A day to remember… 4/8 [RAINBOW]

0
853
Rainbow




















Rainbow

ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Ritchie Blackmore’s Rainbow” – RAINBOW
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1975
ΕΤΑΙΡΙΑ: Oyster/ Polydor
ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ: Martin Birch / Ritchie Blackmore/ Ronnie James Dio
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Ronnie James Dio
Κιθάρα – Ritchie Blackmore
Πλήκτρα – Mickey Lee Soule
Mπάσο – Craig Gruber
Τύμπανα – Gary Driscoll

Στις αρχές των 70s, όταν οι θρυλικοί DEEP PURPLE ανέβαιναν γοργά στην κορυφή του Ολύμπου, ο πάντα ανήσυχος, ιδιόρρυθμος και μοναδικά ταλαντούχος κιθαρίστας τους, Ritchie Blackmore, είχε σκεφτεί, όχι μία αλλά δύο φορές, να παρατήσει το συγκρότημα. Η πρώτη φορά ήταν το 1971, εν μέσω των ηχογραφήσεων του “Fireball”. Εκείνη την εποχή ο κιθαρίστας επισκεπτόταν το Speakeasy Club του Λονδίνου μαζί με τον Ian Paice για να δουν έναν νεαρό Phil Lynott, τον μετέπειτα θρυλικό μπασίστα και frontman των THIN LIZZY, με τον οποίο ο Blackmore ήθελε να δουλέψει απεγνωσμένα. Πράγματι έπαιξαν μερικές διασκευές μαζί. Ωστόσο, το concept των BABY FACE (έτσι ονόμασαν το σχήμα) δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

Η δεύτερη φορά ήταν το 1973, μετά την ηχογράφηση του “Who do we think we are!”. Μετά την παραίτηση του Gillan, ο Blackmore είχε αποφασίσει να αποχωρήσει και αυτός, παίρνοντας μάλιστα μαζί του τον Paice. Το σχέδιο ήταν (ξανά) να προσεγγίσει τον Phil Lynott, μόνο για την θέση του τραγουδιστή. Μετά στόχευσε στον διακαή του πόθο, τον τεράστιο Paul Rodgers, για την θέση του τραγουδιστή, τον οποίο ήθελε να έχει στην ομάδα και παλιότερα αλλά δεν μπορούσε μιας και ο Rodgers δενόταν με συμβόλαιο στους FREE. Στο μπάσο θα είχε τον … Roger Glover! Το παράδοξο ήταν ότι ο Blackmore εισηγήθηκε στο management να αλλάξει «όλη» η μπάντα (κυρίως ο Glover) προκειμένου να παραμείνει ο ίδιος! Όσο για τον τον Glover, αυτός αρχικά ενημερώθηκε από το management ότι αν έπειθε τον Ian Paice να μείνει, τότε θα έβρισκαν νέο κιθαρίστα και τραγουδιστή και θα προχωρούσαν. Τελικά, επικράτησε η άποψη του Blackmore και ο Glover διώχτηκε κακήν κακώς.

Παρόλα αυτά, ο μπασίστας διατήρησε την θέση του στη δισκογραφική εταιρεία που είχε δημιουργήσει το συγκρότημα με το management τους και συνέχισε να εργάζεται στον χώρο της παραγωγής. Το 1972, μαζί με τον Ian Paice, έκαναν την παραγωγή του ομώνυμου δισκογραφικού ντεμπούτου των Αμερικάνων ELF, οι οποίοι αποτελούνταν από τον μετέπειτα ιδρυτή των RODS, κιθαρίστα David Feinstein, τον Gary Driscoll (ντραμς), τον Mickey Lee Soule (πλήκτρα) και κάποιον … Ronald Padavona στο μπάσο και τα φωνητικά.

Ο Ronald James Padavona, ή Ronnie James Dio όπως είναι έγινε γνωστός, ήταν το μοναχοπαίδι σε μία φτωχή οικογένεια Ιταλών μεταναστών. Ξεκίνησε το πρώτο του συγκρότημα, τους VEGAS KINGS στην ηλικία των 15. Μέχρι τότε ήξερε ήδη να παίζει μπάσο, πιάνο και τρομπέτα. Αφού ασχολήθηκε με διάφορα project, το καλοκαίρι του ’67 άφησε μακριά μαλλιά και μούσια και έφτιαξε το πρώτο του rock συγκρότημα, τους ELECTRIC ELVES, οι οποίοι στην συνέχεια έγιναν ELF. Το αρχικό ρεπερτόριο των ELF περιείχε διασκευές σε γνωστά τραγούδια, μέχρι που υπέγραψαν στην νεοσύστατη δισκογραφική εταιρεία των DEEP PURPLE, την Purple Records. Μάλιστα, οι Ian Paice και Roger Glover έκαναν παραγωγή στο ομώνυμο ντεμπούτο τους (“Elf”, 1972) και δεν άργησαν να λάβουν πρόσκληση για να βγουν σε περιοδεία με τους PURPLE στις ΗΠΑ το 1974.

Ο Glover πίστευε πολύ στους ELF και ιδιαίτερα στον Dio. Θεωρούσε πως ήταν ο τεχνικά πιο ολοκληρωμένος τραγουδιστής με τον οποίο συνεργάστηκε ποτέ, έχοντας την δυνατότητα να τραγουδήσει από Frank Sinatra μέχρι το πιο δυνατό hard rock. Έβγαζε τα τραγούδια με την μία, χωρίς να επιστρέφει σε κάθε μικρό σημείο και να το διορθώνει. Ο ίδιος ο Dio παραδεχόταν πως και η ενασχόληση του με την τρομπέτα τον είχε βοηθήσει πολύ, επειδή ένα τέτοιο πνευστό απαιτεί να αναπνέεις σωστά, καθώς επίσης και το γεγονός ότι η τρομπέτα έχει τις δικές της μουσικές φράσεις.

Με την αποχώρηση των Gillan και Glover και την έλευση νέου αίματος στα πρόσωπα των Glenn Hughes (μπάσο/φωνητικά) και David Coverdale (φωνητικά), ο Blackmore βρήκε νέο νόημα στην ύπαρξη των PURPLE και στήριξε την καινούρια προσπάθεια στο όγδοο άλμπουμ τους με τίτλο “Burn” (1974). Αφιερώθηκε τόσο πολύ στον σκοπό αυτό, που ανέβαλε την ηχογράφηση ενός σόλο άλμπουμ που ήθελε να κυκλοφορήσει. Δυστυχώς η καλή του διάθεση δεν κράτησε για πολύ. Μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Ritchie δήλωσε στους υπόλοιπους ότι δεν επρόκειτο να δεχτεί ισοκατανομή των κερδών δια του 5. Η στάση του προκάλεσε οργή μεταξύ των συναδέλφων του, που δεν έπαιρναν και πολύ μέρος στο γράψιμο και στην σύνθεση των τραγουδιών.

Για τους σκοπούς της επόμενης δουλειάς τους, οι PURPLE μετέβησαν στα Musicland Studios στο Μόναχο της Γερμανίας. Σχεδόν άμεσα ήρθε ξανά σε ρήξη με τους υπόλοιπους, όταν αυτοί αρνήθηκαν να ηχογραφήσουν μία διασκευή στο “Black sheep of the family” των Βρετανών QUATERMASS. Η εμμονική στάση του Blackmore να συμπεριληφθεί η διασκευή και η άρνηση των υπολοίπων να την συμπεριλάβουν χειροτέρεψε την κατάσταση, καθώς, άρχισε να προκύπτει ταυτόχρονα αλλαγή του μουσικού στυλ του συγκροτήματος, από hard rock πρωτοπόροι σε ένα υβρίδιο rock και soul/funk, καθοδηγούμενη κυρίως από τους Hughes και Coverdale.

Ο κιθαρίστας τα είχε ψιλοπαρατήσει μέχρι εκείνο το σημείο, βλέποντας ότι οι ιδέες του καταρρίπτονταν η μία μετά την άλλη. Ήταν έξαλλος καθώς οριακά συμπεριλήφθηκε μία ακόμη σύνθεσή του, η οποία έμελλε να γίνει μία από τις επιτυχίες των PURPLE, το “Soldier of fortune”. H σύνθεση αυτή είχε έντονο το Αναγεννησιακό μουσικό στοιχείο, το οποίο έδειχνε ξεκάθαρα ποια ήταν η μουσική άποψη του Blackmore εκείνη την εποχή. Παρόμοιας τεχνοτροπίας ήταν και μία άλλη ιδέα που είχε και βασιζόταν χαλαρά στο αγγλικό παραδοσιακό τραγούδι του 16ου αιώνα “Greensleeves”. Με την κυκλοφορία του 9ου άλμπουμ των DEEP PURPLE, “Stormbringer”, τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Λαμβάνοντας ανάμεικτες κριτικές και μια χλιαρή υποδοχή από τους fans, σε συνέντευξη του ο Blackmore υποσχέθηκε ότι το επόμενο άλμπουμ των PURPLE θα ήταν πιο βαρύ, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.

Το καλοκαίρι του 1973, οι ELF είχαν υπογράψει με την Purple Records στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και μετέβησαν στις αρχές του 1974 για να ηχογραφήσουν το δεύτερο άλμπουμ τους σε παραγωγή ξανά Roger Glover, με τίτλο “Carolina County Ball” (στις ΗΠΑ κυκλοφόρησε με διαφορετικό εξώφυλλο και τίτλο “L.A. 59”). Αμέσως μετά οι ELF άνοιγαν για τους PURPLE στην βρετανική περιοδεία τους το 1974 και το ίδιο καλοκαίρι του, ακολούθησαν τους headliners στην αμερικανική περιοδεία τους.

Σε αυτή την περιοδεία φυτεύτηκαν οι πρώτοι σπόροι της συνεργασίας Blackmore και Dio. O κιθαρίστας παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον τραγουδιστή και είχε αντιληφθεί ότι και αυτόν τον τραβούσε περισσότερο το hard rock και η φανταστική θεματολογία. Αφού απέτυχε να πείσει τον Coverdale να ηχογραφήσουν τις ιδέες του, με απώτερο σκοπό να φτιάξουν μαζί ένα συγκρότημα, στράφηκε στους ELF. Ένα βράδυ, λοιπόν, κάπου στην αμερικανική περιοδεία τους, έπεισε τον Dio και τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν στο στούντιο που είχε κλείσει για να ηχογραφήσουν το “Black sheep of the family” ως ένα solo single. Μετά από λίγο καιρό, αφού δοκίμασαν και την ιδέα του Ritchie που βασιζόταν στο “Greensleeves”, η οποία αργότερα εξελίχθηκε στο “Sixteenth century greensleeves” (προοριζόταν για b-side), άρχισαν να συζητούν μήπως ηχογραφούσαν μαζί ένα άλμπουμ.

Εκείνη την εποχή οι ELF ηχογραφούσαν το τρίτο άλμπουμ τους “Trying to burn the sun” (1975). Με την ολοκλήρωση του, πάρθηκε ομόφωνα η απόφαση να διαλυθεί το συγκρότημα και όλοι, πλην του κιθαρίστα Steve Edwards, πήγαν στο Μόναχο, προκειμένου να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο του νέου τους συγκροτήματος με τον Ritchie Blackmore, το οποίο αρχικά ήταν να κυκλοφορήσει ως solo άλμπουμ του κιθαρίστα. Ο Edwards εξαφανίστηκε μετά τους ELF, παίζοντας μόνο στο ομώνυμο ντεμπούτο του Randy Meisner το 1978, όταν αυτός έφυγε από τους EAGLES. Η πλάκα είναι πως ο Roger Glover έφαγε πάλι «πόρτα» αυτή την φορά από τον Dio, στον οποίο είχε απευθυνθεί. Έχοντας καιρό να παίξει σε συγκρότημα, πρότεινε να συνεργαστούν εάν ο δίσκος των ELF δεν πετύχαινε. Ο Dio δέχτηκε αρχικά αλλά σύντομα του ανακοίνωσε ότι θα προσχωρήσει σε ένα νέο σχήμα με τον Blackmore.

Το νέο συγκρότημα ονομάστηκε RITCHIE BLACKMORE’S RAINBOW. Πέρα από τον Blackmore στην κιθάρα και τον Dio στα φωνητικά, οι υπόλοιποι ήταν οι εναπομείναντες ELF, Micky Lee Soule (πλήκτρα), Craig Gruber (μπάσο) και Gary Driscoll (ντραμς). Το όνομα του κιθαρίστα προστέθηκε για να τραβήξει την προσοχή των ακροατών, ενώ το ίδιο το “Rainbow” υποτίθεται ότι προήλθε από το διάσημο Rainbow Bar and Grill στο Λος Άντζελες, όπου οι ELF και ο Blackmore περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους. Γενικά, πάντως, όλοι εκτός του κιθαρίστα ένιωθαν περίεργα για το όνομα. Χρόνια αργότερα, ο Dio είχε δηλώσει ότι γενικά ήταν θυμωμένος με τον Ritchie επειδή, ενώ από την αρχή είχαν συμφωνήσει να ονομαστεί το συγκρότημα RITCHIE BLACKMORE & RONNIE JAMES DIO’S RAINBOW, αυτό δεν τηρήθηκε με την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ, υιοθετώντας απλά το “Ritchie Blackmore’s Rainbow”. Υπό την καθοδήγηση του έμπιστου Martin Birch, του οποίου δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η καριέρα ξεκίνησε από τους PURPLE και καταξιώθηκε ως παραγωγός  στους RAINBOW, το νέο συγκρότημα μπήκε στα Musicland Studios τον Φλεβάρη του 1975 και μέσα σε τρεις εβδομάδες ολοκλήρωσε αυτό που θα εξελισσόταν σε ένα από τα σημαντικά hard rock άλμπουμ της δεκαετίας του ’70.

Tο άλμπουμ ξεκινάει με το εντυπωσιακό riff του “Man on the silver mountain”. Αποτέλεσε το πρώτο τους single (με b-side το “Snake charmer”) και έγινε επιτυχία στην ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά στην Αυστραλία έφτασε μέχρι το χαμηλό νο. 81. Σύμφωνα με τον Dio έχει κάπως θρησκευτικό χαρακτήρα. Μιλάει για μία θεϊκή φιγούρα και συμβολισμούς στην κορυφή του βουνού που αποτελεί ένα συχνό πρότυπο αναπαράστασης του Θεού στο συλλογικό υποσυνείδητο των ανθρώπων. Ο λίγο πιο … επιφανειακός Blackmore λέει πως μιλάει για κάποιον που πάει στην κορυφή ενός βουνού, ανακαλύπτει το ασήμι και μετά συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να ξανακατέβει! Το riff του πατάει πάνω στην ιδέα του “Smoke on the water”. Fans του συγκεκριμένου τραγουδιού φαίνεται ότι ήταν και οι VAN HALEN, οι οποίοι το έπαιζαν στις εμφανίσεις τους στα clubs του Los Angeles.

Ακολουθεί το “Self portrait” με τους απαισιόδοξους στίχους. Εύκολα κάποιος μπορεί να κάνει παραλληλισμούς με «Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» του Oscar Wilde, μιας και μιλάει για έναν πίνακα ο οποίος μεταφορικά αποτελεί αναπαράσταση της απελπισίας και της απαισιοδοξίας του αφηγητή. Ο Blackmore που το χαρακτήρισε σαν μία διασταύρωση μεταξύ του “Manic depression” του JIMI HENDRIX και του “Jesu, Joy of Man’s Desire” από τον J.S. BACH, το επανηχογράφησε μετά από χρόνια για το “Under a violet moon” (1999) των BLACKMORE’S NIGHT.

Το τραγούδι που έγινε αφορμή να δημιουργηθούν οι RAINBOW, το “Black sheep of the family” των QUATERMASS είναι μία από τις δύο διασκευές στο άλμπουμ και δεν φαίνεται να επιλέχθηκε τυχαία από τον Blackmore. Μάλλον επιθυμούσε να μεταφέρει κάποιο έμμεσο μήνυμα στους υπόλοιπους PURPLE όταν ζητούσε να το ηχογραφήσουν, επειδή, όπως δήλωσε και ο ίδιος, επρόκειτο για ένα αυτοβιογραφικό τραγούδι, υπό την έννοια ότι αυτός ήταν το «μαύρο πρόβατο» στο συγκρότημα. Το ηχογράφησαν με τον Dio όταν βρισκόντουσαν στις ΗΠΑ και η όλη διαδικασία πήγε τόσο καλά, που έθεσε τα θεμέλια της επαγγελματικής τους σχέσης. Ο Blackmore άλλωστε είπε ότι η ευκολία του να συνεργαστεί με τον Dio ήταν καταλυτική στο να αφήσει τους PURPLE για να δημιουργήσουν τους RAINBOW.

Η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με το ονειρικό “Catch the rainbow”. Ο Blackmore το εμπνεύστηκε από το “Little wing” του JIMI HENDRIX, με μία ακόμη υπέροχη ερμηνεία από τον Dio και ατμοσφαιρικά περάσματα στο mellotron από τον Soule που θυμίζουν λίγο Pink Floyd. Στα δεύτερα φωνητικά, ακούγεται η τότε σύντροφος του Ritchie, η Shoshana  Feinstein. Σύμφωνα με τον Dio, η αφήγηση τοποθετείται στα μεσαιωνικά χρόνια και αφηγείται την σχέση ενός αγοριού που εργάζεται στους στάβλους με μία κοπέλα της Αυλής. Κάθε βράδυ πλαγιάζουν στο αχυρένιο κρεβάτι του και νομίζουν ότι όλα θα πάνε καλά, όμως η ζωή τους αποδεικνύει με σκληρό τρόπο ότι η μόνη κατάληξη είναι να χωρίσουν. Στο επόμενο τραγούδι με τίτλο, “Snake charmer” θυμίζει επικίνδυνα αυτούς ακριβώς τους DEEP PURPLE από τους οποίους έτρεχε να φύγει ο Blackmore. Χρησιμοποιήθηκε ως b-side στο single του “Man on the silver mountain”, ενώ σε κάποιες χώρες κυκλοφόρησε με το “Temple of the king”.

Το τροβαδούρικο θέμα του “Temple of the king”, που ακούγεται σχεδόν σαν φυσική ακουστική συνέχεια του “Soldier of fortune” είναι μία από τις πιο αγαπημένες μελωδίες των RAINBOW. Ο Ritchie, που ασχολούνταν με την γιόγκα πολύ πριν γίνει της μόδας, παρακολουθούσε μια εκπομπή yoga, όταν του ήρθε η ιδέα για το τραγούδι, κάτι το οποίο εξηγεί την χαλαρωτική ατμόσφαιρα του τραγουδιού. Αυτό το τραγούδι δεν παίχτηκε επί σκηνής τότε, καθώς ο Ritchie πίστευε ότι θα τους έστελνε όλους για ύπνο με αυτή την μελωδία. Ζωντανά το έπαιξαν μόνο μετά την επανίδρυση τους στα μέσα της δεκαετίας του ’90, καθώς και με τους BLACKMORE’S NIGHT. O κιθαρίστας ήθελε να αλλάξει τον στίχο “In the year of the fox” σε “In the year of the badger” για κάποιο λόγο, αλλά δεν θα ακουγόταν ωραία, εφόσον περιγράφει κάτι σαν τελετή μύησης, κάποιο πνευματικό ταξίδι. Μία πιο σκοτεινή ερμηνεία του τραγουδιού θέλει την αφήγηση να αναφέρεται σε κάποια τελετουργία εξοικείωσης ή ακόμα και ότι είναι μια αποκρυφιστική τελετή για τον Θάνατο.

Το “If you don’t like rock ‘n’ roll” τραβάει περισσότερα στοιχεία από το boogie rock των ELF. Ακούγεται σαν filler και μάλλον είναι, μιας και βρισκόντουσαν υπό πίεση από την δισκογραφική τους να κλείσουν το άλμπουμ. Πήραν μία ιδέα που προϋπήρχε από τα χρόνια των ELF και της έδωσαν αυτή την τελική μορφή. Ακολουθεί το θαυμάσιο “Sixteenth Century Greensleeves”. Δεν είναι μόνο το φοβερό riff του που το κάνει ξεχωριστό αλλά και το γεγονός ότι βασίζεται στην ιστορία του παραδοσιακού αγγλικού τραγουδιού “Greensleeves”. Στις live εκτελέσεις του τραγουδιού που θα ακολουθούσαν, ο Ritchie συνήθιζε να παίζει μία μελωδία από το παραδοσιακό “Greensleeves” πριν μπει με φούρια στο κύριο riff. O Dio ισχυρίστηκε πως αυτή ήταν μία ιστορία που είχε ο Blackmore στο μυαλό του, σχετικά με κάποιον «μαύρο ιππότη» (πιθανότατα ο ίδιος) ο οποίος κάθε τόσο κατέβαινε στο γειτονικό χωριό και άρπαζε μία νεαρή παρθένα για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Έμπνευση για τον Blackmore ήταν το γεγονός ότι ζώντας κοντά στο κάστρο του Windsor στο Berkshire, είχε την ευκαιρία να το επισκέπτεται συχνά και να χαζεύει το μέρος. Το άλμπουμ κλείνει με την δεύτερη διασκευή, το “Still I’m sad”, το οποίο ανήκει στους YARDBIRDS, από τον δίσκο “Having a rave up with The Yardbirds” (1965). Κλιμακώνεται αργά, σαν γρηγοριανός ύμνος, δημιουργώντας μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Η διασκευή των RAINBOW είναι instrumental και τα μόνα φωνητικά είναι ξανά της Shosana Feinstein. Στις live εκτελέσεις το συγκεκριμένο τραγούδι αποδιδόταν κανονικά με φωνητικά από τον Dio και αυτοσχεδιασμό από το υπόλοιπο συγκρότημα.

Το εξώφυλλο του “Ritchie Blackmore’s Rainbow” είναι μία δημιουργία του βραβευμένου Αμερικάνου καλλιτέχνη David Willardson. Το εντυπωσιακό μαγικό κάστρο που λάμπει στο φως του φεγγαριού και στα χρώματα του ουράνιου τόξου, κρύβοντας τα σύννεφα πίσω του, παραπέμπει τον ακροατή σε ιστορίες ηρωικής φαντασίας. Εντέχνως ενσωματωμένη στο κάστρο είναι μία κατασκευή που μοιάζει με την γνωστή Fender Stratocaster που προτιμούσε ο Ritchie. Οι φωτογραφίες από τα live στο εσώφυλλο, είναι από παλιότερες εμφανίσεις των συντελεστών, αφού αυτό το line-up δεν είχε δώσει ακόμη κάποια συναυλία. Η μόνη φωτογραφία με όλα τα μέλη του γκρουπ είναι αυτή όπου ο Blackmore φορά το ιδιαίτερο καπέλο του.

Κατά την ηχογράφηση του “Ritchie Blackmore’s Rainbow”, ο κιθαρίστας δεν είχε ακόμα αφήσει τους DEEP PURPLE. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώθηκαν δύο μόλις μέρες πριν την έναρξη της ευρωπαϊκής περιοδείας τους, χωρίς οι υπόλοιποι να έχουν ιδέα. Ο Jon Lord ισχυριζόταν ότι κατά διαστήματα ο Blackmore έπαιζε ιδέες του στους PURPLE και όταν αυτοί έλεγαν να το προχωρήσουν σε τραγούδι, ο κιθαρίστας αρνούνταν ισχυριζόμενος ότι τις κρατάει για το σόλο άλμπουμ του. Όπως και να ‘χει, εν μέσω της περιοδείας, τον Απρίλιο, αποχώρησε από το συγκρότημα. Ο Μαυροντυμένος είχε βαρεθεί και δεν του άρεσε η νέα μουσική κατεύθυνση του συγκροτήματος.

Το “Ritchie Blackmore’s Rainbow” κυκλοφόρησε την 4η Αυγούστου 1975 και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από το βρετανικό κοινό, που το έστειλε στο νο. 11 των charts. Συγκριτικά, το “Come taste the band” των DEEP PURPLE που κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα έφτασε στο νο. 19, σημαντικά χαμηλότερα από το “Stormbringer” που ήταν το τελευταίο άλμπουμ τους με τον Blackmore (νο. 9). Στις ΗΠΑ τα πήγε επίσης αξιοπρεπέστατα, φτάνοντας στο νο. 30 του Billboard Chart. Επίσης τα πήγε εξαιρετικά στην Σκανδιναβία (νο. 10 στη Νορβηγία και νο. 24 στη Σουηδία) και στην Ιαπωνία έκατσε στο νο. 26. Η εταιρεία που κυκλοφόρησε αρχικά το άλμπουμ ήταν η Oyster Records, μία βραχύβια δισκογραφική εταιρεία που άνηκε στους PURPLE και την διανομή της έκανε η ΕΜΙ.

Με το που κυκλοφόρησε το “Ritchie Blackmore’s Rainbow” ο κιθαρίστας έκανε κάτι αναπάντεχο. Ανικανοποίητος με την απόδοση όλων πλην του Dio, απέλυσε τους μουσικούς και βάλθηκε να δημιουργήσει ένα νέο συγκρότημα. Πρώτος έφυγε ο μπασίστας Gruber και τους πήρε ένα μήνα περίπου να τον αντικαταστήσουν με τον Σκωτσέζο Jimmy Bain, τον οποίο ο Blackmore είχε τσεκάρει στο Marquee Club του Λονδίνου. Για την θέση του ντράμερ θυμήθηκε τον Cozy Powell που τον είχε δει να παίζει στους Jeff Beck Group και ήταν ήδη καταξιωμένος μουσικός. Μόλις ήρθε και αυτός στους RAINΒΟW, συνέχισε να αναζητεί νέο πληκτρά, με την θέση να καταλήγει στον ταλαντούχο Αμερικάνο Tony Carey. Η νέα σύνθεση ήταν έτοιμη και το συγκρότημα βγήκε στην παρθενική του περιοδεία τον Νοέμβρη του 1975, με πρώτη εμφάνιση στο Montreal του Καναδά, μάλλον με το συγκρότημα των ARGENT σε ρόλο support. Εκεί πρωτοεμφανίστηκε και το περίφημο 12 μέτρων ηλεκτρονικό ουράνιο τόξο που δέσποζε στην σκηνή, ελεγχόμενο από υπολογιστή και αποτελούμενο από 3 χιλιάδες λαμπτήρες.

Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ένα από τα σημαντικότερα, μεγαλύτερα και πιο αγαπημένα άλμπουμ στην ιστορία του hard rock και του heavy metal ήταν στα σκαριά και θα κυκλοφορούσε από αυτή την σύνθεση την επόμενη χρονιά, γράφοντας τα ονόματα των Blackmore, Dio, Powell, Bain και Carey με χρυσά γράμματα στο πάνθεο της αγαπημένης μας μουσικής. Αλλά σαφώς είμαστε ευγνώμονες στους αδικοχαμένους ELF, στο “Black sheep of the family” και σε όλους όσους πήγαν κόντρα και εκνεύρισαν τον Ritchie Blackmore προκειμένου να επιτευχθεί το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση και να αναδειχθούν ολόκληρες καριέρες, με πρώτη και καλύτερη του αγαπημένου μου τραγουδιστή όλων των εποχών, του αθάνατου Ronnie James Dio. Και ίσως δεν είναι τυχαίο που τόσο ο εκλιπών Ronnie όσο και ο κυκλοθυμικός Blackmore το μνημονεύαν σαν το αγαπημένο τους άλμπουμ από τους RAINBOW.

Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here