ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Aerosmith” – AEROSMITH
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1973
ΕΤΑΙΡΙΑ: Columbia Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Adrian Barber
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Steven Tyler
Κιθάρες – Joe Perry
Κιθάρες – Brad Whitford
Mπάσο – Tom Hamilton
Τύμπανα – Joey Kramer
Οι AEROSMITH γεννήθηκαν σε ένα παγωτατζίδικο. Όχι σε κάποιο γκαράζ, σε κάποια σκηνή, σε κάποια σχολική αίθουσα ή σε έναν μουσικό διαγωνισμό, ούτε καν στα γραφεία μιας δισκογραφικής εταιρείας. Σε ένα παγωτατζίδικο, στο θερινό θέρετρο Sunapee του New Hampshire, με θέα την ομώνυμη λίμνη. Εκεί, το 1970, ο ντράμερ – και υπάλληλος στο κατάστημα – Steven Tallarico, ο κιθαρίστα Joseph Pereira και ο μπασίστας Thomas William Hamilton, συναντήθηκαν με σκοπό να δημιουργήσουν ένα power trio σχήμα, τύπου CREAM. Κάπου εκεί μεταξύ Νέας Υόρκης, Βοστώνης και Νέου Hampshire, στις Βορειοανατολικές ΗΠΑ.
22 χρόνια πριν, στη Νέα Υόρκη, είχε γεννηθεί ο Steven Victor Tallarico (ή Steven Tyler, όπως άλλαξε το όνομα του το 1972). Ο νεαρός Steven ήταν ένα μωσαϊκό διαφόρων εθνοτήτων, Ιταλογερμανός από την πλευρά του πατέρα του (δάσκαλος μουσικής στο Bronx), ενώ η μητέρα του είχε πολωνική (με ουκρανικές ρίζες), αγγλική και αφροαμερικάνικη προέλευση. Ο αδελφός του παππού του, από την πλευρά της μητέρας του, ήταν ο Πολωνός συγγραφέας Florian Czarnyszewicz, ενώ ο παππούς από τον πατέρα του, Giovanni Tallarico, καταγόταν από το χωριό Cotronei, κοντά στον Κρότωνα, στην Καλαβρία της Κάτω Ιταλίας. Πιθανολογώ λοιπόν να έχει και μία μακρινή ελληνική ρίζα!
Από μικρός στα βάσανα ο Steven, αποβλήθηκε από το λύκειο για χρήση μαριχουάνας. Στα 17 του, κυκλοφορώντας στην πολύχρωμη συνοικία Greenwich Village της Νέας Υόρκης, είδε ζωντανά τους ROLLING STONES, με τους οποίους κόλλησε γενικότερα, γεγονός το οποίο εν μέρει οφειλόταν και στο ότι όλοι του έλεγαν ότι φέρνει κάπως στον Mick Jagger, λόγω του στόματός του. Υπάρχει, μάλιστα, φωτογραφία που φαίνεται ο Tyler να στέκεται πίσω από τον frontman των STONES έξω από το ξενοδοχείο τους.
Ήδη από το 1964 ο Tyler έπαιζε στους STRANGEURS, οι οποίοι αργότερα έγιναν CHAIN REACTION. Με τους CHAIN REACTION κατόρθωσε να παίξει support σε σημαντικά συγκροτήματα της εποχής, όπως στους BYRDS, τους BEACH BOYS και τους YARDBIRDS, με την τελευταία τους σύνθεση, που περιλάμβανε έναν νεαρό αλλά έμπειρο κιθαρίστα με το όνομα Jimmy Page. Ο Tyler έπαιζε ντραμς και έκανε δεύτερα φωνητικά, τα οποία πρόσφερε και σε ένα άλλο pop συγκρότημα, τους THE LEFT BANKE.
Την ίδια περίοδο, 300 χλμ. βορειοδυτικά, στο Hopedale κοντά στην Βοστώνη, μεγάλωνε ο θαυμαστής του Jacques Cousteau και επίδοξος θαλάσσιος βιολόγος, Joseph Anthony Pereira. Γιος ενός πορτογαλικής καταγωγής λογιστή και μίας ιταλικής καταγωγής καθηγήτριας γυμναστικής, ο νεαρός Joseph το πάλεψε αρκετά για να μπει στο πανεπιστήμιο αλλά δεν τα κατάφερε και αυτό λόγω (κατά την δική του εκτίμηση) μη διαγνωσμένης Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (το λεγόμενο ADHD – Attention Deficit Hyperactivity Disorder). Διαταραχή η οποία, πάντως, δεν τον εμπόδισε από το να ξεκινήσει μία πορεία στον χώρο της μουσικής. Ζώντας εσώκλειστος σε σχολείο αρρένων, οι ορίζοντες του επεκτάθηκαν σημαντικά μέσω των συμμαθητών του, οι οποίοι ήταν από διάφορες μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ, φέρνοντας μαζί τους δίσκους από τον Jimi Hendrix, τους BEATLES, τους WHO, τους KINKS και τους YARDBIRDS. Αυτές οι μουσικές του επιρροές αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον του για την κιθάρα, που ήδη έπαιζε από μικρή ηλικία, εξασκούμενος πάνω στα βινύλια που είχε στην διάθεση του, ξανά και ξανά. Και από εκεί που ονειρευόταν να γίνει ο επόμενος Cousteau, άρχισε να ονειρεύεται πως ήταν μέλος των YARDBIRDS και ότι έπαιζε rock ‘n’ roll όπως οι ROLLING STONES. Κάπως έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Joseph Anthony Pereira, ή Joe Perry όπως έγινε γνωστός αργότερα, έφτιαξε τους JOE PERRY’S JAM BAND, ή απλά JAM BAND, όπου συμμετείχε o μπασίστας Tom Hamilton και ο ντράμερ David “Pudge” Scott.
Το 1969, οι JAM BAND των Perry και Hamilton μετακόμισαν στην Βοστώνη και την επόμενη χρονιά έπαιξαν ζωντανά στο “The Barn”, στο Sunapee του New Hampshire. Εκεί ήταν και οι CHAIN REACTION, με τον Tyler να παρακολουθεί τους JAM BAND και να εντυπωσιάζεται με τον ήχο και την δυναμική τους επί σκηνής, ιδιαίτερα στην διασκευή του “Rattlesnake shake” των FLEETWOOD MAC. Χωρίς να χάσει χρόνο, τους προσέγγισε και πρότεινε να συνεργαστούν μαζί σε ένα νέο σχήμα. Ο Tyler έθεσε μόνο τον όρο να μην παίξει ντραμς σε αυτό το νέο συγκρότημα, επιμένοντας να γίνει ο frontman και βασικός τραγουδιστής, κάτι που βρήκε σύμφωνους τους Perry και Hamilton. Στο μεταξύ, ο Scott έφυγε από το σχήμα, κάτι που ανάγκασε τον Tyler να επιστρέψει προσωρινά στην θέση πίσω από τα τύμπανα. Άμεσα προσχώρησε στο συγκρότημα ο κιθαρίστας Ray Tabano, παιδικός φίλος του Tyler, ενώ το line-up συμπληρώθηκε με την πρόσληψη του Νεοϋορκέζου Joey Kramer στα ντραμς, επίσης παλιό γνωστό του Tyler και πρώην σπουδαστή στο μουσικό κολλέγιο Berklee. Η έλευση του Kramer έφερε τον Tyler ξανά στο μικρόφωνο. Το παζλ είχε συμπληρωθεί σε αυτό το σημείο και το μόνο που έλειπε ήταν ένα δυνατό όνομα για το συγκρότημα. Κυριευμένοι από την φιλοδοξία να ξεκινήσουν την καριέρα τους ως μουσικοί πλήρους απασχόλησης, το συγκρότημα μετακόμισε στη Βοστώνη, όπου μοιράστηκαν ένα μικρό διαμέρισμα στην γειτονιά Allston, το φθινόπωρο του 1970. Το Νοέμβριο του 1970 έδωσαν την πρώτη τους συναυλία σε ένα λύκειο της κωμόπολης Mendon, περίπου 1 ώρα νοτιοδυτικά της Βοστώνης.
To θέμα του ονόματος το έλυσε ο ντράμερ Joey Kramer. Καθώς άραζαν στον νέο τους χώρο, καπνίζοντας μαριχουάνα τα απογεύματα και βλέποντας επαναλήψεις του «Τρίο Στούτζες», , ο ντράμερ τους είπε πως όταν ήταν στο σχολείο, έγραφε τη λέξη “aerosmith” σε όλα τα τετράδιά του. H λέξη αυτή στριφογύριζε στο μυαλό του αφότου άκουσε το “Aerial ballet” του Harry Nillson. Ναι, αυτού του Harry Nillson που θα διασκεύαζε και θα έκανε μία τεράστια επιτυχία με το “Without you” των BADFINGER το 1971. Στο εξώφυλλο του “Aerial ballet” υπήρχε ένας ακροβάτης που πηδούσε από ένα αεροπλάνο. Αρχικά, οι υπόλοιποι, νομίζοντας ότι ο Kramer αναφερόταν σε ένα σχολικό ανάγνωσμα αγγλικών, το “Arrowsmith” του Sinclair Lewis, δεν εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα. Παρόλα αυτά, το “AEROSMITH” επανεκτιμήθηκε και τελικά επικράτησε, μεταξύ του ανταγωνισμού που ήταν τα “THE HOOKERS”, “SPIKE JONES” και “FOX CHASE”. Ο Ray Tabano σχεδίασε ένα πρώτο logo, μία πρώτη μορφή του κλασικού λογότυπου του συγκροτήματος με την γραμματοσειρά να πλαισιώνεται από τα φτερά.
Δεν πέρασε λίγος καιρός και ξεκίνησαν τα προβλήματα, καθώς ο Tabano, σύμφωνα με τον Tyler, δεν επεδείκνυε την απαιτούμενη αφοσίωση και πάθος. Έτσι, ο κιθαρίστας πήρε τον δρόμο της εξόδου και στην θέση του ήρθε ο Brad Whitford. O Whitford, γέννημα-θρέμμα Μασαχουσέτης, είχε επίσης παρακολουθήσει μαθήματα στο διάσημο μουσικό κολλέγιο Berklee. Πριν τους AEROSMITH είχε παίξει σε διάφορα άγνωστα τοπικά συγκροτήματα όπως οι Cymbals of Resistance, οι Teapot Dome, οι Earth, Inc. και οι Justin Thyme. Ο, δε, Tabano, θα επέστρεφε σαν μέλος του crew στο συγκρότημα, μερικά χρόνια αργότερα. H σύνθεση των Tyler (που άλλαξε επίσημα το όνομα του το 1972), Perry, Hamilton, Kramer και Whitford έμελλε να είναι η κλασική και σχεδόν αποκλειστική σύνθεση του συγκροτήματος, με εξαίρεση το διάστημα Ιουλίου 1979-Απριλίου 1984. Εξ αυτών, οι Tyler με τον Kramer είχαν αναλάβει άτυπα, εκείνο το διάστημα, να διαχειρίζονται τις υποθέσεις του συγκροτήματος, ενώ στην συνέχεια, καθώς αλώνιζαν την ζωντανή σκηνή εντός και εκτός Βοστώνης, φρόντισαν να έχουν στο πλάι τους τον manager Frank Connely.
Το συγκρότημα ήδη είχε ξεκινήσει δυναμικά, δουλεύοντας το κύκλωμα των μπαρ και κλαμπ της Βοστώνης και όχι μόνο, ενώ έγραφαν τραγούδια και μοιραζόντουσαν ιδέες στο σπίτι τους. Τεκμήρια εκείνης της περιόδου υπάρχουν στην πιο πρόσφατη κυκλοφορία των AEROSMITH, με τίτλο “1971: The road starts hear”, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2021. Ηχογραφήσεις που μάζευαν σκόνη επί χρόνια σε κάποιο κουτί και αποτέλεσαν τον πρόδρομο του δισκογραφικού τους ντεμπούτου. Στόχος του συγκροτήματος από τότε ήταν να κατακτήσουν τον κόσμο. Τόσο απλά.
Είναι πολύ λίγα τα συγκροτήματα που έχουν ταυτιστεί με την πόλη τους. Οι AEROSMITH, μετά από δεκαετίες, έφτασαν να είναι ένα από αυτά τα συγκροτήματα για τους Βοστωνέζους, σύμβολα της πόλης μαζί με την ομάδα μπέιζμπολ Red Sox και τους Boston Celtics. Όπως θα δήλωνε χρόνια αργότερα ο Perry, «είναι αστείο επειδή πάντα νιώθαμε σαν ξένοι στην Βοστώνη, παρόλο που είχαμε φίλους σε άλλες μπάντες. Δεν παίζαμε και πολύ εκεί πέρα, όπως 5 βραδιές την εβδομάδα σαν μια μπάντα διασκευών, γιατί δεν ήμασταν τέτοιοι». Πράγματι, έπρεπε να κυκλοφορήσει ο πρώτος δίσκος τους μέχρι το τοπικό κοινό να τους αγκαλιάσει. Ο κιθαρίστας συμπλήρωσε ότι «υπήρχε ακόμα και ένα συγκρότημα που τους έλεγαν BOSTON. Μόνο που δεν ήταν στ’ αλήθεια συγκρότημα και παρόλο που ήταν όλοι από την Βοστώνη, όλος ο κόσμος γνώριζε ότι πρακτικά ήταν μόνο ο Tom Scholz, που έγραφε τα τραγούδια και προσέλαβε μερικούς ταλαντούχους μουσικούς και κυκλοφόρησε αυτούς τους απίστευτα επιτυχημένους δίσκους αργότερα. Εμείς ήμασταν πραγματικά ένα συγκρότημα και φτάσαμε να θεωρούμαστε συγκρότημα της Βοστώνης από τους οπαδούς μας και όχι από τα ΜΜΕ… προσωπικά δεν νομίζω ότι ήμασταν μέρος της τοπικής σκηνής. Π.χ. στο Detroit ξεπουλούσαμε χώρους των 5.000 θέσεων πολύ πριν φτάσουμε να γεμίζουμε χώρους με την μισή χωρητικότητα στην Βοστώνη».
Οι AEROSMITH είχαν πάρει μπρος για τα καλά, έχοντας ακονίσει τις μουσικές τους δεξιότητες, τόσο συνθετικά όσο και ζωντανά. Αρκετά για να τραβήξουν την προσοχή του διδύμου Steve Leber και David Krebs, managers από την Νέα Υόρκη. Ο Leber θυμάται ότι «ο Frank Connelly ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους μου στην δουλειά μας. Ήμουν επικεφαλής του μουσικού τμήματος του William Morris Agency, και όταν υπέγραψα καλλιτέχνες στην εταιρεία, ο Frank ήταν ο πρώτος που με βοήθησε να ανακαλύψω νέα ταλέντα—από τον κωμικό Bill Cosby έως τους SIMON & GARFUNKEL. Ο Frank είχε βρει τους AEROSMITH και μου έστειλε ένα demo τους, γνωρίζοντας ότι θα μπορούσα να τους βοηθήσω να αλλάξουν επίπεδο. Μέχρι τότε, οι προσπάθειες τους είχαν βρει τοίχο από άλλες δισκογραφικές εταιρείες. Εγώ κατάφερα να τους κλείσω μία εμφάνιση στο διάσημο club της Νέας Υόρκης Max’s Kansas City και να προσκαλέσω δύο από τους φίλους μου: τον Ahmet Ertegun, πρόεδρο της Atlantic Records και τον Clive Davis, πρόεδρο της Columbia Records. O Ahmet προσπέρασε την προσφορά, ισχυριζόμενος ότι είχε ήδη την διανομή των ROLLING STONES και βλέποντας τον Tyler του έφερνε πολύ στον Mick Jagger. Όμως ο Clive τους υπέγραψε στην Columbia και αργότερα οι AEROSMITH ξεπέρασαν τους ROLLING STONES σε πωλήσεις. Με τον συνεργάτη μου David Krebs, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να βοηθήσουμε τους AEROSMITH να γίνουν τεράστιοι». Πράγματι, εκείνο το βράδυ του Αυγούστου 1972, οι δύο μάνατζερ κατόρθωσαν να κλείσουν στους AEROSMITH μία καλή συμφωνία για τα δεδομένα της εποχής και για πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα, ένα συμβόλαιο 125.000 δολαρίων με την Columbia (σημερινά περίπου 880.000 δολάρια). Μάλιστα, δεν ήταν να παίξουν κανονικά εκεί το επίμαχο βράδυ, αλλά λέγεται ότι το συγκρότημα πλήρωσε από την τσέπη του για να διασφαλίσει μία εμφάνιση! Αυτή η ιστορία περιγράφεται διεξοδικά στο “No surprise”, τραγούδι τους από το “Night in the ruts” (1979). Πληροφοριακά, η εταιρεία management των Leber και Krebs θα έφτανε στο σημείο να διαχειρίζεται πολλά από τα μεγάλα ονόματα των δεκαετίων του ’70 και του ’80, όπως τους AC/DC, τους Def Leppard, την Joan Jett, τον Ted Nugent και τους Scorpions, μεταξύ άλλων.
Κάπως έτσι, το συγκρότημα ξεκίνησε να δουλεύει για το πρώτο τους άλμπουμ τον Οκτώβριο του 1972. Επέλεξαν τον παραγωγό Adrian Barber ουσιαστικά επειδή ήταν Βρετανός. Οι Aerosmith ήταν ξεκάθαρα Αγγλόφιλοι και παρόλο που τους σύγκριναν συνεχώς με τους Rolling Stones (από τότε μέχρι και σήμερα), στην πραγματικότητα είχαν μεγαλύτερη εμμονή με τους Yardbirds και τους Fleetwood Mac. Η νεανική τους παρόρμηση ήταν ο κύριος παράγοντας που τους επέτρεψε να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ γρήγορα και εντός προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τον Tyler, τους πήρε μερικές εβδομάδες για να κάνουν την δουλειά στα στούντιο Intermedia της Βοστώνης. Ο Barber, που είχε συνεργαστεί παλιότερα με τους CREAM, τους VANILLA FUDGE και τους ALLMAN BROTHERS, κατάφερε να φέρει ένα τίμιο αποτέλεσμα. Δυστυχώς, όμως, ο παραγωγός δεν κατάφερε να καλύψει τα ελαττώματα του συγκροτήματος που είχε πολύ μικρή εμπειρία στο στούντιο και απέτυχε να πιάσει την ενέργεια των live τους. Όπως παραδέχτηκε και ο Joe Perry «μπορεί κάποιος να ακούσει το πόσο σφιγμένοι και χωρίς αυτοπεποίθηση ήμασταν σε αυτό το άλμπουμ, μέχρι και ο Steven άλλαξε την φωνή του». Όντως, σε αντίθεση με την χαρακτηριστική χροιά που του έδωσε το προσωνύμιο “Demon of Screamin’” τα επόμενα χρόνια, εδώ ο Tyler προσπαθεί να ακουστεί σαν τους μαύρους blues και R&B τραγουδιστές, που αποτελούσαν και βασική επιρροή του. Ούτε ο ίδιος έμεινε εντυπωσιασμένος από την απόδοσή του, λέγοντας «ήθελα να ακουστώ κάπως σαν μαύρος επειδή είμαι από το Yonkers της Νέας Υόρκης και εκεί, τότε, ο James Brown και ο Sly Stone ήταν οι μοναδικοί που έλεγαν κάτι με την μουσική τους, για αυτό και πήρα πράγματα από αυτούς. Και έφαγα και πολύ κράξιμο γι’ αυτό».
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των διεργασιών ήταν ένα διστακτικό, ελαφρώς άνευρο αλλά γεμάτο προοπτικές ντεμπούτο. Και αν κάποιος καταφέρει να ξεπεράσει το άγχος, τα νεύρα και την απειρία του νεαρού συγκροτήματος, ήδη διαφαίνεται η μουσική, συνθετική και δημιουργική δεινότητα τους. Το πρώτο τραγούδι, με τίτλο “Make it”, καλωσορίζει τον ακροατή με το “Good evening, people, welcome to the show”, παροτρύνοντάς τον να κυνηγήσει το όνειρο του και να μην τα παρατήσει. Ο ίδιος ο Tyler δήλωσε ότι έγραψε τους στίχους στο αυτοκίνητο καθώς επέστρεφαν στην Βοστώνη από το New Hampshire και σκεπτόμενος το φανταστικό σενάριο του τι θα έλεγε στο κοινό αν άνοιγαν την συναυλία των… ROLLING STONES! Το “Somebody”, που ήταν το πρώτο τους b-side, γράφτηκε με την συμβολή του φίλου του Tyler, Steven Emspak, το 1970 και λέει την ιστορία κάποιου που προσπαθεί να βρει την γυναίκα των ονείρων του, η οποία μάλιστα θα είχε παρόμοιες παραστάσεις, θετικές και αρνητικές εμπειρίες ζωής, με αυτόν. Ο Tyler παραδέχτηκε πως το “Somebody” ήταν εμπνευσμένο από τους YARDBIRDS, στους οποίους οι AEROSMITH είχαν ιδιαίτερη αδυναμία.
Όλα τα λεφτά, όμως, είναι το τρίτο τραγούδι και single του άλμπουμ, η επικών διαστάσεων μπαλάντα με τίτλο “Dream on”. Ένα από τα αγαπημένα τραγούδια των AEROSMITH και σίγουρα από τα πιο γνωστά και διαχρονικά της δεκαετίας του ‘70, το “Dream on” ήταν μία ιστορία που είχε ξεκινήσει πριν τους AEROSMITH. Γραμμένο από τον Steven Tyler, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα από τα πρώτα δείγματα του είδους της λεγόμενης “power ballad”, που είχε ξεκινήσει λίγο πολύ με το “Stairway to Heaven” των LED ZEPPELIN, το 1971. Αναμφίβολα το καλύτερο τραγούδι του ντεμπούτου τους, το μοναδικό single και το μόνο όπου ο Tyler δεν προσπαθεί να αλλοιώσει την φωνή του, έγινε επιτυχία στα τοπικά ραδιόφωνα όταν κυκλοφόρησε, φτάνοντας μάλιστα στο νο. 59 του Billboard. H βασική ιδέα του “Dream on” υπήρχε χρόνια στο μυαλό του Tyler, που την ξεκίνησε στο πιάνο ως έφηβος, αφού άκουσε τον πατέρα του να παίζει. Επί 6 χρόνια δούλευε αυτό το τραγούδι, που το ολοκλήρωσε με την βοήθεια των υπολοίπων. Όπως δήλωσε ο τραγουδιστής αρκετά χρόνια αργότερα, «έχει να κάνει με την φιλοδοξία να είσαι κάποιος: ονειρεύσου μέχρι να γίνουν πραγματικότητα τα όνειρά σου. Αυτό το τραγούδι συνοψίζει τις δυσκολίες που υπομένεις όταν είσαι σε ένα νέο συγκρότημα. Οι περισσότεροι από τους κριτικούς χτύπησαν το πρώτο άλμπουμ μας και είπαν ότι μιμούμασταν τους STONES. Αυτό ήταν και είναι ενδεικτικό του θυμού μου για τον Τύπο, που το έχω ακόμα». Το “Dream on” πάντως ήταν τόσο καλό που κυριολεκτικά έσωσε το συμβόλαιο των AEROSMITH με την Columbia. Το άλμπουμ πούλησε ελάχιστα, κυρίως επειδή η εταιρεία δεν το προωθούσε επαρκώς, διότι επικεντρώθηκε στο πρώτο άλμπουμ κάποιου … Bruce Springsteen (“Greetings from Ashbury Park”), που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με το δικό τους. Οι AEROSMITH κινδύνευαν να εξαφανιστούν από τον χάρτη, εν τη γένεσή τους, αλλά οι manager τους έπεισαν την Columbia να κυκλοφορήσει το “Dream on” ως single και απέδωσε αρκετά καλά, ενώ ήταν και λίγο διαφορετικό και πιο «ραδιοφωνικό» από την έκδοση του άλμπουμ. Ο μόνος που δεν εκτίμησε τότε την ποιότητα της φοβερής αυτής μπαλάντας, περισσότερο επειδή προτιμούσε την ενέργεια και την τραχύτητα των πιο rock τραγουδιών, ήταν ο Joe Perry, παρόλο που παραδέχτηκε ότι εμπορικά τους ξελάσπωσε από περιπέτειες. Το “Dream on” θα επανακυκλοφορούσε το 1975, σημειώνοντας ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, φτάνοντας αυτή την φορά στο νο. 6 του Billboard. Μέχρι σήμερα, το συγκεκριμένο single έχει πουλήσει πάνω από 4 εκ αντίτυπα, καθιστώντας το δεύτερο πιο επιτυχημένο single των AEROSMITH μετά το “I Don’t want to miss a thing” (1998).
H πρώτη πλευρά κλείνει με το “One way street”, ακόμα ένα τραγούδι που συνέθεσε στο πιάνο ο Steven Tyler. Στην άλλη πλευρά έχουμε το “Mama Kin”, άλλη μία κλασική στιγμή για τους AEROSMITH, που ένα από τα πνευματικά τους παιδιά, οι GUNS N’ ROSES, διασκεύασαν στο άλμπουμ “G N’ R Lies” (1988). Το “Mama Kin” ήταν, σύμφωνα με τον Tyler, μια πνευματική δύναμη που οδηγεί τη δημιουργικότητα και την ευχαρίστηση, ενώ το να είσαι σε επαφή με αυτή την δύναμη σημαίνει να θυμάσαι τις επιθυμίες που σε οδηγούν να διαπρέψετε. Ήταν ένα πολύ πρώιμο τραγούδι του συγκροτήματος, εμπνεόμενο από το “See my way” (1969) των Βρετανών BLODWYN PIG και, βασικά, αυτό που τους βοήθησε να υπογράψουν με την Columbia Records. Ο ίδιος ο Tyler είχε σε τέτοια εκτίμηση αυτό το τραγούδι, χτύπησε τις λέξεις “MA KIN” στον αριστερό του δικέφαλο κάτω από μια φτερωτή καρδιά, λέγοντας στους υπόλοιπους AEROSMITH ότι αυτό ήταν το τραγούδι που θα τους έκανε πλούσιους και διάσημους. To “Mama Kin” αποτελεί επίδειξη δύναμης του Joe Perry, με αρκετές πινελιές από ROLLING STONES και NEW YORK DOLLS, κυκλοφόρησε σε single και στο σαξόφωνο συμμετέχει ο David Woodford, μουσικός που περιόδευε μαζί με το συγκρότημα τα πρώτα χρόνια.
Το “Write me a letter” που ακολουθεί, έχει έναν αρκετά funky ρυθμό που έρχεται από την R & B (Rhythm and Blues) σκηνή, με τον Tyler να παίζει φυσαρμόνικα (για πρώτη φορά εδώ) περιμένοντας «ένα γράμμα από μία ερωμένη του». Στη συνέχεια, υπάρχει το “Movin’ out”, το πρώτο (από πολλά που θα ακολουθούσαν) τραγούδι που γράφτηκε από τη συνεργασία των Tyler και Perry. Το τραγούδι χτίστηκε πάνω σε έναν σκοπό που έπαιζε στην κιθάρα ο Perry και ηχογραφήθηκε πάνω σε ένα … στρώμα νερού. «Τα θυμάμαι όλα πολύ καλά» είπε ο κιθαρίστας, συνεχίζοντας: «ο πρώτος μας roadie, έμενε μαζί μας και είχε και δεύτερη δουλειά φτιάχνοντας κρεβάτια με στρώματα νερού. Αυτό είχαμε στο διαμέρισμα, ένα κρεβάτι νερού. Και όσο άβολο ήταν, μπορώ να με θυμηθώ να κάθομαι σε αυτό το κρεβάτι στην άκρη, φροντίζοντας να μην γλιστρήσω, αλλά να ισορροπήσω τον εαυτό μου και την κιθάρα στον ξύλινο σκελετό του κρεβατιού! Και θα καθόμουν εκεί και ο Steven θα ήταν ακριβώς δίπλα μου … και τότε πραγματικά αρχίσαμε να καθόμαστε σοβαρά και να γράφουμε τραγούδια … το πρώτο που βγήκε ήταν το “Movin Out”, το πρώτο αληθινό τραγούδι που γράψαμε μαζί» (ο Tyler συμπλήρωσε ότι ο Perry «μαστούρωνε και έπαιζε κιθάρα στο δωμάτιο του»). Το άλμπουμ έκλεισε με μία διασκευή στο “Walkin’ the dog” του Αμερικανού καλλιτέχνη Rufus Thomas, τραγούδι που έχουν διασκευάσει πάμπολλα συγκροτήματα, από τους ROLLING STONES μέχρι τους RATT, μεταξύ άλλων. Ενδεικτικό πάντως της μερικής αδιαφορίας της εταιρείας ήταν ότι στις πρώτες εκδόσεις του άλμπουμ το εν λόγω τραγούδι γράφτηκε λάθος στο εξώφυλλο, ως “Walkin’ the dig”.
Τέτοιες μέρες, ακριβώς πριν 50 χρόνια, κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος που αργότερα θα χαρακτηριζόταν «η μεγαλύτερη rock ‘n’ roll μπάντα της Αμερικής» (τίτλο που διεκδικούν και οι KISS, φυσικά) με τίτλο “Aerosmith”. Η αρχή, λοιπόν, ήταν κάπως … κρύα. Ο δίσκος πούλησε ελάχιστα και η δισκογραφική τους δεν ήταν και πολύ υποστηρικτική. Όπως θυμάται ο Tyler «παίξαμε το άλμπουμ στα κορυφαία στελέχη της Columbia. Κάποιος εξ αυτών μας κοίταξε και είπε ότι δεν υπάρχει single. Τότε ήταν που η καρδιά μου σταμάτησε. Κανείς από την εταιρεία δεν έδωσε δεκάρα». O δε Perry θυμάται ότι «πηγαίναμε συνέχεια στους πάγκους με τις εφημερίδες για να πάρουμε το περιοδικό Rolling Stone και να διαβάσουμε κάποια κριτική. Όμως το περιοδικό δεν ασχολήθηκε ποτέ. Είναι ένα πράγμα να κριτικάρουν τον πρώτο σου δίσκο αρνητικά, όμως είναι ακόμα χειρότερο να αδιαφορούν τελείως. Είχαμε τσαντιστεί πολύ με αυτό».
Ως απάντηση σε αυτή την απάθεια, οι νεαροί και πεινασμένοι AEROSMITH βγήκαν σε περιοδεία, όμως, καθώς συγκέντρωναν σταθερά ένα δικό τους κοινό, ήρθε η είδηση ότι η εταιρεία τους σχεδίαζε να τους απορρίψει. Ο πρώην manager τους Frank Conelly αποκάλυψε ότι «η CBS είχε χάσει την πίστη της στο συγκρότημα επειδή ήταν το αντίθετο αυτού που πρέσβευε η εταιρεία, η οποία είχε χτιστεί πάνω σε καλλιτέχνες όπως η Barbara Streisand και οι SIMON & GARFUNKEL». Πάλι καλά που κυκλοφόρησε το “Dream οn” ως single και τους έσωσε!
Η τελική κατάληξη του “Aerosmith” ήταν να φτάσει στο νο. 166 στα αμερικάνικα charts Billboard 200. Με τα χρόνια, όμως, και την αυξανόμενη επιτυχία του συγκροτήματος, πούλησε πάνω από 2 εκ. αντίτυπα στις ΗΠΑ (με αποτέλεσμα να γίνει διπλά πλατινένιο), ενώ στον Καναδά έγινε πλατινένιο, φτάνοντας μέχρι το νο. 58. Όλη την επόμενη χρονιά, το συγκρότημα συνέχισε να παίζει σε μικρούς χώρους, κυρίως θέατρα και τον Οκτώβριο, το συγκρότημα απέκτησε μεγαλύτερη προβολή σε εθνικό επίπεδο, όταν άρχισε να ανοίγει για τους Βρετανούς MOTT THE HOOPLE. Εκτός των MOTT, οι AEROSMITH έπαιξαν support και σε διάφορα άλλα συγκροτήματα όπως στους Άγγλους KINKS και τους jazz rockers MAHAVISHNU ORCHESTRA. Από εκεί και πέρα, η πορεία των AEROSMITH ήταν μόνο ανοδική και εξελίχθηκαν σε μία από τις δημοφιλέστερες μπάντες της Αμερικής, δίνοντας τον τόνο και το στυλ της εγχώριας hard rock και heavy metal σκηνής για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της δεκαετίας και την αυτοκαταστροφική άβυσσο των καταχρήσεων τους, προκειμένου να επιστρέψουν με το εντυπωσιακότατο comeback την δεκαετία του ’80 και να πατήσουν νέες, υψηλότερες κορυφές.
Κώστας Τσιρανίδης