A day to remember… 30/10 [CARCASS]

0
347

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: ”Necroticism – Descanting the insalubrious” – CARCASS
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1991
ΕΤΑΙΡΙΑ: Earache
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Colin Richardson
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Jeff Walker – μπάσο, φωνητικά
Michael Amott – κιθάρα, δεύτερα φωνητικά
Bill Steer – κιθάρα, πρόσθετα κύρια φωνητικά
Ken Owen – τύμπανα, δεύτερα φωνητικά

 

To “Symphonies of sickness” του 1989 επιβεβαίωνε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι οι Άγγλοι CARCASS είχαν έρθει για να μείνουν  στον ακραίο –και μη- ήχο και το συγκρότημα άρχιζε πλέον να καταλαβαίνει τις δυναμικές που είχε ο θόρυβός τους (το γράφω έτσι για να μην διαμαρτυρηθούν οι κάφροι αν αποκαλέσω το σύνολο ως τότε μουσική). Έτσι αποφάσισαν να κάνουν μια βασική προσθήκη που θα γέμιζε πολύ περισσότερο τον ήχο τους και θα βελτίωνε το παικτικό τους επίπεδο. Ήταν δυσαρεστημένοι με το αποτέλεσμα του “Symphonies of sickness” όσον αφορά το πώς βγήκε, και όχι με την ποιότητά του, καθώς θεωρούσαν ότι αλλιώς τα είχαν στο μυαλό τους και αλλιώς αποτυπώθηκαν τελικά, όλα τα παραπάνω σημειωτέον χωρίς να έχουν το παραμικρό παράπονο από τον παραγωγό Colin Richardson. Ο εν λόγω Άγιος άνθρωπος (όπως απεδείχθη στη συνέχεια πολλάκις) έλαβε το χρίσμα της πρώτης του ολοκληρωμένης παραγωγής από το συγκρότημα, καθώς πιο πριν είχε συμμετάσχει μόνο στο ΕΡ “Mentally murdered” των NAPALM DEATH. Στα πλαίσια λοιπόν της γενικής ανανέωσης τους και για να πετύχουν ακόμα περισσότερα πράγματα, οι CARCASS στρατολογούν ως δεύτερο κιθαρίστα τον Βρετανο-Σουηδό Michael Amott, ο οποίος ανήκε στους CARNAGE και μπήκε στο συγκρότημα τον Απρίλιο του 1990 όντας άμεσα μάχιμος.

Ο Amott έλαβε αμέσως μέρος στην περιοδεία για το “Symphonies of sickness”, όπου οι CARCASS ήταν συνοδευτικό συγκρότημα των DEATH και PESTILENCE και κάπου εκεί καταλαβαίνουν ότι παρά τις φοβερές συναυλίες μακελειού που δίνανε, υπολειπόταν πάρα πολύ του παικτικού επιπέδου των Αμερικάνων και των Ολλανδών συναδέλφων τους. Έτσι παίρνουν την απόφαση να κάνουν ότι μπορούν για να παίξουν κι αυτοί καλύτερα και καθαρότερα, χωρίς να χάσουν τα βασικά τους στοιχεία και κάπου εκεί αρχίζουν και γεννιούνται οι ιδέες για τα τρίτο τους άλμπουμ, το οποίο υπολογίζεται ότι τους πήρε κοντά ένα με ενάμιση χρόνο να ολοκληρωθεί σαν σκέψη κι εκτέλεση μέχρι και να κυκλοφορήσει. Οι CARCASS πλέον αφήνουν συνειδητά το grindcore παρελθόν των δυο πρώτων μνημείων τους που όρισαν κι ακόμα ορίζουν το είδος και επιδέχονται ξανά με την βοήθεια του Colin Richardson σε ένα πιο ευθύ ηχητικά και συμπαγές άλμπουμ, ξεκάθαρα με death metal χαρακτήρα. Μόνο που οι ίδιοι είχαν στο νου τους ότι ο δίσκος είναι η… progressive αισθητική στη μουσική τους και δεν χρησιμοποιούσαν το death metal σαν κατεύθυνση. Στο μυαλό των CARCASS, το τρίτο άλμπουμ θα ήταν η συνέχεια του “Symphonies of sickness”, αλλά όπως είχαν το SOS στο μυαλό τους εξ αρχής και με καλύτερο ήχο.

Έτσι εγένετω το κορυφαίο άλμπουμ της καριέρας τους, δηλαδή το “Necroticism – Descanting the insalubrious”. Ο τίτλος ήταν ένας συμβιβασμός από την πλευρά του μπασίστα/τραγουδιστή Jeff Walker που πρότεινε το “Necroticism”, και του ντράμερ Ken Owen που πρότεινε το “Descanting the insalubrious”. Προκειμένου να σταματήσουν να διαφωνούν και να μείνουν συγκεντρωμένοι στα του δίσκου, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν και οι δυο τίτλοι τελικά (ορθώς γιατί μπορεί μέχρι να το πεις να αλλάζει η ώρα, αλλά γεμίζει το στόμα ρε παιδί μου). Η μπάντα παραδέχεται ότι όντως έκανε συμβιβασμούς γενικότερα για να πάει στο αμέσως υψηλότερο επίπεδο, και ένας εξ αυτών ήταν η επιστροφή τους στην Earache, κατόπιν της λήξης του συμβολαίου τους μετά το “Symphonies of sickness”. Οι CARCASS πραγματικά σκέφτηκαν αυτό που λέμε οι Έλληνες «πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη» και μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι προσεγγίσεις που είχαν από άλλες εταιρείες. Μάλιστα, δεν δίσταζαν να χαρακτηρίζουν την προσφορά που τους έκανε τότε η Roadrunner ως άκρως ανεπαρκή, προσβλητική και τυπική, χωρίς ωστόσο να εμπλέκεται ο ανέκαθεν σκληρός διαπραγματευτής Monte Conner. Χαρούμενοι που επέστρεψαν εκεί που ανήκαν, οι CARCASS βάζουν πλώρη στο να φτιάξουν το δίσκο, με την συμβολή του νιούφη Amott να αποδεικνύεται καθοριστική στον τρόπο προσαρμογής του στη μπάντα.

Ο νέοπας όχι απλά είχε τη δυνατότητα να παίζει κατευθείαν κάτι που ακούει, μετουσιώνοντας έτσι τις ιδέες των Walker/Owen, ενώ και ο έτερος κιθαρίστας Bill Steer του έδωσε κατευθύνσεις που υπάκουσε και εκτέλεσε μέχρι τέλους. Τα παραπάνω τονίζονται γιατί για κάποιο παράξενο λόγο αρκετοί θεωρούν ότι ο Amott ήρθε να μολύνει και να εκτροχιάσει τους CARCASS από την φρενήρη grindcore πορεία τους. Να σας προσγειώσω αγαπητοί μου, καθώς τρισάγια τα δυο πρώτα άλμπουμ και τα Peel Sessions που τόσο μνημονεύετε, αλλά αν δεν ερχόταν η Μιχαλού (όπως αγαπώ να τον αποκαλώ) στο συγκρότημα, όχι απλά δε θα τους ξέρατε σαν αναφορά, αλλά θα ψάχνατε να δείτε πως και γιατί έκαναν τόσο μπαμ στις αρχές. Ξεπερνάμε τα παραπάνω, με τον Amott να έχει συμβολή στα δυο singles τελικά του δίσκου, τα οποία ήταν εύκολο να επιλεγούν ως τα μικρότερα κομμάτια, ενός δίσκου με μέση διάρκεια τα 6’ κομματιών. Έτσι πρόσφερε το “Incarnated solvent abuse” (να γράψω άλλη μια φορά ότι το κατέβασμα μετά την αρχή είναι ίσως το κορυφαίο χώσιμο ρυθμικής κιθάρας μαζί με το αντίστοιχο του “Stranger aeons” των ENTOMBED) και έγραψε και το μελωδικό σημείο στο “Corporal jigsore quandary”. To “Symposium of sickness” είναι προϊόν αρρώστιας του ντράμερ Ken Owen.

Στα υπόλοιπα κομμάτια κυριαρχεί το δίδυμο Walker/Steer με τις τζαζεμένες ιδέες σε μάκρος. Είπαμε, οι τύποι ακόμα και σήμερα ονομάζουν progressive το υλικό του δίσκου, όχι άδικα με βάση το πόσα πράγματα βάλανε μέσα στα κομμάτια. Ας πάρουμε παράδειγμα το εναρκτήριο “Inpropagation” το οποίο ακούγεται λες και έχει μέσα 50 διαφορετικά σημεία και έχει γίνει συρραφή μεταξύ τους. Ε, αυτοί ήταν οι CARCASS του ’91. Βαρύτεροι από ποτέ, με το παίξιμο τέρμα βελτιωμένο (δεν είναι ντροπή ξέρετε να μαθαίνεις να παίζεις καλύτερα), με ένα κιθαριστικό ήχο που τρυπάει τον εγκέφαλο και πάνω απ’ όλα, τα πάντα ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΑ. Τα φωνητικά του Walker ειδικά έχουν τρομερή άρθρωση. Έχουμε μικρο-lead ανάμεσα στην ΣΦΑΓΗ, τα τύμπανα του Ken Owen ακούγονται ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ και το δόγμα 2 κιθάρες > 1 κιθάρα βρίσκει την απόλυτή του εφαρμογή, με τους Steer/Amott να κατεβάζουν ριφφολογία που θα ζήλευαν οι καλύτεροι όλων των ειδών. Τα leads του Amott πραγματικά κάνουν τη διαφορά, έχοντας διαπλατύνει τον ήχο τους όσο έπρεπε από το να μην χαρακτηριστούν ξέκωλοι (υπήρχαν και τέτοια «άγχη» βλέπετε εκείνη την εποχή) και πλέον υπήρχαν ξεκάθαρες δομές με αρχή, μέση και τέλος στα κομμάτια τους. Η παραγωγή του Colin Richardson είναι πραγματικά από άλλο πλανήτη και έχει αναδείξει το παίξιμο.

Γενικώς, μιλάμε για μια νέα αρχή στην καριέρα των CARCASS, όπου πλέον αρχίζουν με τα βίντεο των δυο προαναφερθέντων singles να έχουν φοβερό air play από το MTV –ακόμα και σε ώρες αιχμής- και να φτάνουν σε σημείο να ξεκινάνε την περιοδεία του δίσκου και να κάνουν sold out σε θρυλικά venues όπως το The Marquee! Μέσα στο 1992 λαμβάνουν μέρος και στην Gods Of Grind περιοδεία μαζί με τους ENTOMBED, CATHEDRAL, CONFESSOR (τους οποίους δεν καταλάβαιναν πως και γιατί έλαβαν μέρος και λυπόντουσαν που δεν είχαν ανταπόκριση, ο δε Amott τους λάτρευε και θα δείτε πολλές φωτογραφίες τους με μπλουζάκι της μπάντας), ενώ θρυλική είναι και η περιοδεία Campaign For Musical Destruction στην Αμερική μαζί με NAPALM DEATH, CATHEDRAL και BRUTAL TRUTH. H δημοτικότητά τους αυξανόταν ραγδαία, οι οπαδοί είχαν τρελαθεί, μπλουζάκια και άλμπουμ πωλούταν με ρυθμούς που δεν περίμεναν, ενώ ακόμα και τα δυο low budget video clip που έκαναν (και που αισθάνονται ακόμα ντροπή γι’ αυτά), παραδέχονται ότι τους έδωσαν την κατάλληλη ώθηση στο να γίνουν γνωστότεροι. Για την ακρίβεια η παραδοχή «χωρίς αυτά τα βίντεο ο δίσκος δεν θα πήγαινε το ίδιο καλά» αν μη τι άλλο, δείχνει ότι φόραγαν παντελόνια. Και να ήταν μόνο αυτό τελικά;

Οι CARCASS συμβάλουν στο ιερό ’91 όσον αφορά το death metal με ένα ακόμα Μ-Ν-Η-Μ-Ε-Ι-Ο και μάλιστα χωρίς οι ίδιοι να χρησιμοποιούν τον όρο (πάντως σίγουρα προσπαθούσαν να απομακρύνουν οποιαδήποτε αναφορά στο grindcore του παρελθόντος). Συνέχιζαν να κάνουν  αναφορές για progressive αισθητική, ότι έμαθαν να παίζουν, ότι η καθαρότητα άλλων συγκροτημάτων τους έκανε να θέλουν να ανέβουν επίπεδο και δεν δίσταζαν να αναφέρουν μέχρι και το “Conspiracy” των KING DIAMOND σαν παράδειγμα του πόσο ωραία ακούγεται και ότι ήθελαν να κάνουν κάτι αντίστοιχο με τον δικό τους τρόπο. Οι CARCASS από θεοί του grindcore έγιναν μια death metal υπερδύναμη στο “Necroticism…” και όσο κι αν οι ίδιοι ακόμα δεν πιστεύουν την αποδοχή που είχε και ακόμα έχει, και όσο κι αν θεωρούν ότι ήταν σκαλοπάτι να βρουν τον ήχο που πραγματικά ήθελαν μετά, δηλαδή στο “Heartwork”, το τρίτο τους άλμπουμ πάντα θα αποτελεί ότι καλύτερο έκαναν, σε πείσμα των “CARCASS ΜΟΝΟ ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΩΤΑ ΜΕ ΤΑ ΕΜΕΤΙΚΑ ΕΞΩΦΥΛΛΑ) ή των “ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ CARCASS ΠΡΙΝ ΤΟ HEARTWORK, ΔΕΝ ΠΑΙΖΑΝΕ ΜΟΥΣΙΚΗ”. Όπως σίγουρα θα έχετε δει οι οπαδοί του(ς) σε πάρα πολλά σχόλια, ο δίσκος αναφέρεται ως «μια θρησκεία από μόνο του» και οι φανατικοί του υποστηρικτές περήφανα πίνουν νερό ακόμα στο όνομα του.

Ορισμός της εκτόξευσης μιας μπάντας και πως όταν η σκέψη σου γίνεται πράξη, θα πετύχεις όσα εμπόδια κι αν έχεις στο δρόμο σου._

 

Did you know that:

Ας κάνουμε μια ειδική αναφορά στο εξώφυλλο, καθώς οι ίδιοι ήθελαν να μην θυμίζει οτιδήποτε κλισαρισμένο σχετικά με τον ακραίο ήχο. Δεν θέλανε ούτε μια τυπική ζωγραφιά, ούτε gore/horror αισθητική με ζόμπι και πτώματα. Έτσι αποφασίστηκε να ενωθούν οι τέσσερις φωτογραφίες του καθενός που επιμελήθηκε φίλος τους για να γίνουν κολάζ, ενώ η φωτογραφία έχει τραβηχτεί στο ιατρείο του πατέρα του Ken Owen, που τους το παραχώρησε φυσικά με πλήρη συγκατάθεση. Τα χέρια του «χειρούργου» που κρατάνε το τσεκούρι δεν είναι άλλα από του ίδιου του Ken Owen, ενώ το χέρι μέσα στον κάδο κάτω αριστερά (το αναφέρω γιατί για λόγους ανεξήγητους πολλοί ΔΕΝ το έχουν προσέξει) είναι του ίδιου του Jeff Walker.

Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here