A day to remember… 31/11 [WARLORD]

0
312
Warlord












Warlord

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “And the cannons of destruction have begun…” – WARLORD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1984
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Metal Blade Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Mark Zonder, George Peckham (Porky)
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Rick Cunningham (Damien King II) – Φωνητικά
Bill Tsamis (Destroyer) – Κιθάρα
Diane Kornarens (Sentinel) – Πλήκτρα
Dave Watry (Archangel) – Μπάσο
Mark Zonder (Thunder Child) – Τύμπανα

Το να γράψω για τους αγαπημένους μου WARLORD, είναι ένα νόμισμα με δυο όψεις. Από τη μια μου δίνει μεγάλη χαρά, από την άλλη δεν είναι και τόσο εύκολο. Για πολλά πράγματα μπορώ να είμαι ψυχρός και αποστασιοποιημένος, οι WARLORD, οι LORDIAN WINDS, οι LORDIAN GUARD και κατ’επέκταση ο δημιουργός όλων αυτών, ο Bill Tsamis, δεν ανήκουν σε αυτά. Υπάρχουν στιγμές που το συναίσθημα κατατροπώνει την πένα, όπως έγινε στον αποχαιρετισμό που γράψαμε με τον Σάκη Νίκα, όταν ο Bill πέθανε…

Αυτή τη φορά, μου ανετέθη να γράψω για την 40η επέτειο του “And the cannons of destruction have begun…”. Το “And the cannons…”, ίσως να είναι ένα από τα 3-4 metal άλμπουμ που έχω ακούσει περισσότερο στη ζωή μου. Έχω την πεποίθηση πως αν με βάλεις σε ένα studio, μπορώ να γράψω κάθε του νότα, από την πρώτη μέχρι την τελευταία. Την κασσέτα που το συνόδευε (ή μήπως αυτό συνόδευε την κασσέτα;) την έχω δει τόσες φορές, που δύναμαι να θυμηθώ και να μιμηθώ κάθε κίνηση των μελών του συγκροτήματος, να πω κάθε λέξη τους. Έτσι δε γίνεται πάντα, με τις μεγάλες αγάπες; Και συ μπορείς να το κάνεις αυτό, με τον πιο λατρεμένο σου δίσκο, οπωσδήποτε!

Θα πάμε λοιπόν πίσω στον χρόνο όχι στο 1984, αλλά στο 1997. Φέρνω στο νου εκείνη τη χρονιά και με πιάνει μια γλυκιά μελαγχολία… πόσο ωραία, αθώα χρόνια. Όλα μας φαίνονταν «μαγικά». Πήγαινες στο αγαπημένο σου δισκοπωλείο (ή ακόμη καλύτερα, έκανες την αγαπημένη σου βόλτα σε όλα τα δισκοπωλεία της περιοχής σου, τη λεγόμενη και «δισκότσαρκα»), έμπαινες στο κατάστημα και ήταν σαν να μπαίνεις στην Χώρα των Θαυμάτων. Άκουγες τον πωλητή με προσοχή την ώρα που μιλούσε, κοιτούσες παράλληλα το εξώφυλλο του άλμπουμ που κρατούσες στα χέρια σου και ήταν λες και αυτό «ζωντάνευε» μπροστά σου. Και το αντίστοιχο του “And the cannons…”, ήταν από αυτά που όντως, μπορούσαν πανεύκολα να «ζωντανέψουν».

Η δική μου γενιά, δεν είχε υπάρξει ως τότε «κοινωνός» των WARLORD. Ενώ οι παλαιότεροι metalheads – ένα μικρό κομμάτι τους βασικά, μιας και η μπάντα ποτέ δεν έκανε «γκελ» στο mainstream κοινό – είχαν ως πολύτιμο φυλακτό το θρυλικό EP “Deliver Us”, εμείς οι νεότεροι, αν ήμασταν πολύ τυχεροί, ίσως ακούγαμε κάποιο κομμάτι του σε κάποια κασσετοσυλλογή. Για τα σχολιαρόπαιδα των 90s, τούτη η επανακυκλοφορία ήταν που μας έκανε οπαδούς του group, με δεύτερο, πολύ πίσω μεν αλλά δεν πρέπει να το παραβλέψουμε, να έρχεται το “Glory to the brave” των HAMMERFALL, λόγω της διασκευής στο “Child of the damned”.

Τί ήταν το “And the cannons of destruction have begun…”; Ήταν η προσπάθεια, η θέληση των WARLORD να διαφέρουν από τη μόδα των LA club acts και να αποστασιοποιηθούν από την τακτική των video clip hits που στόχευαν στο MTV. Ο στόχος/σκοπός τους; Να παρουσιάσουν το υλικό τους σε μεγαλύτερη κλίμακα, ως ένα ολοκληρωμένο “live” show υπό VHS home video μορφή. Επίσης, ήταν μια ευκαιρία να ξαναηχογραφήσουν μέρος του υλικού του “Deliver Us”, με πολύ καλύτερο ήχο, ως soundtrack. Για τα «γυρίσματα» του ιδιότυπου, μουσικού αυτού film, «έκλεισαν» το The Raymond Theatre στο Raymond. Το άλμπουμ, θα περιείχε τα δύο κομμάτια του single “Lost and lonely days”/”Aliens”, τέσσερα από το “Deliver Us” συν δυο ολοκαίνουργια, τα “Soliloquy” και “MCMLXXXIV”.

Η αλήθεια είναι πως η κινηματογραφική σχολή του πανεπιστημίου UCLA δεν έκανε και πολύ καλή δουλειά. Μερικές από τις κάμερες δεν λειτουργούσαν, κάποια πλάνα ήταν άστοχα… Αλλά ποιος τις πρόσεξε αυτές τις λεπτομέρειες; Ποιος νοιάστηκε για δαύτες; Ουδείς. Έβαζες τη βιντεοκασέτα στο video, πατούσες το “play” και από την στιγμή που άκουγες την απόκοσμη φωνή της εισαγωγής, χανόσουν σε έναν μοναδικό, παραμυθένιο κόσμο… Και σε ρωτώ, αυτό δεν είναι, ή αυτό δεν πρέπει να είναι το ζητούμενο, κάθε φορά που ακούς μουσική; Να ξεφεύγεις από την καθημερινότητα;

“1984, the beginning of the end, a world at war. The decline of individuality (and) the fall of originality. As we seek our immortality, the crusade has just begun. In 1984, the foundation will be built, for a kingdom that will come…”. Μια περγαμηνή καίγεται, με ερασιτεχνικό η αλήθεια είναι τρόπο (αναπτήρες rule!), αλλά το είπαμε και παραπάνω, ποιος προσέχει τώρα τέτοιες λεπτομέρειες. Το μαγικό κουτί που λέγεται WARLORD έχει ανοίξει και από μέσα βγαίνουν πράγματα θαυμαστά!

Πρώτο κομμάτι το Lucifers hammer και έχεις ήδη «ψαρώσει» με όσα βλέπεις. Η παραγωγή δεν έχει καμία σχέση με την αντίστοιχη του EP. Ο ήχος έρχεται απευθείας από το studio, το καταλαβαίνεις αυτό ειδικότερα από το lip syncing του Rick Cunningham. Χμ… ας είμαστε ειλικρινείς, τώρα το καταλαβαίνεις, τότε, χαμπάρι δεν έπαιρνες! Το “Lucifer’s hammer” σε είχε ήδη συνεπάρει! Εσχατολογικό, περιγράφει τα συμβάντα και τις συμφορές ενός γενικευμένου, πυρηνικού, Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Δε μου βγάζεις δε από το μυαλό πως ο στίχος “Raise the dead from their graves, and throw in yourselves and hide” έχεις τις ρίζες της σε μια προφητεία η οποία έλεγε «Όσοι θα ζουν τότε θα τρέξουν στα μνήματα και θα φωνάξουν ‘εβγάτε σεις οι πεθαμένοι, να μπούμε εμείς οι ζωντανοί!’».

Δεύτερο στην σειρά, το Lost and lonely days. Φίλε μου, δεν έχω ακούσει ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΗ κιθάρα στο heavy metal. Και το τονίζω, με κεφαλαία γράμματα. Τόσο γλυκιά, τόσο μελαγχολική, τόσο βελούδινη… και εκείνο το solo; Αχ, το solo… Φράσεις δίχως λέξεις, λέξεις δίχως γράμματα. Μια ερωτική εξομολόγηση, που οι νότες της «κόβουν» πολύ περισσότερο από τους λυπητερούς στίχους. Ιδανικός σύντροφος τα πλήκτρα, που δίνουν έναν ονειρικό τόνο. Για όλους εμάς τους φανατικούς λάτρεις της μουσικής των WARLORD, μπορεί η κιθάρα του Τσάμη και τα τύμπανα του Zonder να ήταν το «Α και το Ω» των χρυσών ετών του συγκροτήματος, η Diane Kornarens στα πλήκτρα όμως, έδινε άλλη χάρη!

Κάπου εδώ, γίνεται η πρώτη «διακοπή». Μεταφερόμαστε στο studio, για να συναντήσουμε έναν μορφονιό, με τσιγάρο στο χέρι, να αγκαλιάζει το μπάσο του και να στρέφεται στην κάμερα με χαρακτηριστική άνεση και αφοπλιστικό χαμόγελο. O Dave Watry είναι στην πεντάδα με τους πιο αγαπημένους μου μπασίστες στο heavy metal. Τον θεωρώ δε, εγκληματικά υποτιμημένο. Δεν είναι μόνον οι αναμφισβήτητες τεχνικές του ικανότητες, οι οποίες δε γίνεται να κρυφτούν σαν τον βλέπεις και τον ακούς να παίζει. Είναι πρωτίστως αυτό που λέμε “touch”! Ο «Αρχάγγελος», μας μιλά για το πόσο «δεμένοι» ήταν ως παίκτες οι WARLORD, πόσο είχαν προοδεύσει μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την κυκλοφορία του “Deliver Us” και ποιος ο σκοπός του video soundtrack… Ποιος ήταν; “The video soundtrack is basically an anthology of the first three years of the band. We filled that we conquered the first territory, now, we conquer the rest!”

Black mass! Το σκοτεινό έπος του EP, σε εκτέλεση τουλάχιστον ισάξια (και για κάποιους ακόμη καλύτερη) της πρώτης, έστω κι αν ο Damien King II υστερούσε του προκατόχου του, Damien King I. Για στιχουργική προσέγγιση σαν αυτή τους κατηγόρησαν κάποτε για σατανιστές, για μπάντα που προωθεί τον σατανισμό… πόσο ρηχά τα έβλεπε τότε όλα ο κόσμος. Λογικό, από την άλλη. 1984 έγραφε το ημερολόγιο. Το solo είναι μια ακόμη αριστουργηματική έκφραση, ένα ξεχωριστό τραγούδι, μέσα στο τραγούδι! Το “Black mass” έκανε πολύ ωραία αντίθεση με το παραπονιάρικο, λυπητερό “Soliloquy”. Εδώ, ο Damien King II τραγουδά μάλλον καλύτερα από ποτέ, ενώ οι μελωδίες και οι αρμονίες απογειώνουν την σύνθεση. Νομίζω πως πρόκειται για μια σπουδαία στιγμή, έτσι δεν είναι;

Δεύτερη παύση και μεταφερόμαστε ξανά στο studio, όπου ένας γεμάτος αυτοπεποίθηση και πίστη τόσο στις δικές του ικανότητες όσο και των συμπαικτών του, Mark Zonder, δίνει το έναυσμα για να ξεκινήσει το Aliens. Drum intro a la “Stargazer” (ο Zonder μπορεί να ήταν ήδη ένας καταπληκτικός drummer αλλά δεν είχε το jazz στυλ που υιοθέτησε από τον πηγαιμό του στους FATES WARNING και μετά), απίθανο riff στην κιθάρα, solo με κλασσικό υπόβαθρο, μπάσο που «κρατά» το μισό κομμάτι, η θρυλική heater ασπίδα με έμβλημα το “W” ανεβαίνει πίσω από τα τύμπανα, εντυπωσιακό finale… Τι άλλο να ζητήσεις από το επικό heavy metal; Τίποτα. Κι όμως, αυτό είχε ακόμη να σου δώσει πολλά!

Ώρα να δούμε και τον αρχηγό. True story: Όλοι οι metalheads γνωρίζουν το “Asturias” του Isaac Albéniz. Όλοι. Γιατί όλοι έχουν ακούσει το “To tame a land” των IRON MAIDEN. Κάποιοι όμως «κολλήσαμε» με τη μελωδία του, όταν είδαμε τον Bill Tsamis με την κλασσική κιθάρα και την παρτιτούρα μπροστά του. Τόσο πολύ, που την επομένη τρέξαμε στον δάσκαλό μας στο ωδείο με την βιντεοκασέτα ανά χείρας, παρακαλώντας τον να μας το διδάξει. Δεν ξέραμε τίποτα, ούτε τον τίτλο του, ούτε τον συνθέτη του, τίποτα. «Δάσκαλε, άκου ένα ‘ισπανικό’ που παίζει αυτός ο κιθαρίστας, θέλω να το μάθουμε!». Κουτσά – στραβά «βγήκε», ο δάσκαλος μας έκανε το χατίρι. Και μπορεί μετά από τόσα χρόνια να μπορούμε μετά δυσκολίας να κουνήσουμε τα δάκτυλα στην ταστιέρα γιατί το παρατήσαμε το «άθλημα», η αγάπη όμως έμεινε.

Οι επιρροές… Ο Τσάμης δεν είχε ακόμη εκφράσει ανοικτά τη λατρεία του για τη βυζαντινή και την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας του, αυτό θα γινόταν από τους LORDIAN WINDS και μετά. Στους WARLORD, κατά τον ίδιο, η έμπνευση αντλείτο από την πρώιμη Αναγέννηση, τον Bach, τον Vivaldi, τον Paganini και από τις επίσης πρώιμες δουλειές των SCORPIONS, RAINBOW, RUSH και U.F.O. Τι ήταν όμως το ίδιο το heavy metal για αυτόν; Ήταν μια μορφή Τέχνης, που εξέφραζε δύναμη, επιθετικότητα, θρήνο, άλλες φορές δυνατά και άλλες φορές χαμηλόφωνα, μα πάντα έχοντας ένα πανίσχυρο μήνυμα να μεταδώσει.

Η ατμόσφαιρα, συνεχίζει ο Bill, ήταν προϊόν των στίχων, της θεματολογίας των τραγουδιών. Έγραφε για τις φιλοσοφικές του ανησυχίες και για την σχέση του με τον Θεό. Οι στίχοι, για τον Bill, συμβαδίζουν πάντα με τη μουσική. Δε γίνεται να τα ξεχωρίσεις, θα είναι σαν να έχεις έναν πίνακα χωρίς χρώματα. Μειδιά λυπημένος σαν αναφέρει τις κατηγορίες περί «σατανολατρείας» (βλ. “Black mass” πιο πάνω) και δίνει τίτλους από μελλοντικά τραγούδια του group που βρίσκονταν «στα σκαριά»: Battle of the living dead, Lost Archangel, Thy Kingdom Come, Achillesrevenge… Σε αυτά, έλεγε ο Bill, θα ακούγαμε το αληθινό πνεύμα των WARLORD. Εκ των υστέρων, θα πω εγώ, βγήκαν σωστοί όσοι ισχυρίζονταν πως στους LORDIAN WINDS/LORDIAN GUARD ακούσαμε τον Τσάμη που ήθελε κι ο ίδιος να ακούσουμε.

Συνέχεια με τα MCMLXXXIV (ορχηστρικό, instrumental) και Child of the Damned. Διαφορετικά τραγούδια επί της ουσίας, αλλά αν κι εσύ μπορείς με δυσκολία να φανταστείς το δεύτερο δίχως το πρώτο, καλώς όρισες στο club. “1984” σημαίνει στα Λατινικά το “MCMLXXXIV”. Πανέμορφο, σε αργό tempo, με μελωδίες που υπερ-καλύπτουν με άνεση την απουσία τραγουδιστή, είναι ο τέλειος προπομπός για τον κεραυνό που ονομάζεται “Child of the Damned”. Δυναμικά τύμπανα με τη δίκαση να παίρνει φωτιά, τρομερή απόδοση στο μπάσο από τον Archangel, θεαματική κιθάρα και υψίσυχνα φωνητικά, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του πιο power metal άσματος των WARLORD. Η ερμηνεία του Rick Cunningham είναι διαφορετική από αυτήν του Jack Rucker, μας αρέσει όμως εξίσου. Τιμή και δόξα στους HAMMERFALL, να το ξαναπώ;

Λίγο πριν την τελική ευθεία, ο βασικός «κορμός» του group, η τριάδα Destroyer – Archangel – Thunder Child, ευχαριστεί όλους όσους στήριζαν τότε τη μπάντα, με πρώτο το “Battle Choir” fan club, όσους εργάστηκαν για τη δημιουργία του video soundtrack και δίνει το τελευταίο της μήνυμα: Deliver us from Evil this day, deliver us from Evil, we pray. Λες και ακούστηκε η παράκληση εκείνη, δυνατός άνεμος φυσά. Η γνώριμη ακουστική εισαγωγή ακούγεται ξανά, ενώ έξι ιερατικές φιγούρες με κεριά στα χέρια, μεταλαμπαδεύουν η μια στην άλλη μια ιερή φλόγα. Το Deliver us from Evilξεκινά μέσα σε effects καπνού και ένα απίστευτο, γκροτέσκο πλάνο, όπου οι φιγούρες των Destroyer, Archangel και Damien King II ξεπροβάλουν από το σκότος.

“Deliver us from Evil”… Σίγουρα, το πλέον εμβληματικό, χαρακτηριστικό τραγούδι των WARLORD. Σε τούτο το έπος επών, ο Τσάμης έβαλε τη δεδομένη χρονική στιγμή, όλο του το «είναι». Μια προσευχή προς τον Ουράνιο Πατέρα, για να σώσει την Ανθρωπότητα από τα δεινά που την ταλανίζουν, ελέω κακίας, απληστίας, ανίκανων και μοχθηρών ηγεμόνων και να τη λυτρώσει από τα δεσμά αυτά, κατά την ώρα της Κρίσεως. Πολεμικά τύμπανα, πολεμικές κιθάρες με Μεσανατολίτικη αισθητική (λογικό, στην πεδιάδα της Μεγιδδώ θα γίνει η τελευταία μάχη της ανθρώπινης ιστορίας, τι θα ακούγαμε, κέλτικα;), θεϊκό solo, «πονεμένα» φωνητικά. Το τέλειο finale, σε ένα τέτοιο επικό αραβούργημα. Τα τελευταία πλάνα, ανήκουν στο εξώφυλλο, που χάνεται σιγά-σιγά, όπως πέφτει η αυλαία, με το σύντομο, αναγεννησιακό The end να το συνοδεύει. Γλυκόπικρη η μελωδία του, όπως γλυκόπικρη είναι στο σύνολό της η μουσική του γκρουπ.

Πόσα χρόνια έχουν περάσει από το 1997; Εικοσιεπτά. Τι έχει αλλάξει από τότε; Πάρα πολλά. Ένα από αυτά, είναι το ότι δεν είμαι το σχολιαρόπαιδο που έβλεπε αγνά, ρομαντικά τα πάντα γύρω του, στο heavy metal. Οπότε, μην περιμένεις, ειδικά σε ένα τέτοιο άρθρο, να πω λέξη για τα φετινά πεπραγμένα… Στον αντίποδα, κάποια πράγματα έχουν μείνει ίδια κι απαράλλαχτα κι ένα από αυτά, είναι η θέση που έχουν όλα όσα έχει δημιουργήσει ο Τσάμης στην καρδιά μου. Κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Οι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ πιστοί, ξέρετε ποιοι είστε, νιώθετε το ίδιο.

“One by one, to the swords, to the guns!”

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here