ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Rocka Rolla” – JUDAS PRIEST
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1974
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Gull Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Rodger Bain, Vic Smith
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Robert Halford – Φωνητικά
Glenn Tipton – Κιθάρα
K.K. Downing – Κιθάρα
Ian Hill – Μπάσο
John Hinch – Τύμπανα
Ααα… οι JUDAS PRIEST των 70s! Ανέκαθεν μου άρεσε να μιλώ και να γράφω για αυτήν την περίοδο της αγαπημένης μου μπάντας, πόσο μάλλον τώρα που καλούμαι να πάω πολύ πίσω στον χρόνο. Από πού λοιπόν να ξεκινήσουμε… χμ… Ωραία, ας αφήσουμε τις πολύ πρώιμες μέρες. Ίσως κάποια στιγμή να μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτές, αν και το internet είναι γεμάτο «πηγές» από τις οποίες μπορεί κανείς να μάθει τα πάντα. Ας πιάσουμε τα πράγματα από το 1973, όπου ο κιθαρίστας K. K. Downing, με τον παιδικό του φίλο, μπασίστα Ian Hill, θα έμεναν μόνοι τους και θα ξεκινούσαν την αναζήτηση νέων μελών.
Ο Alan Atkins, πρώτος τραγουδιστής των JUDAS PRIEST, αποχώρησε από τη μπάντα από τον Δεκέμβριο του 1972, για να πιάσει δουλειά «09:00 – 17:00» και να αφοσιωθεί στην οικογένειά του ενώ λίγο αργότερα, θα έφευγε για τους MACHINE και ο drummer Chris “Congo” Campbell. Μπράβο Chris, σπουδαία κίνηση, είχες όραμα! Αλλά πού να ήξερες και συ καημένε μου, τι θα γινόταν στο μέλλον… Τα νύχια σου θα μύριζες; Έτσι, τις θέσεις καλύπτουν δύο μέλη του γνωστού (;) τοπικού συγκροτήματος HIROSHIMA, ο drummer John Hinch και ο τραγουδιστής Robert Halford.
Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, μόνο δύσκολο δεν ήταν να βρεθούν αντικαταστάτες σε μια βρετανική σκηνή που «κόχλαζε». Στην Αγγλία της δεκαετίας του ’70 μπορούσες να βρεις μέλη για τη μπάντα σου σηκώνοντας οποιαδήποτε πέτρα! Ωστόσο, στην περίπτωση των JUDAS PRIEST, όλα ήταν ακόμη ευκολότερα καθώς Halford και Hill συνδέονταν με μια τρόπον τινά συγγενική σχέση: Η αδερφή του Rob, η Sue, ήταν τότε η κοπέλα και μετέπειτα σύζυγος του Ian. Οπότε, ερχόμενος ο Rob, πήρε μαζί του και τον Hinch.
Δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να φανταστείς τους JUDAS PRIEST ως τετράδα, αλλά ναι, υπήρξαν για ένα διάστημα. Υπάρχει και ντοκουμέντο από την πρώτη τους εμφάνιση με τη νέα σύνθεση, τον Μάιο του 1973 στο The Townhouse στο Wellington. Θα το ακούσεις στην συλλογή “Downer – Rock Asylum” της εταιρείας Audio Archives. Συγκεκριμένα, οι JUDAS PRIEST παίζουν τα “Cheater” και “Never satisfied”, σε διαφορετικές εκδοχές από τις «επίσημες». Στην ίδια συλλογή, υπάρχει επίσης το “Morpheus”, ηχογραφημένο στις 15 Απριλίου του ιδίου έτους. Πέραν της όποιας μουσικής του αξίας, το εν λόγω τραγούδι έχει τεράστια ιστορική σημασία, αφού στα φωνητικά είναι ο Atkins και στα τύμπανα ο Campbell, στην τελευταία τους συναυλία με τη μπάντα.
Θα βρεις ακόμη το “Red light lady” (κράτησε αυτόν τον τίτλο, θα μας χρειαστεί) και το κομμάτι “Merlin”, κάποιων FLYING HAT BAND (τι όνομα…), που αποτελούνταν από τον μπασίστα Peter “Mars” Cowling, τον drummer Steve Palmer (αδερφό του Carl Palmer των ELP) και τον κιθαρίστα/τραγουδιστή… Glenn Tipton. Να σημειωθεί πως και οι δυο μπάντες εκείνη την εποχή, βρίσκονταν στο management του Tony Iommi, το “Iommi Management Agency”, κάτι που λειτούργησε ως «γέφυρα» για να αποκτήσει το group δεύτερο κιθαρίστα. Πως έγινε αυτό;
Όταν οι JUDAS PRIEST έκαναν την πρώτη τους περιοδεία στην ηπειρωτική Ευρώπη, στις αρχές του 1974 και επέστρεψαν στην Αγγλία τον Απρίλιο του ιδίου έτους για να υπογράψουν δισκογραφικό συμβόλαιο με την Gull Records, η εταιρεία πρότεινε την προσθήκη ενός ακόμη κιθαρίστα, για να συμπληρωθεί ο ήχος του συγκροτήματος, στα πρότυπα των STATUS QUO που τότε ήταν στα ντουζένια τους. Με αυτόν τον τρόπο έγινε ο Glenn Tipton το πέμπτο μέλος της μπάντας και δημιουργήθηκε ο σταθερός πυρήνας των Halford/Tipton/Downing/Hill, που θα μεγαλουργούσε τα επόμενα χρόνια.
Και πάμε τώρα στο “Rocka Rolla”, το τιμώμενο άλμπουμ του άρθρου και την αφορμή να γραφτούν, όσα γράφτηκαν. Ταυτόχρονα, είμαστε ξανά μαζί στο τακτικό μας ραντεβού με τις αλήθειες, όσο αυτές και αν πονάνε, όσο και αν μας κάνουν να νιώθουμε άβολα. Σήμερα το θέμα μας είναι οι «παρωπίδες». Κοκορευόμαστε που λες ως metalheads και rockers για τους ανοικτούς μας «ορίζοντες», διατυμπανίζουμε όπου σταθούμε και όπου βρεθούμε ότι μας αρέσει η καλή μουσική από όπου κι αν αυτή προέρχεται, ισχυριζόμαστε και επιχειρηματολογούμε (τρόπον τινά) για την προοδευτικότητα που μας χαρακτηρίζει ως μουσικόφιλους, πετάμε και κανένα τσιτάτο τύπου «εγώ και Lady Gaga ακούω, αν το τραγούδι είναι καλό» και νομίζουμε πως κάτι έχουμε κάνει. Εχμ… όχι.
Είμαστε, ως κάστα ακροατών, κλειστόμυαλοι, ενίοτε «κολλημένοι» και οι «ορίζοντές» μας μόνο μακρινοί και ανοικτοί δεν είναι. Στην πραγματικότητα, δε βλέπουμε πέραν από τη μύτη μας. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα μέσα στον δικό μας χώρο, που δείχνουν ότι μάλλον έχω δίκιο. Δεν είμαστε ανεκτικοί στις αλλαγές, δεν θέλουμε να εισχωρούν ξένα στοιχεία στην αγαπημένη μας μουσική, ούτε οι αγαπημένοι μας μουσικοί (πληθυντικός τώρα) να ασχολούνται με κάτι άλλο. Και τέλος, αγνοούμε. Αγνοούμε επιδεικτικά! Πολλά πράγματα δεν μας ενδιαφέρουν, δεν μας νοιάζουν και όχι μόνο δεν μας νοιάζουν, άρα ουδέποτε μάθαμε κάτι για αυτά, αλλά έχουμε και άποψη προς ό,τι τα αφορά! Τι… ψέματα; Άδικο έχω;
Στην τελευταία κατηγορία εμπίπτει και το “Rocka Rolla”, το πρώτο και σίγουρα το πιο υποτιμημένο studio άλμπουμ των JUDAS PRIEST. Πέραν των πραγματικά «βαμμένων» και «ταγμένων» οπαδών του group, τούτος ο δίσκος δεν έχει κάνει «γκελ» στο ευρύ μεταλλικό κοινό κι ο λόγος δεν έχει να κάνει με την αξία του αλλά με την ηχητική του προσέγγιση. Βλέπεις, ποιος θα δώσει σημασία σε έναν δίσκο με τέτοιο όνομα, που έχει ένα καπάκι Coca Cola στο εντελώς ROLLING STONES εξώφυλλο (αν και προσωπικά τα βρίσκω εξαιρετικά ως ιδέες), τα μέλη ντύνονται χίππικα (όπως το έθεσε επακριβώς ο Malcolm Dome και είναι από τις σπάνιες φορές που συμφωνώ μαζί του) και η μουσική είναι progressive/bluesy/heavy rock ή proto metal, αν θες καλύτερα, όταν στην συνείδησή του κυριαρχεί το “Painkiller” ή το “Screaming for vengeance”;
Ούτε οι ίδιοι οι JUDAS PRIEST έμειναν όμως ικανοποιημένοι από το τελικό αποτέλεσμα. Όχι γιατί δεν έγραψαν καλά τραγούδια, το αντίθετο. Γιατί πίστευαν και πιστεύουν πως τα αδίκησε η παραγωγή του Rodger Bain (BLACK SABBATH, BUDGIE, BARCLAY JAMES HARVEST), άσχετα αν ο τρόπος με τον οποίο δούλεψαν μαζί του, τους άφησε τις καλύτερες των εντυπώσεων. Η χαλαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε ο Bain τα πράγματα και η μέθοδος που ακολουθούσε, με το να ενθαρρύνει τα συγκροτήματά του να ηχογραφούν τα τραγούδια “live” στο studio, φαίνεται πως εκτιμήθηκαν παραπάνω από θετικά. Και ο Geezer Butler, τα καλύτερα λέει.
Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι που με κέρδισε στο “Rocka Rolla”: Η διαφορετικότητά του, που συνδέθηκε αμέσως με τη θέλησή μου να «βουτήξω» και να μάθω τη διαφορετική αυτή πτυχή των JUDAS PRIEST, που τότε δεν είχαν ακόμη βρει τα πατήματά τους και τον δικό τους ήχο αλλά «καθρεπτίζονταν» σε όσα έπαιζαν, πολύ επιτυχημένα βέβαια, οι επιρροές και τα ακούσματά τους. BLACK SABBATH, LED ZEPPELIN, DEEP PURPLE, WISHBONE ASH, BUDGIE… Συνεπώς και άλλον παραγωγό να είχαν, δεν πιστεύω πως ΑΥΤΑ τα τραγούδια θα ακούγονταν εν έτει 1974 περισσότερο metal, απ’ όσο τα «έβγαλε» ο Bain. Χώρια που εμένα αυτή η live μουντάδα που έχουν, μου αρέσει πολύ.
Αρκετά από τα κομμάτια του “Rocka Rolla” γράφτηκαν από κοινού με τον Alan Atkins, οπότε τα λες και γραμμένα για τη φωνή του. Ο Halford, με χαρακτηριστικές παρεμβάσεις, τα έφερε στα δικά του «μέτρα» ή και άλλαξε εντελώς τις φωνητικές γραμμές. Λογικό, bluesy φωνή η μια, φωνή που δε γνώριζε όρια και στεγανά η άλλη. Ο νεοφερμένος Tipton δεν πρόλαβε να έχει συνθετική συνεισφορά παρά μόνο στο ομώνυμο κομμάτι και στο απίστευτο έπος “Run of the mill”, το πρώτο τραγούδι που γράφτηκε εξ ολοκλήρου επάνω στο φωνητικό εύρος του Halford και μπαίνει άνετα στο top 10 τους. Έγραψε κι άλλες συνθέσεις, συγκεκριμένα τα “Tyrant”, “Epitaph” και “Ripper”, που Bain «έκοψε» ως μη εμπορικές! Ωστόσο, ο Glenn πήρε την ρεβάνς του στο “Sad wings of destiny”.
Ο Bain απέρριψε επίσης το “Whiskey woman”, τραγούδι του Atkins, το οποίο αργότερα, με την συμβολή του Tipton και την ένωση με το “Red light lady” (να ’το!), μετεξελίχθηκε σε… “Victim of changes” και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό, έβαλε άθελά του το λιθαράκι του στη γέννηση ενός μυθικού ύμνου. Δεν τον ευχαριστούμε όμως που μετέτρεψε το “Caviar and meths” από ένα prog έπος διάρκειας 10+ λεπτών, σε δίλεπτο outro (!) για τον δίσκο… Μια μεγαλύτερη εκδοχή του τραγουδιού, διάρκειας επτά λεπτών, υπάρχει στο άλμπουμ “Victim of Changes” του 1998, από την προσωπική μπάντα του Atkins αν και πάλι, μιλάμε για ημίμετρο.
Η περιοδεία που ακολούθησε, ήταν η πρώτη διεθνής περιοδεία της μπάντας. Γερμανία, Ολλανδία, Νορβηγία και Δανία αποτέλεσαν τις «στάσεις» της. Οικονομικά, δεν κατάφερε κάτι. Η εμπορική απήχηση ήταν μικρή, ο δίσκος πούλησε κάποιες χιλιάδες (!) αντίτυπα (τότε ήταν μικρή η απήχηση όντως, τώρα θα μιλούσαμε για τεράστιο «γκελ») και οι JUDAS PRIEST βρέθηκαν σε δεινή οικονομική κατάσταση, φτάνοντας μέχρι να μην έχουν να φάνε (καλή ώρα σαν τους BLACK SABBATH)! Προσπάθησαν να έρθουν σε νέα συμφωνία με την Gull Records για να πληρώνονται πενήντα λίρες την εβδομάδα αλλά η Gull, η οποία επίσης υπέφερε από οικονομικά προβλήματα, αρνήθηκε.
Με όλα αυτά που αναφέραμε και με όσα ακολούθησαν, επήλθε η λήθη για τα περισσότερα από τα τραγούδια του “Rocka Rolla”, μέχρι σχετικά πρόσφατα, όπου έγινε σιγά-σιγά η αρχή με το “Never satisfied” κατά την παγκόσμια “Epitaph tour” και η συνέχεια δόθηκε με την ένταξη του ομώνυμου κομματιού στις setlists του 2021 και 2022. Και το διασκεδαστικό όσο και κολακευτικό της υπόθεσης είναι πως εν έτει 2024 το “Rocka Rolla”, το κομμάτι, ηχεί ως ένας καλπάζων heavy metal ύμνος, αποδεικνύοντας πως τα ΚΑΛΑ τραγούδια, ουδέποτε γερνούν μα παραμένουν αειθαλή, αιώνια και σύγχρονα.
Μισόν αιώνα μετά, το “Rocka Rolla” περιμένει να του δώσεις τη δέουσα προσοχή και να το εκτιμήσεις όπως του αξίζει. Δεν έχει τσιρίδες, δεν έχει κολασμένες κιθάρες, δεν τρέχει σαν σεληνιασμένο, δεν φτύνει οργή, δεν λυσσομανά, ούτε έχει τις εμπορικές εκείνες στιγμές που σάρωσαν τα ερτζιανά. Είναι εσωστρεφές, χαμηλών τόνων, αντανακλά την εποχή του και έχει μια πρόσθετη ιδιαίτερη σημασία: Μας δίνει να καταλάβουμε από πού ξεκίνησε και πως εξελίχθηκε η μπάντα – συνώνυμο του heavy metal.
Did you know that:
– Ο Rob Halford αναφέρεται ως «Bob Halford» στην πρώτη βινυλιακή έκδοση; Αυτός παίζει και τη φυσαρμόνικα που ακούγεται.
– Το 1984 είχαμε μια επανακυκλοφορία με διαφορετικό εξώφυλλο από τον Melvyn Grant. To φτερωτό, θωρακισμένο, εξωγήινο τέρας, αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως εξώφυλλο για το μυθιστόρημα “The Steel Tsar” του Michael Moorcock, τρίτο μέρος της τριλογίας “A nomad of the Time streams” (“The Warlord of the Air” και “The Land Leviathan” τα προηγούμενα δυο).
– Η πολύ σπάνια, πρώτη εκτύπωση του βρετανικού LP έχει στα credits τυπωμένη τη φράση “Thanks for the words Al!”; Πιθανότατα επρόκειτο για μια ολίγον τι ειρωνική αναφορά στην συνεισφορά του αρχικού τραγουδιστή Al Atkins.
– Το “Diamonds & rust” που υπάρχει σε διαφορετική εκτέλεση από αυτή του “Sin after sin”, στις επανεκδόσεις του δίσκου, προέρχεται από τα sessions του “Sad wings of destiny”;
– Το 1981 κυκλοφόρησε από την Gull Records ένα άλμπουμ συλλογή, το “Hero, Hero” (ναι, αυτό με το θεϊκό αλλά σχετικά άκυρο εξώφυλλο, έργο επίσης του Melvyn Grant). Περιείχε όλα τα κομμάτια του “Rocka Rolla” σε remix από τον Bain, έξι κομμάτια από το “Sad wings of destiny” (απείραχτα) και την εναλλακτική version του “Diamonds & rust”, σε remix κι αυτή. Ήταν μια ξεκάθαρη προσπάθεια να «κεφαλαιοποιηθεί» η τεράστια τότε δημοτικότητα των JUDAS PRIEST, έστω κι αν όντως η νέα μίξη έφερνε το υλικό του “Rocka rolla” πιο κοντά σε αυτό του “Sad wings of destiny”. Η ίδια η μπάντα δεν την αναγνωρίζει.
– Μόλις πέρυσι το συγκρότημα ανέκτησε τον έλεγχο των δικαιωμάτων των δυο πρώτων του δίσκων μέσω της Reach Music και σχεδιάζει μια επετειακή κυκλοφορία του “Rocka Rolla” για τα 50 χρόνια του, με νέα μίξη που «θα παρουσιάζει τα τραγούδια όπως πρέπει», σύμφωνα με τον Ian Hill. Για να δούμε!
Δημήτρης Τσέλλος