουσιώδης και έτοιμη για το «βήμα παραπάνω».
Ο Jörg τελικά δεν έμεινε, έφυγε μάλιστα πριν καν κυκλοφορήσει το EP “Symphony of Death”, το 1994. Πλήγμα; Θεωρητικά θα ήταν, αν ο Chris Boltendahl δεν είχε να διαλέξει ανάμεσα σε αρκετούς εξίσου ικανούς drummers, οι οποίοι βρίσκονταν κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια του. Και το έκανε. Διάλεξε τον Frank Ullrich, drummer των HOLY MOSES και LIVING DEATH, για τον οποίο το επίθετο «εντυπωσιακός», είναι σίγουρα το πιο ταιριαστό ώστε να περιγράψει την παρουσία του στο “Heart of darkness”.
Το “Heart of darkness” παραμένει ό,τι πιο σκοτεινό ηχογράφησε ποτέ η μπάντα από το Gladbeck, πιο σκοτεινό και από το “The grave digger” (2001). Χωρίς να αποτελεί ένα ενιαίο concept, οι στίχοι του διακατέχονται όλοι από μια «μαύρη» αισθητική, μιλώντας για θάνατο, μίσος, προδοσία και άλλα τέτοια… ανάλαφρα θέματα, με τις επιμέρους ιστορίες να είναι προϊόντα της έμπνευσης του ιδίου του group, εκτός από το θέμα του ομώνυμου τραγουδιού, το οποίο και έχει τις ρίζες του στην νουβέλα του Πολωνοβρετανού συγγραφέα Joseph Conrad, με το ίδιο όνομα. Είναι επίσης ό,τι πιο πομπώδες, ό,τι πιο επιβλητικό έχει παρουσιάσει σε 45 (!) χρόνια καριέρας. Η συμβολή της χορωδίας Konzertchor Koln, των Peter Diersmann (ENOLA GAY, SAVAGE BLOOD) και Michael Seifert (REBELLION, WOLFCHANT), όπως και των πλήκτρων του Rudy Kronenberger (STORMWIND, HOUSE OF SPIRITS), είναι τεράστια.
«Πιάνοντας» λοιπόν τα τραγούδια, αναγνωρίζουμε καταρχήν πως το επίπεδο στα 56 λεπτά που διαρκεί ο δίσκος, είναι γενικά υψηλό. Η «χημεία», σε όλα τα επίπεδα, της τριάδας Boltendahl/Lulis/Göttlich, κάνει μικρά θαύματα! Ναι, το “Black Death” το λες και “filler” αλλά και πάλι, γίνεται τέτοιος χαμός από τραγουδάρες στο “Heart of darkness” που και τούτο δω, το «παίρνει η μπάλα» και δε δίνει δικαίωμα για αρνητικά σχόλια από πλευράς οπαδού, δισκοκριτικού ή του άσχετου τον οποίο στην τελική, κανείς δεν ρώτησε να μας πει τη γνώμη του. Εμένα πάντως, όντας τελευταίο, μου δίνει από μόνο του την εύκολη επιλογή του “skip”. Βρε, λες να ήταν προμελετημένη κίνηση αυτή;
Ως κορυφές, ξεχωρίζουν το εναρκτήριο “Shadowmaker” (τρανό δείγμα τευτονικού μετάλλου), το θεϊκό “The grave dancer” (ίσως το αγαπημένο μου GRAVE DIGGER κομμάτι ever, με drumming για σεμινάριο από τον Ullrich που παίζει πανέξυπνα με απίστευτη γκρούβα), το “Warchild” με την τέλεια αντίθεση (ξεκινά με εισαγωγή το κλασσικό “Auld Lang Syne” για να δηλώσει την παιδική αθωότητα και εξελίσσεται σε έναν δραματικό speed metal τυφώνα, καθώς αυτή έχει προ πολλού χαθεί), το Wagner-ικό magnum opus “Heart of darkness” των 12 λεπτών (αντικειμενικά, μάλλον ό,τι καλύτερο έγραψαν ποτέ οι GRAVE DIGGER) και φυσικά το εφιαλτικό “Circle of witches”, άλλη μια λαμπρή παράσταση από τον Ullrich και μια απίθανη ερμηνεία από τον «θεατρικό», πέραν πάσης προσδοκίας, Boltendahl.
Το “Heart of darkness” είναι ένας δίσκος δίχως αβάντα από οπουδήποτε. Δε βγήκε στα «εύκολα», «εύφορα» 80s. Δεν ήταν “Tunes of war”, που είχε ένα “Braveheart” από πίσω του να έχει φέρει πανικό. Ούτε “Knights of the Cross” που σάλπαρε εξαρχής πάνω στα κύματα που δημιούργησε το “Tunes of war”. Δεν ήταν καν “Excalibur”, το οποίο προωθήθηκε ως το τρίτο μέρος της «μεσαιωνικής τριλογίας», συνεπώς, βάσταξε ένα κάποιο ενδιαφέρον. Αντιθέτως, πορεύτηκε εξαρχής και συνεχίζει να πορεύεται όλα αυτά τα χρόνια μόνο του, αυτόφωτο, αυτοδύναμο, κυριαρχικό, «καταδικασμένο» να μη βρει ισάξιό του στην Digger δισκογραφία, εις τους αιώνας των αιώνων.
Μα την αλήθεια, αν έπρεπε να σώσω μόνο ένα πράγμα από τους GRAVE DIGGER, δε θα ήταν άλλο από το “Heart of darkness”. Το άλμπουμ για το οποίο θα τους συγχωρούσα και ύφος «χιλίων καρδιναλίων».
Δημήτρης Τσέλλος