A day to remember… 5/5 [NAZARETH]

0
1381












ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Razamanaz” – NAZARETH
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1973
ΕΤΑΙΡΙΑ: Mooncrest
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Roger Glover
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Dan McCafferty
Κιθάρες – Manny Charlton
Mπάσο – Peter Agnew
Τύμπανα – Darrell Sweet

Ο τραγουδιστής Dan McCafferty και ο μπασίστας Peter Agnew υπήρξαν φίλοι για πολύ-πολύ καιρό. Στην πραγματικότητα, γνωρίστηκαν την πρώτη τους μέρα στο σχολείο, στο Dunfermline της Σκωτίας, καθήμενοι μάλιστα στο ίδιο θρανίο. Στην πορεία, άρχισαν να ακούν την ίδια μουσική, η οποία αγάπη μετουσιώθηκε σε κοινή συμμετοχή σε μουσικά σχήματα. Σχήματα, τα οποία ξεκινούσαν με όλα τα προγνωστικά εναντίον τους, μιας και η μουσική βιομηχανία της χώρας δεν ασχολούνταν και πολύ με ό,τι προερχόταν βόρεια των συνόρων Αγγλίας-Σκωτίας.

Το 1967, ο Agnew μπήκε στο πρώτο σοβαρό συγκρότημα της καριέρας του, τους SHADETTES, όπου συνάντησε τον ντράμερ Darrell Sweet, ο οποίος πριν έρθει σε αυτό το συγκρότημα, έπαιζε σε μπάντες με γκάϊντα, φορώντας το παραδοσιακό σκωτσέζικο kilt. Μέχρι να έρθει ο McCafferty στους SHADETTES, ένα χρόνο αργότερα, ο Agnew εκτελούσε και χρέη τραγουδιστή. Ο βραχύσωμος Dan μπήκε στο συγκρότημα, με τρόπο παρόμοιο που θα έμπαινε ο Bon Scott στους AC/DC, αρκετά χρόνια αργότερα, ξεκινώντας από την θέση του roadie. Με την φυγή του άλλου τραγουδιστή πριν από μία συναυλία, ο McCafferty άρπαξε την ευκαιρία και ανέλαβε τα φωνητικά.

Το φωνητικό σήμα-κατατεθέν του McCafferty ήταν η τραχύτητά του. Μία χροιά, η οποία, κατά την προσωπική μου άποψη, τον καθιστά μία από τις καλύτερες και καταλληλότερες φωνές του hard rock. Αν σκεφτείτε βγήκε στην δισκογραφία το 1971, (όπου, σημειώνεται, μέχρι τότε υπήρχε και ο Noddy Holder των SLADE σε παρόμοιο ύφος), δείτε ποιοι ακολούθησαν στο φωνητικό του στυλ και αναθεωρήστε ότι ίσως ξέρατε μέχρι τώρα. Bon Scott, Brian Johnson, Graham Bonnet, Udo Dirkschneider, Angry Anderson, Marc Storace, Kevin DuBrow, Axl Rose, η λίστα όσο πάει και μεγαλώνει. Ο ίδιος ο McCafferty, που κάπνιζε αρειμανίως, δεν είχε καμία πραγματική εξήγηση για την αντοχή του λαρυγγιού του. «Ίσως φταίει ότι ανήκω στην εργατική τάξη, όπως ο Bon Scott και ο Brian Johnson. Όπως και αυτοί, έτσι κι εγώ έβγαλα όλη αυτή την επιθετικότητα, από την καθημερινότητα μου στην σκηνή».

Τελευταία προσθήκη στο συγκρότημα ήταν ο καταπληκτικός κιθαρίστας Manny Charlton, ένας ταλαντούχος μουσικός, ο οποίος ήταν και ο μόνος κιθαρίστας που μου έρχεται στο μυαλό, ο οποίος χρησιμοποιούσε το tremolo bar που φορούσε η Gibson Les Paul εκείνη την εποχή, το λεγόμενο Bigsby. O Charlton ήταν και αυτός που τους παρότρυνε να γράφουν δικά τους τραγούδια και να πάψουν να παίζουν διασκευές άλλων, παριστάνοντας την μπάντα-jukebox.

To 1968 η μπάντα μετονομάστηκε σε NAZARETH, από το τραγούδι “The weight” των σύγχρονων τους Καναδό-Αμερικανών BAND και συγκεκριμένα από τον στίχο “I pulled into Nazareth, feeling ’bout half past dead”. Υπήρξαν περιπτώσεις που τους πέρασαν για κάποιου τύπου «θρησκευτική» μπάντα, όμως το όνομα έμενε στο μυαλό. Επιπλέον βοήθεια παρείχε ο επιχειρηματίας Bill Fehilly, ο οποίος διετέλεσε και πρώτος τους μάνατζερ.

Με τους NAZARETH να δραστηριοποιούνται για τα καλά στο συναυλιακό κύκλωμα, ήρθε κι ένα συμβόλαιο με την Pegasus Records, μία βραχύβια δισκογραφική εταιρία, που πρόλαβε να κυκλοφορήσει μόνο 14 άλμπουμ μέχρι και το 1972 που έκλεισε. Κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους το 1971, με τίτλο απλά “Nazareth”, το οποίο αποτελούνταν από δικά τους τραγούδια και κάποιες διασκευές. Οι κριτικές που έλαβαν ήταν ανάμικτες, το άλμπουμ δεν μπήκε στα chart, όμως τράβηξε την προσοχή του κοινού στην Σκωτία αλλά και εκτός συνόρων, στην Γερμανία. Την επόμενη χρονιά και χωρίς να χάσουν χρόνο κυκλοφόρησαν το “Exercises”, με κάποιον … Roy Thomas Baker στην θέση του παραγωγού. Αργότερα, ο εν λόγω  παραγωγός θα συνεργαζόταν με καλλιτέχνες όπως οι QUEEN, ο Alice Cooper και οι FOREIGNER, μεταξύ άλλων. Με μία λίγο πιο πειραματική διάθεση, οι NAZARETH κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ, που ενώ αναδείκνυε τις μουσικές και τις συνθετικές τους ικανότητες, δεν είχε ειδικό βάρος και κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και αυτό έλαβε μικτές κριτικές, και αυτό δεν μπήκε στα charts. Όπως δήλωσε και ο ίδιος ο Agnew,  «μόνο η μάνα μου το αγόρασε!».

Βαλτωμένοι, με δύο κάθε άλλο παρά πετυχημένες δουλειές στο ενεργητικό τους, οι NAZARETH όφειλαν να κυκλοφορήσουν αυτό που λέμε το «κρίσιμο τρίτο άλμπουμ». Το ακροατήριό τους μεγάλωνε, όμως το management τους ήταν ανήσυχο. Εκτός από την πληρωμή μισθών, πολλά χρήματα είχαν δαπανηθεί για εξοπλισμό, σε έξοδα διαβίωσης και περιοδείες, ένα φορτηγάκι Mercedes που χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους και για την ηχογράφηση των δύο πρώτων άλμπουμ. Κατά τον Darrell Sweet, «το πηγάδι είχε στερέψει, οι managers θα τραβούσαν την πρίζα και θα αποχωρούσαν… χρειαζόμασταν ένα θαύμα!».

Όπερ και εγένετο. Οι NAZARETH είχαν ήδη έτοιμο το υλικό για το τρίτο άλμπουμ τους, το οποίο μάλιστα δοκίμαζαν στα live τους. Ανάμεσα στις επιλογές τους για τους παραγωγούς της επερχόμενης δουλειάς ήταν ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης των WHO, Pete Townshend, καθώς και ο Jimmy Page των LED ZEPPELIN, τον οποίο είχαν γνωρίσει προσωπικά λίγο καιρό πριν, στα γραφεία της μουσικής εφημερίδας Melody Maker. Παρόλαυτα, η λύση ήρθε από αλλού. Χρόνια πίσω, οι NAZARETH είχαν ενημερώσει και άτυπα προωθήσει στους Σκωτσέζους διοργανωτές συναυλιών ένα νέο συγκρότημα που ονομαζόταν DEEP PURPLE. Οι PURPLE δεν το ξέχασαν και προσκάλεσαν τους NAZARETH να τους συνοδεύσουν σε περιοδείες στην Ευρώπη και την Αμερική. Οι δύο μπάντες δημιούργησαν μια αμοιβαία εκτίμηση και σε ορισμένες περιπτώσεις στενές φιλίες. Μάλιστα, κάπου εκεί στο 1973, ο Ritchie Blackmore ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από τον McCafferty, που τον κάλεσε να γίνει μέλος των DEEP PURPLE, μπροστά στους υπόλοιπους NAZARETH!

O μπασίστας των PURPLE, Roger Glover, που σύντομα θα έφευγε από το συγκρότημα, αυτοπροτάθηκε προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως παραγωγός. «Θα ήθελα πολύ να το κάνω αυτό, το υλικό που έχετε θα μπορούσε να γίνει ένα πραγματικά υπέροχο άλμπουμ» τους είπε, καθησυχάζοντας παράλληλα τον μάνατζερ της μπάντας Bill Fehilly, δια της φήμης του και μόνο. Σύμφωνα με τον Agnew «είχε νόημα να μας αναλάβει ο Roger, αφού κι εμείς ήμασταν μία πιο pop εκδοχή των DEEP PURPLE… και ήταν προφανώς η σωστή κίνηση, μιας και ο Glover θα έμενε μαζί μας για τα επόμενα δύο άλμπουμ. Ήταν πολύ εργατικός και προγραμμάτιζε να προβάρουμε το τραγούδι της επόμενης ηχογράφησης όταν τελειώναμε …παρά τις αντιρρήσεις μας, ήταν ένα μάθημα που άξιζε να μάθουμε».

Μία πρώτη δοκιμή έκαναν με το “Broken down angel”, ένα τραγούδι που αρχικά γράφτηκε σε στυλ country & western, αλλά κατέληξε να πάρει μία hard rock φόρμα. Η δοκιμή κρίθηκε πετυχημένη, με τον μάνατζερ τους να δίνει το πράσινο φως για το νέο εγχείρημα. Επίσης, o Glover πρότεινε να ξαναηχογραφήσουν το “Woke up this morning”, ένα τραγούδι από το προηγούμενο τους άλμπουμ “Exercises”. Παρά κάποιες δυσκολίες και εντάσεις, που σχεδόν πάντα προκύπτουν κατά την ηχογράφηση ενός άλμπουμ,  το τελικό αποτέλεσμα άξιζε τον κόπο, τον χρόνο και τα … νεύρα.

Η νέα τους δουλειά έμελλε να τιτλοφορηθεί “Razamanaz”, μία λέξη σαν επιφώνημα που σκαρφίστηκαν μάλλον οι ίδιοι για να εκφράσουν ενθουσιασμό και να μεταδώσουν μία άγρια ενέργεια, ενδεικτική της επιθυμίας τους για το επερχόμενο άλμπουμ. Η παραγωγή του Glover τίμησε δεόντως το βρώμικο, επηρεασμένο από τα blues hard rock των NAZARETH, με αποτέλεσμα να προκύψουν εννιά δυναμικά, εκρηκτικά τραγούδια στο πλαίσιο των ηχογραφήσεων, ανάμεσα στο Δεκέμβριο του 1972 και το Μάρτιο 1973. Καμία σχέση με τις πρώτες, συγκριτικά χλιαρές, δουλειές τους. Θα μπορούσαν να είχαν κυκλοφορήσει από μία blues/hard rock αμερικάνικη μπάντα τύπου CACTUS ή GRAND FUNK RAILROAD (μείον την όποια ψυχεδέλεια), θα μπορούσαν να βρίσκονται σε ένα άλμπουμ των LED ZEPPELIN, όλα με πολλά grooves, την απίστευτη φωνάρα του McCafferty και την εκπληκτική κιθαριστική δουλειά του Charlton (κυρίως στην slide κιθάρα) σε όλη την διάρκεια του δίσκου.

Πρώτο τραγούδι του δίσκου ήταν το ομώνυμο και ενεργητικότατο “Razamanaz”, για το οποίο, κατά τον Agnew, έκλεψαν το riff του “Speed king” των DEEP PURPLE (από το “In rock” του 1970). Το τραγούδι, που αποτέλεσε διαχρονικά μέρος του live set τους, έδωσε το μουσικό στίγμα για τους ανανεωμένους NAZARETH και προσωπικά μου θυμίζει σε σημεία αυτό που οι AC/DC θα έπαιζαν χρόνια αργότερα στο ξέφρενο “Let there be rock”. Μέχρι σήμερα έχει διασκευαστεί από πολλούς και διάφορους μεταξύ των οποίων οι ARTILLERY, οι MORGANA LEFAY και πιο πρόσφατα, φέτος, από τους SAXON, στο άλμπουμ “More inspirations”.

Μία διασκευή στο “Alcatraz” του Αμερικάνου συνθέτη Leon Russell συνεχίζει το άλμπουμ, με στίχους που μιλούν για την ζωή ενός τυχοδιώκτη στις ΗΠΑ ο οποίος θα καταλήξει στην πιο διάσημη φυλακή της χώρας και το όποιο διαθέτει ένα ανελέητο groove που θυμίζει western! Ακολουθεί μία σύνθεση του Woody Guthrie, το “Vigilante man”, μία ακόμη διασκευή με πιο country blues χαρακτήρα. Πρόκειται για μία πιο «γυμνή» ενορχήστρωση αλλά και με πιο «βρώμικο» ήχο, που στιχουργικά φωνάζει για κοινωνική δικαιοσύνη, μαζί με την εκπληκτική slide κιθάρα του μεγάλου Manny Charlton. Το boogie του “Woke up this morning”, από το προηγούμενο τους άλμπουμ “Exercises”, κλείνει την πρώτη πλευρά του δίσκου.

H δεύτερη πλευρά ξεκινάει με το ρυθμικό “Night woman”, για να συνεχίσει με το δεύτερο single των NAZARETH, το “Bad bad boy”, με τον φοβερό ρυθμό του και την διασκεδαστική του διάθεση. Ήταν το δεύτερο single της μπάντας (με τα εξαιρετικά b-sides “Hard living” και “Spinning top”) που μπήκε στα βρετανικά charts, φτάνοντας το νο. 10 και παραμένοντας εκεί για 11 περίπου εβδομάδες. Επόμενο, το “Sold my soul”, που μιλάει για την κλασική αναμέτρηση του ανθρώπου με τον διάβολο και την πώληση της ψυχής του πρώτου με αντάλλαγμα κάποια χάρη από τον δεύτερο, καθώς και την αγάπη και την απώλεια, μπορείτε να κάνετε την σύνδεση εδώ. Οφείλω να πω ότι  μου θυμίζει λίγο BLACK SABBATH!

Ίσως το πιο «φορτωμένο» κιθαριστικά κομμάτι του δίσκου είναι το “Too bad, too sad” λίγο πριν το τέλος, σε ένα ακόμα χαρακτηριστικό NAZARETH τραγούδι, που λοξοκοιτάει προς τους BUDGIE και τους STATUS QUO. Σε λιγότερο από τρία λεπτά, αποτελεί την ιδανική γέφυρα για να φτάσουμε στο τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ και πρώτο ever single των NAZARETH, καθώς και της νεοσύστατης, τότε, δισκογραφικής τους εταιρείας, Mooncrest. Πρόκειται για το “Broken down angel”, ίσως το γνωστότερο τραγούδι του άλμπουμ, μαζί με το ομώνυμο. Κλασικό βρετανικό rock με χορωδιακό ρεφρέν, το “Broken down angel” θυμίζει κάτι από FACES και ROLLING STONES, ένα εξαιρετικό pop rock hit. Ο Axl Rose και οι Άγγλοι QUIREBOYS σίγουρα θα έχουν μία ιστορία να μας πουν για το συγκεκριμένο τραγούδι, που ήταν το πρώτο τους hit single (με b-side το “Witchdoctor women”), φτάνοντας στο νο. 9 των single charts του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και στο νο. 20 των αντίστοιχων ιρλανδικών chart, ενώ σημείωσε και μικρή επιτυχία στην Αυστραλία, όπου ανέβηκε μόλις στο νο. 57.

Tο “Razamanaz” που σαν σήμερα κλείνει αισίως τα 50 και βρίσκει εν ζωή μόνο τον μπασίστα Peter Agnew από την θρυλική, κλασική σύνθεση των NAZARETH, ήταν η σανίδα σωτηρίας που χρειαζόταν το συγκρότημα προκειμένου να επιβιώσει. Δεν τα πήγε καθόλου άσχημα, με δύο hit singles και μία αξιοζήλευτη επίδοση στα βρετανικά charts, ένα μόλις σκαλοπάτι κάτω από το top-10 (στο νο. 11). Στην Φινλανδία έφτασε μέχρι το νο. 4 (!), ενώ έγραψε και την πρώτη συμμετοχή τους στο αμερικάνικο Billboard 200, αν και αρκετά χαμηλά, στο νο. 157. Στον γειτονικό Καναδά μπήκε στο top-40 (νο. 39) και τελικά έγινε πλατινένιο. Μία πρωτοφανής επιτυχία, αν κάποιος αναλογιστεί ότι οι NAZARETH δεν βρισκόντουσαν σχεδόν πουθενά ακόμα και την προηγούμενη χρονιά, παρά μόνο μία λέξη στο στόμα όσων πήγαιναν σε συναυλίες άλλων, μεγαλύτερων ονομάτων. Μετά από πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς και αγχωτικών εμπορικών αποτελεσμάτων, οι NΑΖΑΡΕΤΗ κατάφεραν επιτέλους να διακριθούν στον απίστευτα ανταγωνιστικό στίβο της hard rock σκηνής της εποχής.

Παρά την αρχική επιτυχία του άλμπουμ, το συγκρότημα συνέχισε να αντιμετωπίζει εμπόδια. Μια προγραμματισμένη περιοδεία στις ΗΠΑ ακυρώθηκε λόγω προβλημάτων σχετικά με την βίζα τους και το συγκρότημα πάλεψε πολύ παραπάνω στην συνέχεια για να ακουστεί και παραπέρα. Ωστόσο, συνέχισαν να κάνουν περιοδείες, να ηχογραφούν και τελικά η σκληρή δουλειά τους απέδωσε καρπούς. Με τα χρόνια, το “Razamanaz” έγινε ένα κλασικό άλμπουμ και οι NAZARETH εξελίχθηκαν σε ένα αγαπημένο συγκρότημα του χώρου, με ιδιαίτερη επιτυχία στην ηπειρωτική Ευρώπη και όχι μόνο.

Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here